Διονύσιος Σολωμός «Ο θάνατος της ορφανής»
Πες μου, θυμάσαι, αγάπη μου, εκείνη την παιδούλα,
Οπούχε στα ξανθά μαλλιά νεοθέριστη μυρτούλα;
Οπούχε σαν παρθενικό τραντάφυλλο το στόμα,
Πούχε τα μάτια γαλανά σαν τ’ ουρανού το χρώμα;
Που προς το βράδυ πάντοτε μονάχη επερπατούσε,
Κι είχε κοντά της έν’ αρνί που την ακολουθούσε;
Που καθισμένη εβρίσκαμε στο έρμο περιγιάλι,
Και λυπηρά ετραγούδαε της άνοιξης τα κάλλη;
Αχ! το τραγούδι ακλούθαε, κοιτάζοντας το κύμα
Με τόση λύπη, που έλεγες οπώς εκοίταε μνήμα.
Τη μαύρη! την απάντησα το χάραμα στο δρόμο,
Αλλά την κόρη τέσσεροι την είχανε στον ώμο·
Χυμένα ήταν σ’ όλο της το λείψανο που ευώδα
Γιούλια, μοσκούλες και γαντσιές, τραντάφυλλα και ρόδα.
Σβημένα ήταν τα μάτια της που φέγγαν σαν αστέρια,
Και με κορδέλες κόκκινες δεμένα είχε τα χέρια.
Αχ! κατεβάζοντάς τηνε οι τέσσεροι απ’ το βράχο,
Κανείς δεν την ακλούθαε πάρεξ το αρνί μονάχο,
Και μαραμένα ήτανε τα ανθηρά στολίδια,
Που κάθε αυγή του εμάζωνε και του έπλεκεν η ίδια.
Τ’ αρνί μόνον ακλούθαε, μπε μπε, μπε μπε φωνάζει,
Πάντα μπε μπε, πάντα μπε μπε, και την παιδούλα κράζει.
Με το κουδούνι στο λαιμό εις τους γκρεμούς περπάτει·
Ν τ ι ν ντιν κουδούνιζε κοντά εις το στερνό κρεβάτι.
Ετούτη είναι, κόρη μου, η όμορφη παιδούλα,
Οπούχε στα ξανθά μαλλιά νεοθέριστη μυρτούλα.
(Τα ευρισκόμενα, 1859)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α.1. Να εντάξετε το ποίημα στην παραδοσιακή ή στη μοντέρνα ποίηση.
Το ποίημα εντάσσεται στην παραδοσιακή ποίηση.
α.2. Να εντοπίσετε στο ποίημα δύο (2) χαρακτηριστικά της μορφής του που δικαιολογούν την απάντηση που δώσατε παραπάνω.
- Στο ποίημα υπάρχει ομοιοκαταληξία, και ειδικότερα ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.
- Οι στίχοι του ποιήματος είναι 15σύλλαβοι:
Και / μα / ρα / με / να / ή / τα / νε / τα / αν / θη / ρά / στο / λί / δια,
α.3. Να δείξετε πώς ο τίτλος του ποιήματος συνδέεται με το περιεχόμενό του.
Ο τίτλος του ποιήματος «Ο θάνατος της ορφανής» είναι περιγραφικός, εφόσον αποδίδει κατά τρόπο συνοπτικό το κεντρικό θέμα του ποιήματος. Η νεαρή κοπέλα που αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος πεθαίνει σε πολύ νεαρή ηλικία, και στην κηδεία της δεν υπάρχει κανένας άλλος να τη συνοδεύει πέρα από ένα μικρό αρνί, με το οποίο η κοπέλα περνούσε τις περισσότερες ώρες της. Η απουσία γονιών και συγγενών στον ύστατο αποχαιρετισμό της φανερώνει πως η κοπέλα ήταν ορφανή.
β.1. Το ποίημα ξεκινάει με ερωτηματικές προτάσεις. Να καταγράψετε τέσσερεις (4) απ’ αυτές και να προσδιορίσετε τη λειτουργία τους.
- Πες μου, θυμάσαι, αγάπη μου, εκείνη την παιδούλα,
Οπούχε στα ξανθά μαλλιά νεοθέριστη μυρτούλα;
- Οπούχε σαν παρθενικό τραντάφυλλο το στόμα,
Πούχε τα μάτια γαλανά σαν τ’ ουρανού το χρώμα;
- Που προς το βράδυ πάντοτε μονάχη επερπατούσε,
Κι είχε κοντά της έν’ αρνί που την ακολουθούσε;
- Που καθισμένη εβρίσκαμε στο έρμο περιγιάλι,
Και λυπηρά ετραγούδαε της άνοιξης τα κάλλη;
Το ποιητικό υποκείμενο απευθύνει μια σειρά από ερωτήσεις στην αγαπημένη του, προκειμένου να διαπιστώσει αν εκείνη θυμάται μια μικρή κοπέλα που ζούσε στο νησί τους. Οι ερωτήσεις αυτές, ωστόσο, φαινομενικά μόνο λειτουργούν ως απόπειρες να δοθούν επαρκή στοιχεία, ώστε να θυμηθεί η αγαπημένη του ποιητή σε ποιο κορίτσι αναφέρεται. Στην πραγματικότητα η λειτουργία τους αποσκοπεί στο να παρουσιαστεί στους αναγνώστες κατά τρόπο όσο γίνεται πιο λεπτομερή η εικόνα της νέας κοπέλας, όπως και του ήθους της, προκειμένου να αντιληφθούν πόσο τραγική υπήρξε η απώλειά της. Το τέχνασμα των ερωτημάτων επιτρέπει στον ποιητή να δώσει τα στοιχεία εκείνα που θέλει, χωρίς να βαραίνει το ποίημά του με μια συνεχή περιγραφή, και να διατηρήσει, έτσι, αμείωτο το ενδιαφέρον των αναγνωστών.
Ενδεικτικά, λοιπόν, μέσω του πρώτου ερωτήματος μαθαίνουμε πως το κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος είναι μια πολύ νέα κοπέλα, μια παιδούλα, με ξανθά μαλλιά, στα οποία συνήθιζε να τοποθετεί, ως κοσμητικό στοιχείο, ένα λουλούδι που είχε μόλις κόψει, μια μυρτιά.
Το δεύτερο ερώτημα μας ενημερώνει πως το νεανικό της στόμα έμοιαζε μ’ ένα παρθενικό τριαντάφυλλο που μόλις είχε ανθίσει. Ενώ τα μάτια της ήταν γαλανά κι έμοιαζαν να έχουν το χρώμα του ουρανού.
Το τρίτο ερώτημα μας αποκαλύπτει πως η κοπέλα συνήθιζε τα βράδια να περπατά μονάχη της, έχοντας ως μόνη συντροφιά ένα μικρό αρνί που την ακολουθούσε, όπου εκείνη πήγαινε.
Ενώ, το τέταρτο ερώτημα μας ενημερώνει πως ο ποιητής και η αγαπημένη του, τύχαινε να συναντούν την κοπέλα καθισμένη στο ερημικό περιγιάλι να τραγουδά τις ομορφιές της άνοιξης.
Μέσα, επομένως, από αυτά τα ερωτήματα αντλούμε στοιχεία τόσο για την εμφάνισή της, όσο και για το πώς συνήθιζε να περνά τις μοναχικές της μέρες.
β.2. Οι δύο πρώτοι στίχοι του ποιήματος μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τους δύο τελευταίους. Αφού εντοπίσετε τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, να προσπαθήσετε να ερμηνεύσετε αυτή την επιλογή του ποιητή.
Πες μου, θυμάσαι, αγάπη μου, εκείνη την παιδούλα,
Οπούχε στα ξανθά μαλλιά νεοθέριστη μυρτούλα;
Οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος έχουν τη μορφή ερωτήματος, καθώς ο ποιητής επιχειρεί να διερευνήσει αν η αγαπημένη του θυμάται μια νεαρή κοπέλα που οι δυο τους είχαν δει πολλές φορές στο νησί. Τη ρωτά, λοιπόν, αν θυμάται την κοπέλα που έβαζε στα ξανθά μαλλιά της μια φρεσκοκομμένη μυρτιά.
Ετούτη είναι, κόρη μου, η όμορφη παιδούλα,
Οπούχε στα ξανθά μαλλιά νεοθέριστη μυρτούλα.
Στους δύο καταληκτικούς στίχους, ωστόσο, ο ποιητής δεν ρωτά πια την αγαπημένη του, αν τη θυμάται, διότι, αφού την έχει ήδη ενημερώσει πως η κοπέλα έχει πεθάνει, κι αφού της έχει περιγράψει το πόσο θλιβερή υπήρξε η κηδεία της, μιας και δεν ήταν κανένας εκεί για να συνοδεύσει το μικρό ορφανό κορίτσι, της τονίζει πλέον με δραματικό τρόπο πως αυτή είναι η όμορφη παιδούλα, με το άνθος στα ξανθά μαλλιά∙ μια κοπέλα εντελώς μόνη της σ’ αυτόν τον κόσμο που δεν βρέθηκε κανείς να σταθεί πλάι της έστω την ώρα της κηδείας της.
β.3. Το ποίημα κυριαρχείται από μια ατμόσφαιρα έντονης θλίψης. Να βρείτε και να περιγράψετε δύο από τις εικόνες του ποιήματος που αποδίδουν εντονότερα και παραστατικότερα αυτή τη θλίψη.
Χυμένα ήταν σ’ όλο της το λείψανο που ευώδα
Γιούλια, μοσκούλες και γαντσιές, τραντάφυλλα και ρόδα.
Σβημένα ήταν τα μάτια της που φέγγαν σαν αστέρια,
Και με κορδέλες κόκκινες δεμένα είχε τα χέρια.
Η πρώτη εικόνα παρουσιάζει το πώς ήταν το μικρό κορίτσι μέσα στο φέρετρο. Εικόνα γεμάτη με λουλούδια προκειμένου να μειωθεί κατά κάποιο τρόπο η αίσθηση της οδύνης που προκύπτει από την επίγνωση πως μια τόσο νέα κοπέλα είχε χάσει τη ζωή της. Ιδιαίτερα θλιβερή είναι η αναφορά πως τα μάτια της που κάποτε έφεγγαν σαν αστέρια, τώρα πια ήταν σβησμένα.
Κανείς δεν την ακλούθαε πάρεξ το αρνί μονάχο,
Και μαραμένα ήτανε τα ανθηρά στολίδια,
Που κάθε αυγή του εμάζωνε και του έπλεκεν η ίδια.
Η δεύτερη εικόνα αποδίδει ακόμη πιο έντονα την ατμόσφαιρα της θλίψης, καθώς μας φανερώνει πως στην κηδεία της κοπέλας δεν υπήρχε κανένας δικός της άνθρωπος, ούτε γονείς, ούτε συγγενείς, μα ούτε και φίλοι. Η μόνη συνοδεία της ήταν το μικρό αρνί που τη συντρόφευε άλλοτε στους μοναχικούς της περιπάτους.
Ενώ, συναισθηματικά φορτισμένη είναι και η λεπτομέρεια αυτής της εικόνας, πως τα φτιαγμένα από άνθη λουλούδια που είχε πάνω του το αρνάκι, στολίδια που του τα έπλεκε κάθε πρωί με τα χέρια της η κοπέλα, ήταν πια μαραμένα. Η κοπέλα δεν ήταν πια ζωντανή, για να του φτιάξει νέα στολίδια με φρέσκα λουλούδια.