Τόλης Καζαντζής «Η θεία Φερενίκη» (απόσπασμα)
Τις Κυριακές και τις γιορτές, μετά την εκκλησία, ερχόταν σπίτι μας η θεία Φερενίκη και μου μάθαινε, μια σταλιά παιδί, τροπάρια:
Βαρβάραν την αγίαν τιμήσωμεν,
εχθρού γαρ τας παγίδας συνέτριψεν.
Ήτανε συμμαθήτριες με τη γιαγιά μου στο διδασκαλείο. Το χειμώνα καθόντανε οι δυο τους κοντά στη σόμπα κι όσο να ζεσταθεί το μπρούσικο κρασί, πίνανε τον καφέ τους. Ύστερα βάζαν το κρασί ζεστό στα ποτήρια και το σιγοπίνανε βουτώντας πού και πού μια φέτα ψωμί. Μιλούσανε σιγά σιγά η μια στην άλλη, πάντα στην καθαρεύουσα και πάντα στον πληθυντικό. Σαράντα τόσα χρόνια φιλενάδες και πληθυντικό!
Τις γιορτές η θεία Φερενίκη φόραγε το παράσημο. Ήταν ένας χάλκινος σταυρός μ’ ένα ακτινωτό αστέρι στη μέση, που κρεμόταν από μια μπλε κι άσπρη κορδελίτσα. Το είχε πάρει τότε που υπηρετούσε δασκάλα στο Δυρράχιο, απ’ τον ίδιο τον Έλληνα πρόξενο, μεγαλέμπορα του Δυρραχίου, «κατ’ εντολήν του Μεγαλειοτάτου βασιλέως μας Γεωργίου του Πρώτου». Την ίδια κιόλας μέρα, με νωπή τη συγκίνηση στα αμυγδαλωτά της μάτια, βγήκε φωτογραφία με το παράσημο να πετάει απάνω στ’ αφράτο της στήθος. Κι ήταν να μην πιστεύεις στα ίδια σου τα μάτια, βλέποντας αυτή την καχεκτικιά ασπρομάλλα γριούλα, τη θεία Φερενίκη, και να σου λέει με πικρό χαμόγελο πως «ναι, είναι η ίδια στη φωτογραφία», πως είν’ αυτή η καλλονή με τα λοξά σχιστά μάτια που φτάνανε σχεδόν μέχρι τις ρίζες των πυρρόξανθων μαλλιών της, με τα ροδαλά τσιτωμένα μάγουλα, με τον περήφανο κότσο λίγο πιο πάνω απ’ την κορφή και με τον τροφαντό μπούστο, όπου ήταν αδύνατο να κάνει επαφή το παράσημο.
Και πραγματικά. Αν δεν ήταν το παράσημο, ίδιο κι απαράλλαχτο με το πραγματικό, θα ‘ταν αδύνατο να πεις πως είναι η θεία Φερενίκη. Δε θα μπορούσες να εξηγήσεις πώς γίνανε αυτά τα ξεπλυμένα γαλανά ματάκια με τη θολούρα του καταρράχτη, πώς γίνανε δυο γκριζωπές γραμμές εκείνα τα σαρκώδη ηδυπαθή χείλια και προπαντός πώς γούβιασε εκείνο εκεί το στήθος. Μονάχα το παράσημο απόμενε το ίδιο. Το παράσημο, η καθαρεύουσα, ο πληθυντικός, οι αβρές και ήρεμες κινήσεις καθώς σήκωνε το φλιτζάνι του καφέ, καθώς βουτούσε στο κρασί τη φέτα το ψωμί κι οι ευχές στη γιαγιά μου μπαίνοντας στην κάμαρα:
«Επί έτη πολλά να εορτάζωμεν του Ευαγγελισμού, Μαριγώ μου».
Κι η γιαγιά μου:
«Αμήν, Φερενίκη μου, διότι τις οίδεν τι μας επιφυλάσσει το μέλλον».
Η γιαγιά μου ήταν διαφορετικιά. Τουλάχιστον στην εμφάνιση. Δυσκίνητη, γεμάτη υποψίες ασθενειών, είχε βολέψει διαφορετικά τη ζωή της. Είχε παντρευτεί κι είχε κάνει παιδιά κι εγγόνια. Όμως παρόλο που δεν ακούστηκε ποτέ παράπονο απ’ τα χείλια της, βλέπαμε πόσο αταίριαστη ήταν με τον παππού μου. Εκείνος πάλι, κατά βάθος χρυσός άνθρωπος, λαϊκός τύπος με τα όλα του, έβλεπε πως από κάπου του περίσσευε η γιαγιά μου. Αυτό, φαίνεται, τον σκύλιαζε και το ‘ριχνε στην ειρωνεία με κάτι «καλέ άντες» αντί γι’ απάντηση, ή κάτι «η κυρία με τας κιμωλίας» όπως έλεγε τας καμελίας. Μα προπαντός τα ‘χε με τη θεία Φερενίκη. Έφτασε κιόλας να τη συκοφαντεί, πως τάχα είχε ψείρες, πράμα συχνό για κείνη την εποχή, μα αδύνατο να το πιστέψεις για την πεντακάθαρη γριούλα. Άσε πια τις άλλες τις χοντράδες που ‘κανε όταν την έβρισκε στο σπίτι: Βροντούσε ασταμάτητα τις πόρτες, κυκλοφορούσε με τα μακριά του σώβρακα και τη μανικωτή φανέλα του κι έβρισκε γιορτιάτικα να βγάλει στη μέση όλα τα μερεμέτια και τα μαστορικά του, βρίζοντας τα χειρότερα όταν δεν τα πετύχαινε με το πρώτο. Η γιαγιά μου με τη θεία Φερενίκη κάναν πως δεν άκουγαν και συνεχίζανε τα δικά τους, κι ο παππούς μου δώστου χειρότερα, ώσπου η γιαγιά μου αναγκαζόταν να δικαιολογηθεί:
«Κάμνω παν ό,τι αρέσκει εις αυτόν και υποφέρω αγογγύστως παν ό,τι δεν αρέσκει εις εμέ».
Ο παππούς μου, που δεν καταλάβαινε γρυ:
«Ανάθεμα τη ρίζα σου», απαντούσε απέξω· κι η θεία Φερενίκη:
«Παντρευτήκατε όμως, Μαριγώ μου, έχετε τα παιδιά, τα εγγονάκια σας. Ενώ εγώ; Τίποτε. Εάν ζούσεν τουλάχιστον ο Αλἐξανδρος...»
Πάντα αυτός ο Αλέξανδρος. Έτσι σκέτος Αλέξανδρος, χωρίς επώνυμο, χωρίς άλλα στοιχεία, χωρίς τίποτε, πράμα που σιγά σιγά γίνηκε για μας, μικρά παιδιά, σωστό μυστήριο, που δε λέγαμε να το καταπιούμε. Μα όταν ρωτάγαμε τη γιαγιά μας:
«Ο αρραβωνιαστικός της Φερενίκης που σκοτώθηκε σε δυστύχημα», μας απαντούσε αόριστα.
[…]
Η παρέλαση-η ενηλικίωση, Νεφέλη, 1995.
μπρούσικο: είδος κρασιού
ηδυπαθή: που εξέπεμπαν ερωτισμό
αβρές: απαλές
τις οίδεν: ποιος ξέρει
αγογγύστως: χωρίς να δυσανασχετώ
γρυ: τίποτα
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α1. Να αναφέρετε τα πρόσωπα της ιστορίας.
Πρωταγωνιστικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η «θεία» Φερενίκη, που αποκαλείται έτσι από τον αφηγητή, όχι γιατί υπάρχει κάποια συγγενική σχέση μεταξύ τους, αλλά επειδή η ηλικιωμένη αυτή δασκάλα είναι φίλη της γιαγιάς του για πάνω από σαράντα χρόνια.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει, επίσης, η γιαγιά του αφηγητή, η Μαριγώ, η οποία, αν και είχε σπουδάσει στο διδασκαλείο της εποχής, είχε παντρευτεί έναν καλόψυχο μεν, αλλά λαϊκό άνθρωπο, ο οποίος ένιωθε διαρκώς πως υστερεί σε σχέση με τη γυναίκα του κι αυτό τον ωθούσε να την αντιμετωπίζει με ειρωνικό τρόπο και να μην της δείχνει τον οφειλόμενο σεβασμό.
Σε δεύτερο επίπεδο κινούνται ο αφηγητής και τα αδέρφια του, που ως εγγόνια της Μαριγώς, γίνονται μάρτυρες τόσο των επισκέψεων της θείας Φερενίκης, όσο και της συμπεριφοράς του παππού τους. Ενώ, στο τέλος του κειμένου γίνεται μνεία και στον αρραβωνιαστικό της θείας Φερενίκης, τον Αλέξανδρο, που σκοτώθηκε σε δυστύχημα προτού παντρευτούν.
α2. Να επισημάνετε στο κείμενο στοιχεία σχετικά με το πρόσωπο του αφηγητή της ιστορίας.
«Τις Κυριακές και τις γιορτές, μετά την εκκλησία, ερχόταν σπίτι μας η θεία Φερενίκη και μου μάθαινε, μια σταλιά παιδί, τροπάρια...»
«Ήτανε συμμαθήτριες με τη γιαγιά μου στο διδασκαλείο.»
«Έτσι σκέτος Αλέξανδρος, χωρίς επώνυμο, χωρίς άλλα στοιχεία, χωρίς τίποτε, πράμα που σιγά σιγά γίνηκε για μας, μικρά παιδιά, σωστό μυστήριο, που δε λέγαμε να το καταπιούμε...»
Ο αφηγητής αναφέρεται σε γεγονότα και πρόσωπα της παιδικής του ηλικίας, όπως τα έζησε στο πατρικό του σπίτι (ερχόταν σπίτι μας), όπου διέμεναν κι ο παππούς κι η γιαγιά του. Φροντίζει, μάλιστα, να εντάσσει τον εαυτό του σ’ ένα σύνολο παιδιών «για μας, μικρά παιδιά...», που προφανώς είναι τα αδέλφια του. Η παρουσία του στην ιστορία είναι αρκετά διακριτική, εφόσον ο ίδιος δεν πρωταγωνιστεί σε όσα περιγράφει. Στην πραγματικότητα πρόκειται για καταστάσεις που τις βιώνει περισσότερο ως απλός παρατηρητής, κι έρχεται στο προσκήνιο ελάχιστες φορές, όπως, για παράδειγμα, στην αρχή του κειμένου όπου δηλώνει πως η θεία Φερενίκη του μάθαινε, αν και ήταν πολύ μικρός ακόμη, τροπάρια.
Ο αφηγητής παρακολουθεί με θαυμασμό τις συνομιλίες της γιαγιάς του Μαριγώς, με τη θεία Φερενίκη, καθώς διαπιστώνει πως αν και ήταν φίλες για περισσότερο από σαράντα χρόνια μιλούσαν η μία στην άλλη στον πληθυντικό, και, μάλιστα, στην καθαρεύουσα. Του κάνει εντύπωση η ευγένεια στις κινήσεις και στους τρόπους γενικότερα της θείας Φερενίκης, κι είναι εμφανής η συμπάθεια που της έχει, κάτι που γίνεται κυρίως εμφανές στην προσπάθειά του να τη δικαιολογήσει απέναντι στις συκοφαντίες του παππού του εις βάρος της.
Ο αφηγητής, αν και έζησε τα γεγονότα αυτά όταν ήταν ακόμη μικρό παιδί, φανερώνει ιδιαίτερη οξυδέρκεια στο πώς αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει την αρνητική στάση του παππού του τόσο απέναντι στη σύζυγό του, τη Μαριγώ, όσο και απέναντι στη φίλη της, τη θεία Φερενίκη.
α3. «Τις γιορτές… το παράσημο.». Να αναγνωρίσετε στο απόσπασμα τα δυο (2) επίπεδα χρόνου. Να αναφέρετε από δύο φράσεις που χαρακτηρίζουν κάθε ένα επίπεδο.
«Τις γιορτές η θεία Φερενίκη φόραγε το παράσημο. Ήταν ένας χάλκινος σταυρός μ’ ένα ακτινωτό αστέρι στη μέση, που κρεμόταν από μια μπλε κι άσπρη κορδελίτσα. Το είχε πάρει τότε που υπηρετούσε δασκάλα στο Δυρράχιο, απ’ τον ίδιο τον Έλληνα πρόξενο, μεγαλέμπορα του Δυρραχίου, «κατ’ εντολήν του Μεγαλειοτάτου βασιλέως μας Γεωργίου του Πρώτου». Την ίδια κιόλας μέρα, με νωπή τη συγκίνηση στα αμυγδαλωτά της μάτια, βγήκε φωτογραφία με το παράσημο να πετάει απάνω στ’ αφράτο της στήθος. Κι ήταν να μην πιστεύεις στα ίδια σου τα μάτια, βλέποντας αυτή την καχεκτικιά ασπρομάλλα γριούλα, τη θεία Φερενίκη, και να σου λέει με πικρό χαμόγελο πως «ναι, είναι η ίδια στη φωτογραφία», πως είν’ αυτή η καλλονή με τα λοξά σχιστά μάτια που φτάνανε σχεδόν μέχρι τις ρίζες των πυρρόξανθων μαλλιών της, με τα ροδαλά τσιτωμένα μάγουλα, με τον περήφανο κότσο λίγο πιο πάνω απ’ την κορφή και με τον τροφαντό μπούστο, όπου ήταν αδύνατο να κάνει επαφή το παράσημο.»
Το απόσπασμα κινείται σε δύο επίπεδα χρόνου: α) στο παρόν της αφήγησης, δηλαδή στα χρόνια κατά τα οποία ο αφηγητής ήταν μικρό παιδί, και β) στο παρελθόν, στην εποχή δηλαδή κατά την οποία η θεία Φερενίκη ήταν νεαρή δασκάλα στο Δυρράχιο και της απονεμήθηκε, κατ’ εντολή του βασιλιά Γεωργίου Α΄, παράσημο για τις υπηρεσίες της.
Παρόν της αφήγησης:
- Τις γιορτές η θεία Φερενίκη φόραγε το παράσημο. Ήταν ένας χάλκινος σταυρός μ’ ένα ακτινωτό αστέρι στη μέση, που κρεμόταν από μια μπλε κι άσπρη κορδελίτσα.
- Κι ήταν να μην πιστεύεις στα ίδια σου τα μάτια, βλέποντας αυτή την καχεκτικιά ασπρομάλλα γριούλα, τη θεία Φερενίκη, και να σου λέει με πικρό χαμόγελο πως «ναι, είναι η ίδια στη φωτογραφία».
Παρελθόν:
- Την ίδια κιόλας μέρα, με νωπή τη συγκίνηση στα αμυγδαλωτά της μάτια, βγήκε φωτογραφία με το παράσημο να πετάει απάνω στ’ αφράτο της στήθος.
- η καλλονή με τα λοξά σχιστά μάτια που φτάνανε σχεδόν μέχρι τις ρίζες των πυρρόξανθων μαλλιών της, με τα ροδαλά τσιτωμένα μάγουλα, με τον περήφανο κότσο λίγο πιο πάνω απ’ την κορφή και με τον τροφαντό μπούστο, όπου ήταν αδύνατο να κάνει επαφή το παράσημο.
β1. Να περιγράψετε σε μια παράγραφο τη σχέση ανάμεσα στη γιαγιά και στον παππού του αφηγητή.
Παρά το γεγονός ότι ο παππούς του αφηγητή ήταν κατά βάθος καλός άνθρωπος, δεν μπορούσε ωστόσο να αποδεχτεί πως η σύζυγός του είχε υψηλότερο πνευματικό επίπεδο από εκείνον και πως ήταν σαφώς πιο εκλεπτυσμένη στους τρόπους και στη συμπεριφορά της, με αποτέλεσμα να την ειρωνεύεται συνεχώς και να επιχειρεί να την εκθέτει με τις πράξεις του στη φίλη της, τη θεία Φερενίκη. Κατά τρόπο εντελώς ανώριμο ο παππούς κατέφευγε σε συκοφαντίες εις βάρος της ηλικιωμένης δασκάλας ή φρόντιζε να κάνει κάθε είδους φασαρία τις μέρες που εκείνη βρισκόταν στο σπίτι τους, προκειμένου να της δείξει πως είναι ανεπιθύμητη. Του ήταν δύσκολο να δεχτεί την πολύχρονη φιλία των δύο γυναικών, μιας και αποτελούσε μια διαρκή υπόμνηση της πνευματικής ανωτερότητας της συζύγου του, που είχε φοιτήσει στο διδασκαλείο. Από την άλλη, πάντως, η γιαγιά φρόντιζε να κάνει πάντοτε ό,τι άρεσε στο σύζυγό της και να ανέχεται χωρίς διαμαρτυρίες ό,τι ενοχλούσε την ίδια ή ό,τι δεν της ήταν αρεστό, μόνο και μόνο για να διατηρεί, όσο ήταν αυτό εφικτό, τη γαλήνη στη μεταξύ τους σχέση.
β2. «Κάμνω παν ό,τι αρέσκει εις αυτόν και υποφέρω αγογγύστως παν ό,τι δεν αρέσκει εις εμέ». Να σχολιάσετε τη φράση της γιαγιάς κάνοντας αναφορά στις αντιλήψεις της για το ρόλο της γυναίκας.
Η γιαγιά του αφηγητή προκειμένου να αποφεύγει τις εντάσεις στο γάμο της, φροντίζει αφενός να κάνει ό,τι είναι αρεστό στον άντρα της και αφετέρου να υπομένει αδιαμαρτύρητα ό,τι δεν αρέσει στην ίδια. Πρόκειται για μια σαφή ένδειξη πως αναγνωρίζει στο σύζυγό της περισσότερα δικαιώματα απ’ ό,τι στον εαυτό της, με τη λογική, ίσως, πως εκείνος ως άντρας έχει πρωτεύοντα ρόλο. Ακολουθεί, άρα, παλαιότερες αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες η γυναίκα όφειλε να υποτάσσεται στη θέληση του συζύγου της και να συμμορφώνεται με τις δικές του επιθυμίες, μιας και ο άντρας είχε κυρίαρχο ρόλο στην οικογένεια και στο σπίτι.
Η γιαγιά του αφηγητή θα μπορούσε, πιθανώς, να διεκδικήσει από τον άντρα της το δικαίωμα να γίνονται σεβαστές κι οι δικές της επιθυμίες, ώστε να μην είναι διαρκώς αναγκασμένη να υπομένει τις δικές του προτιμήσεις και να ανέχεται κάθε δική του ιδιοτροπία, μα κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με τις συνήθειες της εποχής και θα προκαλούσε έντονη δυσαρέσκεια στο σύζυγό της. Προτιμά, λοιπόν, να καταπιέζει τον εαυτό της, με τη σκέψη και την ελπίδα πως έτσι θα υπάρχουν όσο γίνεται λιγότερες αφορμές συγκρούσεων και διαφωνιών μεταξύ τους.