Αντώνης Φωστιέρης «Η Αράχνη»
Καθόμουν ώρες μες στην πλήξη μου και χάζευα
Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε
Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε
Στο χλιαρό κενό τού να μη σκέφτομαι καθόμουνα
Στο χλιαρό κενό τού να μη σκέφτομαι καθόμουνα
Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο.
Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι
Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι
Γιατί όλο ανέβαινε το σιχαμένο ιστό της
Έμενε ακίνητη συσπώντας τις κεραίες κι έπειτα
Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό.
Μύγα ή ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα.
Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα
Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο
Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις.
Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος
Που σε κλωστούλα σάλιου παραμόνευε
Να παγιδέψει το άπιαστο
Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε
Τις ώρες μου, την πλήξη, το κενό.
Φωστιέρης, Α. (2000). Η σκέψη ανήκει στο πένθος, Αθήνα: Καστανιώτης
Ο ποιητής αξιοποιεί τις ώρες της αδράνειάς του παρατηρώντας την αδιάκοπη δράση μιας αράχνης. Η αντίθεση μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρούμενου, οδηγεί τον ποιητή σ’ έναν γόνιμο προβληματισμό, δεν καλύπτει, ωστόσο, την απουσία διαπροσωπικών επαφών ή αντικειμένου ενασχόλησης που δημιουργεί την πλήξη του.
«Καθόμουν ώρες μες στην πλήξη μου και χάζευα
Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε
Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε»
Ο ποιητής παραμένει για ώρες σε κατάσταση αδράνειας και πλήξης, αφήνοντας το χρόνο του να περνά σκοπίμως χωρίς κάποια ουσιαστική ενασχόληση, καθώς αισθάνεται κουρασμένος και νιώθει πως χρειάζεται αυτό το διάστημα απαλλαγμένου από δραστηριότητες χρόνου. Αποδίδει την κούρασή του, ωστόσο, όχι σε όσα έχει επιτελέσει ή επιτύχει προηγουμένως, αλλά στα τόσα που «ελπίζει» ότι έζησε. Πρόκειται για μια δήλωση που φανερώνει την αμφιβολία του για το κατά πόσο τελικά τα όσα έχει κάνει στη ζωή του υπήρξαν όντως ουσιώδη και ικανά να του προσφέρουν την επιθυμητή αίσθηση πληρότητας.
Ίσως τα χρόνια που πέρασαν να μην ήταν τόσο γεμάτα ζωή, όσο θα το ήθελε ή όσο πιστεύει πως ήταν. Δεν είναι, εντούτοις, διατεθειμένος να ενδώσει σ’ αυτή τη διάθεση αυτοελέγχου και ανασκόπησης, εφόσον γνωρίζει πως κάτι τέτοιο ενδέχεται να τον οδηγήσει σε συμπεράσματα που θα τον δυσαρεστήσουν. Επιλέγει, έτσι, όπως το κάνουν κι άλλοι άνθρωποι, να διατηρεί την πεποίθησή του πως έχει ήδη ζήσει πολλά και πως τα χρόνια που πέρασαν ήταν γόνιμα και γεμάτα με αξιόλογες εμπειρίες.
«Στο χλιαρό κενό τού να μη σκέφτομαι καθόμουνα
Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο.»
Περνά, λοιπόν, το χρόνο του χωρίς να σκέφτεται και κυρίως χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία της εξέτασης όσων έχουν προηγηθεί, προσφέροντας στον εαυτό του ένα αναγκαίο διάλειμμα ηρεμίας. Το κενό αυτό διάστημα χαρακτηρίζεται «χλιαρό» ακριβώς επειδή ο ποιητής δεν αφήνεται σε σκέψεις και απολογισμούς που θα μπορούσαν να διαταράξουν την ηρεμία του. Του φαίνεται προτιμότερο να στρέψει την προσοχή του σε μια αράχνη που εκείνη τη στιγμή αιωρείται στο κενό, έτοιμη να υλοποιήσει τα δικά της σχέδια.
Προσέχουμε πως ο τίτλος του ποιήματος («Η Αράχνη»), όπως και το κεφαλαίο γράμμα που επιλέγει να χρησιμοποιήσει ο ποιητής στη λέξη αράχνη, υποδεικνύουν πως πρωταγωνιστικό πρόσωπο δεν είναι ο ίδιος, αλλά εκείνη.
«Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι
Γιατί όλο ανέβαινε το σιχαμένο ιστό της
Έμενε ακίνητη συσπώντας τις κεραίες κι έπειτα
Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό.»
Σε αντίθεση με την απουσία σκέψεων του ποιητικού υποκειμένου, η αράχνη προφανώς κάτι σκέφτεται και κάτι σχεδιάζει, εφόσον βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Η κύρια αντίθεση, πάντως, ανάμεσα στα «πρωταγωνιστικά» πρόσωπα εντοπίζεται στο γεγονός ότι ενώ το ποιητικό υποκείμενο παραμένει αδρανές και παρατηρεί την αράχνη, διότι πλήττει και δεν έχει διάθεση να κάνει κάτι άλλο, η αράχνη εργάζεται εντατικά, προκειμένου να διασφαλίσει την τροφή της. Η αντίθεση αυτή φέρνει στην επιφάνεια μια συνήθη διαφοροποίηση ανάμεσα στους ανθρώπους, καθώς πάντοτε υπάρχουν εκείνοι που αξιοποιούν το χρόνο τους, χωρίς να αφήνουν στιγμή ανεκμετάλλευτη, κι εκείνοι που αφήνονται σε μια αντιπαραγωγική κατάσταση ραθυμίας.
Το ποιητικό υποκείμενο, αν και παρατηρεί με επιμονή την αράχνη, δεν παύει να νιώθει απέχθεια για την παγίδα θανάτου που ετοιμάζει για τα θύματά της. Ο ιστός της χαρακτηρίζεται, έτσι, «σιχαμένος», καθώς είναι ο χώρος στον οποίο θα βρουν τραγικό τέλος τα άτυχα έντομα που θα παγιδευτούν σ’ αυτόν.
Το ποιητικό υποκείμενο εντυπωσιάζεται, ωστόσο, απ’ την αποφασιστικότητα της αράχνης, η οποία χωρίς κανένα δισταγμό ορμά «ακάθεκτη» στο κενό. Μια πτώση που θα δημιουργούσε εύλογα φόβο αντιμετωπίζεται απ’ την αράχνη ως κάτι το απλό, εφόσον η ίδια διαθέτει την ικανότητα και τα μέσα, ώστε να μην κινδυνεύει.
«Μύγα ή ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα.
Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα
Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο
Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις.»
Η αράχνη, αν και δεν έχει εντοπίσει κάπου το θήραμά της, δεν παύει να εργάζεται πυρετωδώς για την προετοιμασία του ιστού της, προκειμένου να είναι έτοιμη όταν εμφανιστεί η ευκαιρία. Κατά παρόμοιο τρόπο, αν κάποιος επιθυμεί να αδράξει τις μελλοντικές του ευκαιρίες, έστω κι αν προς το παρόν μοιάζουν ανύπαρκτες, οφείλει να προετοιμάζεται με συστηματικότητα. Μόνο, άλλωστε, αν είναι εκ των προτέρων έτοιμος, θα είναι σε θέση να προσελκύσει τις ευκαιρίες αυτές και να τις εκμεταλλευτεί. Ό,τι, επομένως, τώρα μοιάζει ανύπαρκτο, δεν σημαίνει πως δεν θα εμφανιστεί στο μέλλον.
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης η σύλληψη του «ανύπαρκτου» παραπέμπει στην ιδιαίτερη φύση της ποιητικής τέχνης, η οποία συχνά καλείται να αντλήσει το υλικό της από τα μη ορατά στους πολλούς ή από πηγές που θα έμοιαζαν στείρες στους περισσότερους. Ο ίδιος ο ποιητής, επομένως, έχει βρεθεί πολλές φορές στη θέση της αράχνης, εφόσον έχει κι εκείνος εργαστεί σκληρά προκειμένου να αδράξει και να δώσει μορφή σε ό,τι μέχρι πρότινος δεν υπήρχε. Γνωρίζει πώς είναι να δίνεις την εντύπωση στους άλλους ότι ματαιοπονείς αναζητώντας κάτι που οι άλλοι δεν βλέπουν να υπάρχει. Γνωρίζει πως είναι να προετοιμάζεσαι πυρετωδώς για μια «εργασία» που τελείται επί της ουσίας στο κενό, αφού η «σύλληψη» εκείνου που τόσο επίμονα επιζητάς ενδέχεται είναι να μη τελεσφορήσει είτε να επέλθει ύστερα από μεγάλη κι εναγώνια προσπάθεια.
«Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος
Που σε κλωστούλα σάλιου παραμόνευε
Να παγιδέψει το άπιαστο
Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε
Τις ώρες μου, την πλήξη, το κενό.»
Η αράχνη, κατά τρόπο οξύμωρο, αν και «τέρας», διαθέτει την «ωραία» σοφία εκείνου που γνωρίζει πως χρειάζεται συστηματική προεργασία για ένα μελλοντικό επιτυχές αποτέλεσμα. Η σοφία της αράχνης, αν και αξιοποιείται για να επιτευχθεί ένα απεχθές φονικό έργο, δεν παύει να αποτελεί ένα σημαντικό παράδειγμα για την αξία της ακατάπαυστης προσπάθειας.
Το ποιητικό υποκείμενο σχολιάζει πως αν κι η αράχνη -απ’ όσο είδε- δεν κατόρθωσε να βρει κάποιο θήραμα, κατάφερε ωστόσο να καταβροχθίσει τις δικές του ώρες και την πλήξη του. Η ειρωνεία των στίχων αυτών έγκειται στο γεγονός πως είτε υπήρξε επιτυχής είτε όχι η εργασία της αράχνης, αποτέλεσε εντούτοις ένα θέαμα ικανό να γεμίσει το κενό που βίωνε ο παρατηρητής της. Έτσι, ο χρόνος του ποιητή έφυγε παντελώς ανεκμετάλλευτος, αφού σπαταλήθηκε στο να παρατηρεί μια αράχνη. Διαπίστωση που λειτουργεί αφυπνιστικά για το ποιητικό υποκείμενο, εφόσον του υπενθυμίζει πόσο ελάχιστα εκτιμά την αξία του προσωπικού του χρόνου, αλλά και πόσο επιζήμιο είναι το να παραδίνεται στο αίσθημα της πλήξης.
«Να παγιδέψει το άπιαστο»: Με την αντίθεση αυτή καταγράφεται η εντύπωση του παρατηρητή πως η αράχνη παραμονεύει και στήνει τον ιστό της για να πιάσει κάτι το φαινομενικά «άπιαστο». Ό,τι εντούτοις μοιάζει ανέφικτο για εκείνον που μένει άπραγος, είναι εφικτό για εκείνον που προετοιμάζεται κατάλληλα.
Αξίζει να προσεχθεί πως στο σύντομο αυτό ποίημα υπάρχουν πολλά ρήματα δράσης (π.χ. ανέβαινε, ορμούσε, προχωρούσε, αδράξεις, παραμόνευε, παγιδέψει, καταβρόχθισε), τα οποία αποσκοπούν στο να καταστήσουν εμφανέστερη την αντίθεση ανάμεσα στη δραστηριότητα της αράχνης και την κατάσταση αδράνειας στην οποία βρίσκεται το ποιητικό υποκείμενο. Με όσο μεγαλύτερη ενάργεια παρουσιάζεται η συνεχής δράση της αράχνης, τόσο πιο σαφής γίνεται η πλήρης απραξία του ποιητικού υποκειμένου, και τόσο πιο εύλογα προκύπτει η απορία γιατί δεν αξιοποιεί το χρόνο του.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το βασικό θέμα του κειμένου; Ποια είναι η δική σας άποψη σχετικά με αυτό; (150-200 λέξεις)
Βασικό θέμα του κειμένου, κατά τη γνώμη μου, είναι η επίμονη και συνεχής προετοιμασία που απαιτείται προκειμένου να καταστεί εφικτή η δημιουργία ευκαιριών για το άτομο. Εκεί που οι αδρανείς άνθρωποι αντικρίζουν μόνο το κενό και την απουσία οποιασδήποτε δυνατότητας, οι εργατικοί άνθρωποι γνωρίζουν πως με αφοσίωση και μόχθο μπορούν να διαμορφώσουν για τον εαυτό τους τις κατάλληλες ευκαιρίες, ώστε να επιτύχουν τα όσα επιδιώκουν, έστω κι αν αυτά φαντάζουν ανέφικτα στους άλλους. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται πρωτίστως μέσω της αντίθεσης ανάμεσα στο αδρανές ποιητικό υποκείμενο και τη σε διαρκή ετοιμότητα και δράση αράχνη. Το χτίσιμο του ιστού της κι η ακατάπαυστη ενεργητικότητά της, δημιουργούν απορία στον ποιητή, εφόσον εκείνος αδυνατεί να διακρίνει την ύπαρξη κάποιου πιθανού θηράματος. Η απουσία αυτή, ωστόσο, δεν πτοεί την αράχνη, αφού εκείνη γνωρίζει «πως το ανύπαρκτο / Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις». Ο ποιητής που αφήνεται στην «πλήξη» του και «χαζεύει», δεν μπορεί να καταλάβει σε τι αποσκοπεί η τόση δραστηριότητα της αράχνης, που «παραμονεύει» αδιάκοπα. Εκείνη, εντούτοις, έχει την απαιτούμενη «σοφία» να γνωρίζει πως ό,τι τώρα μοιάζει ανύπαρκτο, δεν σημαίνει πως δεν θα εμφανιστεί στο μέλλον.
Προσωπικά θεωρώ πως η αφοσίωση της αράχνης, που δεν πτοείται μήτε στο ελάχιστο από την πρόσκαιρη απουσία πιθανού θηράματος, συνιστά ένα εξαίρετο παράδειγμα για την αξία της προεργασίας και της προετοιμασίας. Εκείνοι, άλλωστε, που είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι κι έχουν διασφαλίσει τα αναγκαία εφόδια, θα είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να αδράξουν τις μελλοντικές ευκαιρίες.