Μάριος Χάκκας, Η σύσκεψη
Η σύσκεψη συνεχίζονταν…
Ήτανε δύσκολο να καθορίσει το χρόνο της έναρξης, αν είχε αρχίσει εδώ και δέκα λεπτά, πριν δέκα μέρες ή πριν δέκα χρόνια. Ακόμα αμφέβαλε αν υπήρχε κάποια αρχή, ένα συγκεκριμένο σημείο εκκίνησης, αφού ολοένα και περισσότερο ένιωθε πως δεν υπήρχε ένα τέλος.
Η σύσκεψη συνεχίζοταν, ένα ποτάμι χωρίς εκβολές και πηγές. Ο ίδιος δεν ένιωθε σα σταγόνα που ξεκίνησε από την αρχή για να φτάσει στο τέρμα. Είχε την επίμονη αίσθηση ότι βρίσκεται έξω απ’ το ρεύμα, στην άκρη της κοίτης, στο ίδιο πάντα σημείο και βλέπει διαρκώς να κυλάει.
Είχε συναίσθηση ότι παίρνει μέρος στη σύσκεψη μόνο από τη συνέχιση της διαδικασίας με τους εναλλασσόμενους ομιλητές, τις καθιερωμένες χειρονομίες, τον τρόπο που ανοίγαν το στόμα και άρθρωναν τις λέξεις. Πρόσωπα, χέρια, χείλη και λόγια όλα γνωστά, τόσο γνωστά, κυρίως τα λόγια, κουρντισμένα σ’ ένα κραυγαλέο ανυπόφορο τόνο (Κι εγώ με τη στεντόρεια φωνή μου), που δεν είχαν καμιά σχέση με την κοινή ομιλία για το ψωμί και τον έρωτα, για τη ζωή και το θάνατο, κουρντισμένα όλα σε μια σειρά και μια τάξη (κι εγώ με τη σειρά μου...), αυτά τ’ ακατανόητα λόγια που η μνήμη τ’ απόδιωχνε σα φορτίο αβάσταχτο.
Η σύσκεψη συνεχίζονταν, μια πλάκα για χιλιοστή φορά στο πικάπ, μια κόρνα αυτοκινήτου που κόλλησε και που κανένας δεν νοιάζονταν να σταματήσει αυτός ο άχρηστος θόρυβος.
...Ένα λεωφορείο που πήγαινε... Αυτός στριμώχνοντας μπήκε, όταν ξαφνικά η πόρτα έκλεισε κι έπιασε στην άκρη το μανίκι της καμπαρντίνας. Δοκίμασε μαλακά να το τραβήξει και κατάλαβε πως είχε γαντζώσει σε κάποιο καρφάκι. Μπορούσε όμως να περιμένει μέχρι την επόμενη στάση. Θ’ άνοιγε η πόρτα και θα ελευθέρωνε το μανίκι χωρίς αβαρίες. Ήταν υπόθεση ενός, δύο λεπτών το πολύ. Θα το άντεχε; Δυο λεπτά το πολύ υπομονής. Τράβηξε απότομα το χέρι αδιαφορώντας για το οποιοδήποτε σχίσιμο. Δεν μπορούσε να περιμένει, δεν μπορούσε να νιώθει αιχμάλωτος, έστω για λίγο, μιας πόρτας…
Τώρα γιατί παρακολουθούσε αυτή την ατελείωτη σύσκεψη; Γιατί να αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια, μιας πόρτας και μάλιστα ορθάνοιχτης; Βέβαια μπορεί να ’ταν κλειστά τα παράθυρα, βουλωμένες οι χαραμάδες κι οι τρύπες, αλλά η πόρτα έχασκε ορθάνοιχτη. Φαίνοταν από κει που καθόταν φαρδιά, μεγάλη και εύκολη. Θα σηκώνοταν ήσυχα ήσυχα, θα περνούσε απαρατήρητος ανάμεσα απ’ τους ακροατές με τα πεσμένα βλέφαρα και τις ξαναμμένες παλάμες, μια και χρόνια ήταν απών, από τη σύσκεψη, αφού όλοι απουσίαζαν, αφού κανέναν από τους ομιλητές δεν κατανοούσε, θα περνούσε την πόρτα και φορώντας την καπαρντίνα ανεμπόδιστα με την ομπρέλα και το καπέλο στο χέρι, θ’ αναχωρούσε χωρίς χαιρετούρες.
Μπορεί έξω να ήταν καλοκαίρι και να μη χρειαζόταν η ομπρέλα…
Από την ορθάνοιχτη πόρτα φαινόταν ένα κομμάτι μεσημέρι κι ακούγοταν το μονότονο τραγούδι του τζίτζικα. Ο φύλακας κοιμόταν. Κοιμόταν βαθιά στην καρέκλα, με πεσμένα τα βλέφαρα, με σταυρωμένα τα χέρια σα να ’ταν νεκρός, σα να μην υπήρχε δίπλα στην πόρτα. Μπορούσε να κάνει δυο βήματα και να βρεθεί έξω για ένα λεπτό, για μια ώρα, για πάντα ύστερα από είκοσι χρόνια φυλάκιση, αρκεί να δρασκελούσε την πόρτα, αρκεί να τολμούσε, αρκεί να το ήθελε, αρκεί... Χωρίς δισταγμό έστριψε για το αρχιφυλακείο που τον είχαν καλέσει…
Τώρα τον είχε καλέσει ο Πρόεδρος, δίνοντάς του το λόγο να πει κι αυτός τις σκέψεις του, συνεχίζοντας τη σύσκεψη. Δεν μπορούσε να φύγει, δεν έπρεπε να φύγει. Για να συνεχίσει «κι αυτός με τη σειρά του» τη σύσκεψη, άρχισε να μιλάει με τον ίδιο ρυθμό που μίλησαν οι άλλοι, στον ίδιο τόνο φωνής, με τις ίδιες κινήσεις.
Η σύσκεψη συνεχίζοταν…
[Χάκκας 1979: 131-133]
πλάκα του πικάπ: δίσκος μουσικής.
αβαρία: βλάβη, ζημιά, υποχώρηση.
αρχιφυλακείο: ο τόπος που στεγάζεται ο αρχιφύλακας.
Διερευνητικά ερωτήματα:
1. Ποιο βρίσκετε να είναι το κεντρικό ερώτημα / θέμα συζήτησης που θέτει το κείμενο;
Το κείμενο αναδεικνύει τη θεματική του εγκλωβισμού μέσα από την παρουσίαση μιας σύσκεψης που μοιάζει να μην έχει αρχή ή τέλος. Ο ήρωας του κειμένου την παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει πότε ξεκίνησε κι αν ποτέ θα τελειώσει, έχοντας πια κατά νου μόνο το πώς θα μπορέσει να ξεφύγει από την ιδιότυπη αυτή «αιχμαλωσία». Η αίσθησή του ότι δεν μπορεί να φύγει και να ξεφύγει από τη δίχως τέλος αυτή σύσκεψη, μάς παραπέμπει στο συναίσθημα που νιώθουν πολλοί άνθρωποι όταν οι συνεχείς υποχρεώσεις και δεσμεύσεις τους παγιδεύουν σε μια εξοντωτική καθημερινή ρουτίνα. Πρόκειται για ένα συναίσθημα αρκετά οικείο στους περισσότερους ανθρώπους, αφού ο φόρτος από τις εργασιακές και οικογενειακές υποχρεώσεις τείνει να δημιουργεί συχνά παρόμοια «δεσμά», παγιδεύοντάς τους σε μια δυσάρεστη και μονότονη κατάσταση από την οποία αδυνατούν να ξεφύγουν. Όσο κι αν θα επιθυμούσε, για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος οικογενειάρχης να δραπετεύσει από το πυκνό αυτό πλέγμα υποχρεώσεων, δεν μπορεί να το τολμήσει, εφόσον υπάρχουν πολλοί και πολλά που εξαρτώνται από αυτόν και τη συνέπειά του.
2. Υπάρχει κάποιο σημείο της ιστορίας ή του κειμένου που σας προκάλεσε το ενδιαφέρον; Ποιο και γιατί;
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίθεση ανάμεσα στη συμπεριφορά του ήρωα, όταν το μανίκι της καμπαρντίνας του πιάνεται από την πόρτα του λεωφορείου κι ο ίδιος το τραβά, ανυπόμονα, αδιαφορώντας για την όποια ζημιά, αφού όπως σημειώνει ο αφηγητής: «Δεν μπορούσε να περιμένει, δεν μπορούσε να νιώθει αιχμάλωτος, έστω για λίγο, μιας πόρτας…», και στην φαινομενικά αδικαιολόγητη παγίδευσή του στη σύσκεψη, τη στιγμή μάλιστα που εκείνη η πόρτα, η πόρτα της αίθουσας είναι ανοιχτή: «Τώρα γιατί παρακολουθούσε αυτή την ατελείωτη σύσκεψη; Γιατί να αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια, μιας πόρτας και μάλιστα ορθάνοιχτης;». Η τόσο έντονη διαφοροποίηση του ήρωα στις δύο αυτές περιστάσεις φανερώνει πως η παγίδευσή του οφείλεται σε κάτι που πιθανά αδυνατεί ο ίδιος να το ελέγξει με τρόπο άμεσο. Δεν μπορεί αλλιώς να αιτιολογηθεί το γιατί ένας άνθρωπος που δεν αντέχει να νιώθει παγιδευμένος ούτε για δυο λεπτά, παραμένει εγκλωβισμένος για χρόνια σε αυτή τη σύσκεψη.
3. Τι δίνει συμβολικό/αλληγορικό χαρακτήρα στο κείμενο; Ποια είναι δηλαδή η αλληγορία;
Η πρόθεση του συγγραφέα να προσδώσει αλληγορικό χαρακτήρα στο κείμενό του γίνεται εμφανής από το γεγονός ότι αφήνει σκόπιμα ασαφή όσα σχετίζονται με τη «σύσκεψη». Δεν προσδιορίζεται μήτε το πότε ξεκίνησε, μήτε το τι αφορά (αυτά τ’ ακατανόητα λόγια που η μνήμη τ’ απόδιωχνε σα φορτίο αβάσταχτο), μήτε το γιατί ο ήρωας, ενώ η πόρτα του συνεδριακού χώρου είναι ορθάνοιχτη, αδυνατεί να φύγει από εκεί παραμένοντας για χρόνια εγκλωβισμένος. Η ασάφεια αυτή αποσκοπεί, βέβαια, στο να μην περιοριστεί νοηματικά το κείμενο στον συγκεκριμένο εγκλωβισμό που βιώνει ο ήρωας, ώστε ο κάθε αναγνώστης να μπορεί να αναγνωρίσει στην ατελείωτη αυτή σύσκεψη όσα εγκλωβίζουν τον ίδιο στην προσωπική του ζωή. Υπ’ αυτή την έννοια, όταν ο αφηγητής περιγράφει τη δίχως αρχή και τέλος αυτή σύσκεψη, υπονοεί κάθε είδους υποχρέωση ή δέσμευση που καθηλώνει τους ανθρώπους για χρόνια σε μια κατάσταση εγκλωβισμού.
4. Πώς συνδέονται η αλληγορία και το θέμα;
Ο αφηγητής θα μπορούσε να έχει συνδέσει το κείμενο αυστηρά με μια συγκεκριμένη εμπειρία του, περιορίζοντας έτσι δραστικά το νόημά του. Στόχος του, ωστόσο, είναι να διευρύνει το θέμα του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί κάθε αναγνώστης να αναγνωρίσει σε αυτό δικά του ανάλογα βιώματα. Για το λόγο αυτό επιλέγει να δώσει αλληγορική διάσταση στην ιστορία, αφήνοντάς τη ανοιχτή σε ποικίλες ερμηνείες και, άρα, επιδεκτική πολλαπλών αναγνώσεων. Υπ’ αυτή την έννοια ο κάθε αναγνώστης προσλαμβάνει περισσότερο την ευρύτερη θεματική του «εγκλωβισμού» κι όχι συγκεκριμένα την προσωπική εμπειρία του αφηγητή, η οποία σε κυριολεκτικό επίπεδο συνδέεται με τη γραφειοκρατική οργάνωση και τις ιδεοληψίες του Κομμουνιστικού Κόμματος.
5. Πώς κατασκευάζεται η συμβολική διάσταση του κειμένου;
Η απουσία συγκεκριμένων στοιχείων σχετικά με τη σύσκεψη, όπως κι η σκόπιμη ασάφεια σχετικά με τη διάρκειά της, την αποδεσμεύουν από το κυριολεκτικό επίπεδο και της προσδίδουν συμβολικές διαστάσεις. Η δίχως τέλος αυτή σύσκεψη μπορεί κατ’ αυτό τον τρόπο να ιδωθεί ως κάθε πιθανή μορφή εγκλωβισμού στη ζωή των ατόμων. Αντιστοίχως, συμβολική διάσταση λαμβάνουν κι άλλα στοιχεία του κειμένου, όπως είναι για παράδειγμα: τα κλειστά παράθυρα που εμποδίζουν το άτομο να δει το τι συμβαίνει έξω και να έχει μια εικόνα για τις παράλληλες εξελίξεις στον κόσμο γύρω του -ένας ιδεολογικός εγκλωβισμός, λόγου χάρη, δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να λάβει υπόψη του τις απόψεις και το πώς εξελίσσονται οι άλλες ιδεολογικές απόψεις-, κι η ορθάνοιχτη πόρτα που συμβολίζει το δικαίωμα της επιλογής και θέτει συνάμα το ερώτημα σχετικά με την απροθυμία ή την αδυναμία του ατόμου να αποχωρήσει από τη σύσκεψη και κατ’ επέκταση απ’ ό,τι τον εγκλωβίζει. Συμβολικό χαρακτήρα έχει και το επεισόδιο με το λεωφορείο όπου ο ήρωας αρνείται να μείνει αιχμάλωτος της πόρτας, όταν παγιδεύεται το μανίκι του, το οποίο μας φανερώνει την ανάγκη για ελευθερία που χαρακτήριζε μια προγενέστερη περίοδο της ζωής του ατόμου, αλλά και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης την απροθυμία του ατόμου να αισθανθεί πως εγκλωβίζεται από κάτι όταν έχει πια ανακτήσει την ελευθερία του από μια προηγούμενη κατάσταση δέσμευσης (ιδεολογικής ή άλλης).
6. Ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος, αιχμάλωτος. Τι τον αιχμαλωτίζει, ποια είναι η αιχμαλωσία του; Από τι εγκλωβίζεται;
Στο κείμενο «Η σύσκεψη» του Μάριου Χάκκα, η αιχμαλωσία του ατόμου μοιάζει να προκύπτει από μια δίχως αρχή και τέλος σύσκεψη, το περιεχόμενο και ο σκοπός της οποίας δεν μας είναι γνωστά. Η ασάφεια ως προς το είδος της σύσκεψης επιτρέπει στον κάθε αναγνώστη να δώσει μια διαφορετική ερμηνεία στο τι είναι αυτό που αιχμαλωτίζει τον ήρωα και εν γένει τους ανθρώπους. Έτσι, η αιχμαλωσία του ατόμου ενδέχεται να προκύπτει από τις επαγγελματικές του δεσμεύσεις ή από τις οικογενειακές του υποχρεώσεις. Ενδέχεται, από την άλλη, να είναι μια αιχμαλωσία που πηγάζει από ιδεολογικούς περιορισμούς ή από εσωτερικές ψυχικές δεσμεύσεις. Γενικότερα, η αιχμαλωσία μπορεί να είναι αποτέλεσμα οποιουδήποτε παράγοντα δεν επιτρέπει στο άτομο να ρυθμίζει ελεύθερα το χρόνο και τη ζωή του, εμποδίζοντάς το από το να σχεδιάζει και να υλοποιεί σημαντικές αλλαγές στο πώς ζει, αλλά και στο πώς σκέφτεται. Οι δεσμεύσεις, άλλωστε, μιας αιχμαλωσίας ενδέχεται να αφορούν τη δυνατότητά του να αντικρίζει τον κόσμο ελεύθερος από τους περιορισμούς κάποιας ιδεοληψίας ή από τους περιορισμούς κάποιου ψυχικού συμπλέγματος.
7. Πώς δίνεται στο κείμενο αυτός ο εγκλωβισμός;
Ο εγκλωβισμός του ήρωα παρουσιάζεται με ποικίλους τρόπους και κυριαρχεί επί της ουσίας σε όλο το κείμενο, καθώς αποτελεί το κύριο θέμα του. Μια πρώτη σαφής ένδειξη του εγκλωβισμού προκύπτει από την αδυναμία του αφηγητή να προσδιορίσει χρονικά τη διάρκεια της σύσκεψης (αν είχε αρχίσει εδώ και δέκα λεπτά, πριν δέκα μέρες ή πριν δέκα χρόνια… Γιατί να αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια… για πάντα ύστερα από είκοσι χρόνια φυλάκιση…). Εκείνο, βέβαια, που δηλώνεται με σαφήνεια είναι πως ο ήρωας έχει εγκλωβιστεί σε αυτή και αισθάνεται πια πως δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής. Το αίσθημα αυτό παρουσιάζεται ιδιαιτέρως αποτελεσματικά με την παρομοίωσή του με μια σταγόνα που δεν ακολουθεί τη ροή του ποταμού για να φτάσει στο τέρμα του, αλλά παρακολουθεί την αδιάκοπη πορεία του από κάποια άκρη της κοίτης του (Είχε την επίμονη αίσθηση ότι βρίσκεται έξω απ’ το ρεύμα, στην άκρη της κοίτης, στο ίδιο πάντα σημείο και βλέπει διαρκώς να κυλάει). Η σύσκεψη εμφανίζεται έτσι να μην έχει αρχή ή τέλος, όπως ένα ποτάμι που ρέει αδιάκοπα.
Ο αφηγητής, μάλιστα, θέτει ευθέως το ερώτημα αυτό «Γιατί να αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια, μιας πόρτας και μάλιστα ορθάνοιχτης;», δηλώνοντας πως η πόρτα της αίθουσας είναι ορθάνοιχτη και υπονοώντας πως ο ήρωας θα μπορούσε, αν ήθελε, να φύγει. Βρίσκεται, οπότε, εγκλωβισμένος ο ήρωας σε μια αίθουσα, της οποίας είναι «κλειστά τα παράθυρα, βουλωμένες οι χαραμάδες κι οι τρύπες», αλλά η πόρτα είναι ανοιχτή. Η αδυναμία του, άρα, να φύγει προκύπτει από κάποιον εσωτερικό εξαναγκασμό, όπως συμβαίνει και με τους άλλους συμμετέχοντες «με τα πεσμένα βλέφαρα και τις ξαναμμένες παλάμες». Όλοι όσοι βρίσκονται στη σύσκεψη έχουν αφεθεί σε μια παρόμοια παραίτηση από το δικαίωμά τους στην ελευθερία, μένοντας εγκλωβισμένοι σε μια σύσκεψη το περιεχόμενο της οποίας έχουν πάψει να το κατανοούν και να το προσέχουν.
Τη στιγμή, μάλιστα, που ο ήρωας σκέφτεται έντονα το πόσο εύκολο θα του ήταν να αποχωρήσει, τον καλούν να μιλήσει κι ο ίδιος, με αποτέλεσμα να παγιδεύεται εκ νέου, ακολουθώντας κι εκείνος το καθιερωμένο ύφος ομιλίας. Γίνεται τότε κι αυτός ένας από τους κρίκους της δίχως τέλος σύσκεψης, συνεισφέροντας ενεργά στον ίδιο του τον εγκλωβισμό.
8. Ο ήρωας θέλει και μπορεί να ελευθερωθεί; Με ποιον τρόπο προσπαθεί να ελευθερωθεί;
Ο ήρωας έχοντας περάσει ένα μεγάλο διάστημα οικειοθελούς συμμετοχής στη σύσκεψη, τη βιώνει πλέον ως αφόρητη καταπίεση και επιθυμεί να διεκδικήσει εκ νέου την ελευθερία του. Το σκέφτεται διαρκώς και κατανοεί πως θα του είναι πολύ εύκολο να φύγει, εφόσον η πόρτα της αίθουσας είναι ορθάνοιχτη, ο φύλακας κοιμάται κι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες φαίνεται να μη δίνουν πια καμία σημασία στο τι συμβαίνει γύρω τους. Ο ήρωας, άλλωστε, είναι ένα άτομο που δεν αντέχει να αισθάνεται «αιχμάλωτος», όπως αυτό γίνεται αντιληπτό με το περιστατικό του λεωφορείου, όταν τραβά και καταστρέφει το μανίκι της καμπαρντίνας του, γιατί αρνείται να εγκλωβιστεί έστω και για λίγα λεπτά. Ωστόσο, παρά την επιθυμία του να ελευθερωθεί και παρά το γεγονός ότι το να απελευθερωθεί μοιάζει εξαιρετικά εύκολο, ο ήρωας δεν το κατορθώνει τελικά, φανερώνοντας πως ο εγκλωβισμός του είναι πρωτίστως αποτέλεσμα μιας εσωτερικής μορφής δέσμευσης. Εκείνο που τον κρατά εγκλωβισμένο δεν είναι ο φύλακας ή η δυσκολία να βγει από την αίθουσα, είναι η δική του αδυναμία να αποδεσμευτεί από κάτι που αποτέλεσε άλλοτε προσωπική του επιλογή.
Ως εκ τούτου, την τελευταία στιγμή, όταν το έχει σχεδόν αποφασίσει να φύγει και τον καλούν να μιλήσει, αντί να αρνηθεί και να αποχωρήσει από την αίθουσα, δέχεται να συνεχίσει ο ίδιος πια τη σύσκεψη, αποδεικνύοντας πόσο του είναι αδύνατο να απελευθερωθεί από αυτόν τον ψυχολογικό και ιδεολογικό εγκλωβισμό.
9. Αν σας έλεγαν ότι ο συγγραφέας είναι αριστερής ιδεολογίας, πώς θα αντιλαμβανόσασταν την έννοια του εγκλωβισμού;
Επί της ουσίας το κείμενο ασκεί κριτική στις γραφειοκρατικές τακτικές του Κομμουνιστικού Κόμματος και τη διαρκή τάση του να προκαθορίζει και να ελέγχει τις απόψεις και τις σκέψεις των μελών του. Με αλλεπάλληλες συζητήσεις, στο πλαίσιο των οποίων ασκείται προπαγανδιστικού χαρακτήρα ενημέρωση για τις επίσημες θέσεις του κόμματος, τα μέλη καθοδηγούνται λεπτομερώς για την οφειλόμενη στάση τους απέναντι σε κάθε πιθανό ζήτημα. Ο αφηγητής, ωστόσο, σκοπίμως δεν παρουσιάζει τέτοιου είδους στοιχεία για το περιεχόμενο ή τη φύση της σύσκεψης, αφήνοντας το κείμενο ανοιχτό σε ερμηνείες.
Ο ήρωας έχει προσχωρήσει στο Κόμμα με τη δική του θέληση, αλλά καθοδόν κι αφού συνειδητοποιεί τις παρωχημένες και πλήρως δεσμευτικές διαδικασίες του, συνειδητοποιεί πως αυτό πια δεν τον εκφράζει. Ωστόσο είτε επειδή δεν θέλει να φανεί ότι υπαναχωρεί από τις εκφρασμένες ιδεολογικές του απόψεις είτε επειδή δεν βρίσκει κάποια εναλλακτική επιλογή, εγκλωβίζεται σε αυτό και υπομένει τον ιδεοληπτικό τρόπο λειτουργίας του. Ο εγκλωβισμός, άρα, του ήρωα αφορά την αδυναμία του να ξεφύγει από την κομματική γραμμή και να διαμορφώσει ελεύθερα τις δικές του σκέψεις. Παραμένει -χωρίς πια να το θέλει- «υποταγμένος» στην ιδεολογική κυριαρχία του κόμματος και αποδέχεται τις καταπιεστικές τακτικές του.
10. Ένας αναγνώστης του 1972, όταν πρωτοεκδόθηκε το διήγημα, θα έκανε πρωτίστως μια πολιτική ανάγνωση. Ένας σημερινός αναγνώστης θα κάνει μιαν ανάγνωση πιθανότατα περισσότερο συμβολική ή υπαρξιακή. Πώς προκύπτει αυτή η διαφοροποίηση;
Το 1972 η χώρα βρισκόταν ακόμη υπό τη στρατιωτική δικτατορία που είχε ξεκινήσει το 1967 κι έμελλε να ολοκληρωθεί το 1974 ύστερα από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Είχε προηγηθεί ένα διάστημα έντονης πολιτικής αστάθειας, ενώ είχαν μεσολαβήσει ελάχιστες δεκαετίες από την ολοκλήρωση του εμφυλίου πολέμου. Εύλογα, λοιπόν, οι άνθρωποι εκείνης της εποχής αντίκριζαν τα πράγματα υπό πολιτικό πρίσμα, αφού κατανοούσαν πόσο κρίσιμος είναι ο ρόλος της πολιτικής στη ζωή τους.
Στη σύγχρονη εποχή, ωστόσο, με τη χώρα να έχει διανύσει ήδη πάνω από σαράντα χρόνια σταθερού δημοκρατικού βίου, οι πολίτες έχουν πάψει να δίνουν μεγάλη σημασία στην πολιτική κι έχουν στραφεί περισσότερο στις ατομικές πτυχές της ζωής τους. Εφόσον η ελευθερία τους δεν κινδυνεύει κι εφόσον η πολιτική ζωή είναι σταθερή, έχουν τη δυνατότητα να στραφούν σε άλλους τομείς και να διερευνήσουν διαφορετικά ερωτήματα και άλλου είδους αγωνίες.
11. Το κείμενο αρχίζει και τελειώνει με την ίδια φράση. Αυτό το σχήμα του κύκλου, σε συνδυασμό με την επανάληψη μιας άλλης φράσης, σε ποια υπόθεση σας οδηγεί για τους λόγους που κινούν την επιθυμία της φυγής στον ήρωα;
Η αδιάκοπη συνέχιση της σύσκεψης, η διαπίστωση πως έχει ήδη αφιερώσει ένα απροσδιόριστα μεγάλο μέρος της ζωής του σε αυτή, όπως και το γεγονός πως η σύσκεψη κινείται σ’ ένα χωρίς νόημα μονότονο μοτίβο (Πρόσωπα, χέρια, χείλη και λόγια όλα γνωστά, τόσο γνωστά, κυρίως τα λόγια, κουρντισμένα σ’ ένα κραυγαλέο ανυπόφορο τόνο…), δημιουργούν ένα αίσθημα ασφυξίας στον ήρωα. Βρίσκεται εκεί εξαναγκασμένος ν’ ακούει αδιάφορες και ανούσιες ομιλίες που δεν έχουν καμία σχέση με τα κρίσιμα ζητήματα της ζωής, νιώθοντας πως σπαταλά χωρίς λόγο το χρόνο του και πως έχει παγιδευτεί σε μια συζήτηση που δεν αφορά πια κανέναν. Επιθυμεί, επομένως, να φύγει προκειμένου να γνωρίσει τα όσα συμβαίνουν στον έξω κόσμο και να αισθανθεί πως ζει πραγματικά. Ο «άχρηστος θόρυβος» των ομιλιών του είναι πια εντελώς αδιάφορος, ό,τι τον απασχολεί περισσότερο είναι το τι βρίσκεται έξω από την ορθάνοιχτη πόρτα της αίθουσας. Θέλει να δει την αληθινή κοινωνία και να ζήσει κοντά στους πραγματικούς ανθρώπους, μακριά από τους μισοκοιμισμένους συμμετέχοντες αυτής της ανούσιας και ατελείωτης σύσκεψης.
12. Αυτό που περιγράφει το κείμενο μπορεί να συμβεί στη ζωή μας; Είναι συνηθισμένη κατάσταση;
Η κατάσταση εγκλωβισμού σ’ έναν αέναο κύκλο τετριμμένων και συμβατικών υποχρεώσεων αποτελεί οικείο βίωμα για πολλούς ανθρώπους, εφόσον, θέλοντας και μη, οι περισσότεροι -άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο- έχουν δημιουργήσει ανάλογα «δεσμά» στη ζωή τους. Εργασιακές, οικογενειακές και κοινωνικές δεσμεύσεις, σταδιακά, αλλά αναπόφευκτα, συνθέτουν ένα αυστηρό πλαίσιο υποχρεώσεων από το οποίο το άτομο αδυνατεί να διαφύγει. Κατ’ αυτό τον τρόπο το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς του και κατ’ επέκταση της ζωής του, καταλαμβάνεται από υποχρεώσεις -συχνά εντελώς ανούσιες ή βαρετές- που κατατρώνε τη ζωτικότητά του, τη διάθεσή του, καθώς και το χρόνο του, στερώντας του τη δυνατότητα να αναζητήσει νέες ενδιαφέρουσες εμπειρίες έξω από το στενά προσδιορισμένο πρόγραμμά του. Πολύ περισσότερο, βέβαια, εκείνο που μοιάζει να βρίσκεται τελείως έξω από τις δυνατότητες του ατόμου είναι μια εκ βάθρων αλλαγή στη ζωή του, η οποία εκ των πραγμάτων προϋποθέτει τέτοια περιθώρια ελευθερίας που δύσκολα διαθέτουν πια οι περισσότεροι άνθρωποι.