Μανόλης Αναγνωστάκης «Κάθε πρωί…»
Κάθε πρωί
Καταργούμε τα όνειρα
Χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια
Τα ρούχα μας είναι μια φωλιά από σίδερο
Κάθε πρωί
Χαιρετάμε τους χτεσινούς φίλους
Οι νύχτες μεγαλώνουν σαν αρμόνικες
–Ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ασήμαντες
Απαριθμήσεις
–Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.
Μα πού τελειώνει η μοναξιά;)
Αναγνωστάκης, M. (1976). Τα Ποιήματα, Αθήνα: Πλειάς.
Στο ποίημα «Κάθε πρωί…» ο Μανόλης Αναγνωστάκης αναφέρεται στην οδυνηρή πραγματικότητα της «παράστασης» που οφείλουν να δίνουν καθημερινά οι άνθρωποι προκειμένου να κρύβουν ό,τι τους πονά και να δείχνουν πως όλα στη ζωή τους πηγαίνουν καλά. Μια παράσταση που ξεκινά κάθε πρωί με την προσεκτική απόκρυψη κάθε ίχνους που θα μπορούσε να προδώσει τη θλίψη ή τον καημό τους για όσα δεν μπόρεσαν να ζήσουν.
Κάθε πρωί
Καταργούμε τα όνειρα
Χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια
Κάθε πρωί οι άνθρωποι «καταργούν» τα όνειρά τους για μια διαφορετική -ίσως καλύτερη- ζωή και φροντίζουν να επιλέγουν με προσοχή τα όσα λένε, ώστε τίποτε να μην προδώσει τη βαθιά τους επιθυμία να βρίσκονταν κάπου αλλού ή να ζούσαν κάπως αλλιώς. Δεν θέλουν να γνωρίζει κανείς πόσο πολύ τους τυραννά το όνειρό τους για μια διαφορετική ζωή και πόσο τους πονούν οι πλείστοι συμβιβασμοί που αναγκάστηκαν να κάνουν. Δεν θέλουν να γνωρίζει κανείς πως την καθημερινότητά τους απλώς την υπομένουν και πως αν το μπορούσαν θα άλλαζαν τα πάντα σε αυτή.
Με το α΄ πληθυντικό πρόσωπο ο ποιητής εντάσσει και τον εαυτό του στους ανθρώπους που θεωρούν πως η ζωή τους, όπως διαμορφώθηκε με την πάροδο των χρόνων, απέχει πάρα πολύ από εκείνα που θέλησαν να πετύχουν κι από εκείνα που θα ήθελαν να ζουν. Βιώνει κι ο ίδιος την απογοήτευση που προκαλεί σ’ όλους η επίγνωση πως σχεδόν τίποτε απ’ ό,τι ζουν σήμερα δεν είναι αυτό που είχαν επιθυμήσει άλλοτε. Βιώνει κι αυτός τη σαρωτική επίδραση που ασκούν στη ζωή των ανθρώπων τα διάφορα τυχαία, μα αναπόφευκτα γεγονότα, οι συμβιβασμοί κι οι «χαμένες» ευκαιρίες.
Τα ρούχα μας είναι μια φωλιά από σίδερο
Κάθε πρωί
Χαιρετάμε τους χτεσινούς φίλους
Τα ρούχα που επιλέγουν οι άνθρωποι για να προσδιορίσουν την ταυτότητά τους και πιθανώς να δηλώσουν τον κοινωνικό τους ρόλο, λειτουργούν ως προστατευτική «φωλιά» από σίδερο, αφού περιχαρακώνουν τη θέση του κάθε ατόμου, προσφέροντάς του μια αναγκαία αίσθηση ασφάλειας. Τα ρούχα, άλλωστε, δεν καλύπτουν μόνο το σώμα, κρύβουν επιμελώς και την ψυχή του ατόμου, μη αφήνοντας περιθώρια στους άλλους να αντικρίσουν τις πληγές και τα σημάδια της. Έτσι, κάθε πρωί που ντύνεται ένας άνθρωπος, φορά επί της ουσίας τον «ρόλο» του και γλιτώνει κατ’ αυτό τον τρόπο από την πιθανή αδιακρισία ή το ενδιαφέρον των άλλων να αναρωτηθούν σχετικά με το ποιος είναι ή με το ποιος θα ήθελε να είναι. Κάθε τέτοιο ερώτημα αποφεύγεται, αφού η ενδυμασία του ατόμου φροντίζει να δίνει μια σαφή εικόνα του «ρόλου» και της θέσης του.
Οι άνθρωποι δεν θέλουν να τους τεθεί το ερώτημα αν αυτό που «είναι» ή αν αυτό που κάνουν τους ευχαριστεί, διότι δεν μπορούν να δώσουν μια ειλικρινή απάντηση. Ξέρουν πως το μόνο που έχουν να τους προφυλάσσει από τέτοια ερωτήματα είναι ο ρόλος τους, τον οποίο και φροντίζουν να υποδύονται όσο πιο πειστικά μπορούν. Η όποια πιθανή παραφωνία στην καθημερινή τους «παράσταση» μπορεί να οδηγήσει σε απορίες κι ερωτήματα, κι αυτό θέλουν με κάθε τρόπο να το αποφύγουν.
Κάθε πρωί οι άνθρωποι χαιρετούν τους «χτεσινούς» φίλους, θέλοντας να διατηρήσουν μια εικόνα κανονικότητας στη ζωή τους, έστω κι αν αυτό τους αναγκάζει να κρατούν κρυμμένα τα πραγματικά τους συναισθήματα και τα όσα τους βασανίζουν. Προσέχουμε πως οι φίλοι αυτοί είναι «χτεσινοί», δεν βρίσκονται πολλά χρόνια στη ζωή του ατόμου και, άρα, δεν γνωρίζουν τα νεανικά του όνειρα, το πόσους συμβιβασμούς έχει κάνει και το πόσο δραστικά έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Είναι χτεσινοί, διότι το άτομο δεν μπορεί πια να συνυπάρξει μ’ εκείνους που το γνωρίζουν σε βάθος και μπορούν εύκολα να διαπιστώσουν πως έχει πάψει να είναι ο πραγματικός του εαυτός. Οι παλιοί φίλοι εγκαταλείπονται και παίρνουν τη θέση τους νέοι, που δεν έχουν την πλήρη εικόνα του ατόμου, αφήνοντάς του έτσι το περιθώριο να διαμορφώσει μια καινούρια -έστω και ανειλικρινή- ταυτότητα.
Οι νύχτες μεγαλώνουν σαν αρμόνικες
–Ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
Οι νύχτες του ανθρώπου μεγαλώνουν, εκτείνονται σαν αρμόνικες, για να χωρέσουν τον μηρυκασμό όσων χάθηκαν, όσων τον πονούν. Περνά περισσότερο χρόνο να μιλά για τους έρωτες που τελείωσαν, για τους καημούς της ημέρας, για όσα ειπώθηκαν, καθώς όλο και περισσότερο η ζωή τρέπεται σε μια διαδικασία διαχείρισης και ανασκόπησης καταστάσεων. Το άτομο παύει σταδιακά να απολαμβάνει την άδολη βίωση νέων ευχάριστων εμπειριών και του απομένουν μόνο οι αναμνήσεις όσων πέρασαν κι ο καημός όσων δεν έζησε ποτέ.
(Ασήμαντες
Απαριθμήσεις
–Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.
Μα πού τελειώνει η μοναξιά;)
Στην ουσία, ωστόσο, όπως σχολιάζει το ποιητικό υποκείμενο στους παρενθετικούς στίχους, όλα αυτά δεν είναι τίποτε περισσότερο από απαριθμήσεις χωρίς αξία, από λέξεις που λέγονται για να γεμίσουν οι συζητήσεις με τους άλλους. Ακόμη και στο πλαίσιο αυτών των «εκμυστηρεύσεων» το άτομο αναφέρει μόνο εκείνα που αναμένεται να ακουστούν σε ανάλογες κουβέντες κι αποφεύγει να προχωρήσει βαθύτερα σ’ εκείνα που πραγματικά ταλανίζουν την ψυχή του. Έχουν ακόμη κι αυτές οι φιλικές συζητήσεις το δικό τους τυπικό υλικό, που μοιάζει να αποτελεί ένα άνοιγμα στην προσωπική ζωή του ατόμου, διατηρείται όμως στην επιφάνεια, αφού η αποκάλυψη των πραγματικών ανησυχιών και των πραγματικών φόβων του ατόμου παραμένει μια πολύ προσωπική υπόθεση.
Οι άνθρωποι δεν θέλουν να μιλήσουν ανοιχτά για όσα τους απασχολούν πραγματικά, διότι αισθάνονται -ίσως- πως το να φανερώσουν τις αληθινές τους ανησυχίες θα τους εκθέσει απέναντι στους άλλους, θα τους καταστήσει ευάλωτους και, κυρίως, θα φέρει στο φως τη ζωή εκείνη την «ιδανική» που θα ήθελαν να ζουν, μα δεν το κατάφεραν ποτέ. Έτσι, οι άνθρωποι ακόμη κι όταν έχουν φίλους, συντροφιά ή σύντροφο, παραμένουν απολύτως μόνοι, αφού κρατούν για τον εαυτό τους τις πραγματικές αιτίες της οδύνης τους, τα αληθινά τους όνειρα και τους πραγματικούς τους φόβους. Παραμένουν επίμονα μόνοι, επιτρέποντας στη μοναξιά να τους καταδυναστεύει. Παραμένουν μόνοι, μη θέλοντας να αποκαλύψουν σε κανέναν τον πραγματικό τους εαυτό. Απομένει, κατ’ αυτό τον τρόπο, η μοναξιά μοναδικός και σταθερός τους συνοδοιπόρος.
Μα πού τελειώνει η μοναξιά;
Το καταληκτικό ερώτημα του ποιήματος είναι κατ’ ανάγκη ρητορικό, εφόσον δεν μπορεί να λάβει απάντηση. Ίσως υπάρχει η εντύπωση πως η μοναξιά θα μπορούσε να τελειώσει αν οι άνθρωποι ανοίγονταν περισσότερο ο ένας στον άλλον κι αν ήταν περισσότερο ειλικρινείς σε ό,τι σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ακόμη κι αν «μοιραστούν» τα όσα τους απασχολούν, πάλι μόνοι τους οφείλουν να τα αντιμετωπίσουν. Δεν μπορεί κάποιος άλλος να επωμιστεί το δικό μας φορτίο θλίψεων, απογοητεύσεων και ματαιωμένων ονείρων. Δεν μπορεί κάποιος άλλος να βιώσει στη θέση μας όσα συνθέτουν τον ψυχισμό μας κι όσα μας πικραίνουν. Κάθε ένας από εμάς οφείλει να αντέξει μόνος του το βάρος των τραυμάτων του και της ζωής που δεν κατόρθωσε να ζήσει. Κάθε ένας από εμάς οφείλει να πορευτεί μόνος του σε αυτό που αποτελεί τη δική του, την προσωπική του πορεία στη ζωή.