Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα ακόλουθα κείμενα, να αναφέρετε: α) τα αίτια του κινήματος στο Γουδί, β) τα αιτήματά του, γ) τα μειονεκτήματα και δ) τα αποτελέσματά του.
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Και είναι αξιωσημείωτον ότι κίνημα ένοπλον, επιβληθέν από της πρώτης στιγμής, διετήρησε πάσαν εφικτήν εις την φύσιν αυτού νομιμότητα, σεβασθέν τους θεμελιώδεις θεσμούς, αναδειχθέν μάλιστα ανυπόκριτος υπερασπιστής αυτών και λήξαν δια της πληρώσεως του σκοπού εις τον οποίον απέβλεπεν. Εάν δε δεν επετέλεσε μέγα τι, προήγαγεν εις οδόν βεβαιοτέραν από τας ψευδείς υποσχέσεις τον πανελλήνιον πόθον περί οργανώσεως των κατά ξηράν και θάλασσαν δυνάμεων της Ελλάδος και παρέχει εν αδιαφιλονίκητον συμπέρασμα, ότι ουδεμία αβελτηρία, διαφθορά ή κακή πίστις, θα δυνηθώσι ν’ αναστείλωσι την πραγματοποίησιν του έντιμου τούτου προγράμματος. Και ο ελληνικός λαός το υπεδέχθη τουσούτον ενθουσιωδώς, ώστε το ανεγνώρισεν ως γνησίαν εκπροσώπησιν των βουλευμάτων αυτού, εναντίον της παραποιήσεως και της διαστροφής. Τι είνε η Βουλή; Αντιπροσωπεία του Έθνους. Και τι η κυβέρνησις; Επιτροπή της Βουλής διοικούσα. Και όμως οι υπηρέται ούτοι της κοινής θελήσεως, καθίστανται ανεξέλεγκτοι αυθένται. Το Έθνος λοιπόν ανέκτησεν απέναντι όλων τούτων τα δικαιώματά του. Δεν αρκεί να λέγη μία κυβέρνησις ότι έχει εν πρόγραμμα. Οφείλει και να το πραγματοποιή. Μετά μίαν δε σειράν κυβερνήσεων, αίτινες πάσαι ομοφώνως υπεσχέθησαν την οργάνωσιν στρατού και πάσαι ομοιομόρφως παρέβησαν την υπόσχεσίν των, το Έθνος έπρεπε να λάβη εγγυήσεις.
Ημερήσια Εθνική Εφημερίς «Εμπρός», Δευτέρα 17 Αυγούστου 1909
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Τη νύχτα της 14ης προς τη 15η Αυγούστου 1909 συγκεντρώθηκαν στους πρόποδες του Υμηττού, στους στρατώνες του Γουδί, 250 αξιωματικοί και 2.000 περίπου οπλίτες, κατά τον Αλ. Μαζαράκη, ή 449 αξιωματικοί και 2.546 οπλίτες, κατά τον Ασπρέα, καθώς και μερικοί χωροφύλακες και πολίτες και διακήρυξαν, χωρίς ιδιαίτερη μαχητικότητα, την αντίθεσή τους προς την κυβέρνηση, υποστηρίζοντας το πρόγραμμα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», που τους είχε καλέσει να συμπαρασταθούν στους στόχους τους.
Το πρόγραμμα αυτό, διατυπωμένο σε ήπιο τόνο για «επαναστατική» προκήρυξη, εξέφραζε γενικές ευχές για τη βελτίωση των ενόπλων δυνάμεων, της διοικήσεως και της παιδείας, καθώς και την κατάργηση «της απαίσιας συναλλαγής» - ευχές που ασφαλώς έβρισκαν σύμφωνο το σύνολο των Ελλήνων. Απαριθμούσε επίσης με σαφήνεια ποιες ριζοσπαστικές ενέργειες δεν επρόκειτο να επιχειρηθούν από το «Σύνδεσμο»: 1) Την κατάργηση της δυναστείας ή την αντικατάσταση του βασιλιά, 2) την εγκαθίδρυση στρατοκρατίας ή την αλλαγή του συντάγματος, 3) την κατάργηση της κυβερνήσεως, 4) την αύξηση ή την απομάκρυνση στελεχών του στρατού ή του ναυτικού. ...
Το κίνημα έγινε δεκτό από την πλειοψηφία του παγκόσμιου τύπου με αρνητικά σχόλια. Το αποκαλούσαν κακή απομίμηση των Νεοτούρκων, με λίγες ελπίδες επιτυχίας, και τόνιζαν τους κινδύνους που θα προέκυπταν από μια εκθρόνιση ή παραίτηση του Γεωργίου. Είναι φανερό ότι η ανησυχία αυτή, υπερβολική όπως αποδείχτηκε από τα κατοπινά γεγονότα, οφειλόταν μάλλον στο φόβο των εκπροσώπων του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου ότι η Ελλάδα δε θα ήταν πια σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές και ότι αποχώρηση του βασιλιά θα σήμαινε την απώλεια της σημαντικότερης εγγυήσεως σταθερότητας. ...
Το λαϊκό συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου οργανώθηκε σκόπιμα από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο σε συνεννόηση με τους συλλόγους και τις συντεχνίες που έλαβαν μέρος, εν όψει της επαναλήψεως των τακτικών εργασιών της βουλής. ...
Παρά τη φαινομενική του επιτυχία ο Σύνδεσμος αντιμετώπιζε το Νοέμβριο μεγάλα προβλήματα. Μολονότι οι στρατιωτικοί έρεπαν σε αυταρχικότερη τακτική, η διατήρηση του κοινοβουλευτισμού τους ανάγκαζε να καλλιεργούν τα λαϊκά τους ερείσματα και τις σχέσεις τους με τις διάφορες ομάδες που αντιπροσώπευαν οργανωμένα συμφέροντα. Έτσι με επέμβαση των συντεχνιών ματαιώθηκε η επιψήφιση νομοσχεδίου για την επιβολή αυστηρών κυρώσεων σε απεργούς. Ματαιώθηκαν επίσης περικοπές στον προϋπολογισμό για την παιδεία μετά από διαμαρτυρίες φοιτητών και καθηγητών. Η φορολογία της ελαιοπαραγωγής και του οινοπνεύματος εξάλλου προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους παραγωγούς και τους εμπόρους και έβαλε το Σύνδεσμο σε δύσκολη θέση. Η συντεχνία των εμπόρων οινοπνεύματος είχε υποστηρίξει με ενθουσιασμό το κίνημα στο συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου και φρόντιζε ώστε οι αξιωματικοί να μην ξεχνούν την υποχρέωσή τους. Η μεγαλύτερη όμως κατακραυγή προήλθε από τους δημόσιους υπαλλήλους, που ο Σύνδεσμος ήθελε να απολύσει, στην προσπάθειά του να εξυγιάνει την κρατική μηχανή και να εξοικονομήσει πόρους για την εφαρμογή του προγράμματός του.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ΄, Εκδοτική Αθηνών
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Τα μεσάνυχτα της 14ης προς την 15η Αυγούστου, αξιωματικοί μόνοι ή καθ’ ομάδας, πεζή, έφιπποι, με αμάξια, συνέρρεαν από διάφορα σημεία των Αθηνών προς την λεωφόρον Κηφισιάς. Πολλοί εστάθμευαν εις τα παραπήγματα των δύο πεζικών συνταγμάτων. Οι περισσότεροι εσυνέχιζαν τον δρόμο των εις το Γουδί. Ήσαν όλοι κατώτεροι από τον βαθμόν του ανθυπολοχαγού έως του λοχαγού, εξ εκείνων οι οποίοι υπέφεραν την καταισχύνην του ενενήντα επτά και ελησμονήθησαν έπειτα εις μελαγχολικάς φρουράς μεταξύ Άρτας και Ναυπλίου. Κανείς των δεν ήτο γνωστός, κανείς των δεν έφερεν ιστορικόν όνομα, κανείς των σχεδόν δεν εσύχναζε τας κοσμικάς αιθούσας της πρωτευούσης. Εγνώριζαν όμως τας πεδιάδας της Θεσσαλίας και τα μακεδονικά βουνά, ευρίσκοντο εις αδιάκοπον επικοινωνίαν με τους κληρωτούς, με τον λαόν δηλαδή της μικροπολιτείας και του χωραφιού, είχαν αισθανθή βαθύτατα την σιωπηλήν οργήν του πλήθους εναντίον ασυνειδήτου ολιγαρχίας, ήτις εστήριζε το γόνατό της επάνω εις το στήθος της πατρίδος. Επί δώδεκα χρόνια, μετά την φυγήν της Λαρίσης, ήκουαν υποσχέσεις υπουργών, ύβρεις πριγκήπων, κούφους βεβαιώσεις δια τούτο ή το άλλο.
Δώδεκα πικρούς χρόνους, έζησαν περιφρονημένοι εις απόμερες επαρχίες, με πέντε-δέκα δραχμάς την ημέραν, δια να συντάξουν το ένοπλον έθνος. Έγιναν και αντάρται εις τα τέλματα της Φλώρινας, εις της καλαμιές του Βαρδάρη, εις της χαράδρες του Ολύμπου δια να σταματήσουν την κάθοδον του Βουλγάρου προς τον Αλιάκμονα. Όλαι αι προσπάθειαι, αι εγκαρτερήσεις, αι πικρίαι απέληγαν με την θρασείαν απειλήν του Νεοτούρκου: «Όποτε θέλω, παίρνω τον καφέ μου στην Αθήνα!».
Οι λοχαγοί ενόησαν ότι ήλθεν η ώρα των. Αι μάζαι εστέναζαν και αγανακτούσαν. ...
Αλλά και το θετικόν έργον του συνδέσμου είναι σημαντικόν:
1) Έθεσε τας βάσεις της οικονομικής εξυγιάνσεως του τόπου.
2) Επέτυχεν ανεξαρτησίαν της δικαιοσύνης και διοικήσεως.
3) Εγύμνασε 40.000 απαλλαγέντων, συνεπλήρωσε την στρατιωτικήν προπαρασκευήν, ηγόρασε το θωρηκτόν καταδρομικόν «Γ. Αβέρωφ», το κυριότερο όλων: Έθεσε την βάσιν της «εθνικής πανστρατιάς».
Γεώργιος Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920 Τόμος Α΄, Πυρσός (1931)
ΚΕΙΜΕΝΟ Δ
Η απερίσκεπτη, υπεροπτική, αγέρωχος και ταπεινωτική στάση των νεοτούρκων απέναντί της ξύπνησε το φιλότιμο και την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού και ξέσπασε σε κίνημα υπό την διεύθυνση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» (1909).
Εδώ όμως φάνηκε όλη η αμάθεια, η αοριστία, το αψυχολόγητο και η ανεπάρκεια και του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» και του λαού για να καθωρίση τις αιτίες και τις ανάγκες του κινήματος. Δεν ήξευραν κυριολεκτικώς γιατί σηκώθηκαν. Είδαν κάποιο να τους πνίγη και φωνάξανε. Τον αληθινό όμως εχθρό δεν τον διέκριναν.
Είναι πολύ χαρακτηριστική για ένα κοινωνιολόγο η διαγωγή του Συνδέσμου και το υπόμνημα που απηύθηνε στο λαό. Σαυτό έλεγε περίπου τα εξής: «Δεν επιδιώκει την κατάργησιν της δυναστείας ή την αντικατάστασιν του Βασιλέως, ούτε επιθυμεί να θίξη το Συνταγματικόν Πολίτευμα, ζητεί μόνον την συγκρότησιν αξιομάχου στρατού και στόλου και την απομάκρυνσιν των πριγκήπων από της ενεργού υπηρεσίας εν των στρατώ και ναυτικώ. Επίσης οι υπουργοί των δύο πολεμικών υπουργείων να είναι ανώτεροι αξιωματικοί. Εκτός τούτου πρέπει να γίνη «ανόρθωσις των υπηρεσιών» και να προαχθή η θρησκεία, η εκπαίδευσις, τα οικονομικά και η διοίκησις». Ας αναλύσωμε λιγάκι το πρόγραμμα αυτό για να δούμε την πραγματική ουσία του.
Ο Σύνδεσμος λοιπόν δεν ήθελε να πειράξη ούτε το πολίτευμα ούτε τη δυναστεία. Χαρακτηριστικό αυτό, γιατί αιστανότανε ότι πράγματι δεν φταίνε αυτά και ότι αν τα πειράξη θα χειροτερέψη πολύ την κατάσταση, γιατί δεν θα ήξερε με τι να τα αντικαταστήση. Σαυτό το σημείο φάνηκε λοιπόν φρόνιμος και το ένστικτο τον ωδήγησε καλά.
Το ότι ζήτησε δυνατό στρατό και στόλο, αυτό βέβαια ήταν λογικό και το πιο αναγκαίο για την στιγμή εκείνη. Πρωτοτυπία όμως σαυτό δεν υπήρχε καμιά, γιατί στρατό και στόλο θεωρητικώς ζητούσε όλος ο κόσμος δεκάδες χρόνια. Στην πραγματοποίηση μόνον πέφτανε όλοι έξω, γιατί δεν είχαν τα απαιτούμενα στοιχεία υπομονής, εργατικότητος, πειθαρχίας και επιβολής για ένα τέτοιο εκτάκτως δύσκολο διοργανωτικό έργο.
Τα άλλα αιτήματά τους: «ανόρθωσις των υπηρεσιών», «προαγωγή της θρησκείας, της εκπαιδεύσεως, των οικονομικών και εν γένει της διοικήσεως» έτσι αόριστα λεγμένα ήσαν γενικές φράσεις, χωρίς καμία πρακτική σημασία και ελέγοντο προηγουμένως καθημερινώς από όλον τον κόσμον, χωρίς να υποδειχθή ο τρόπος της διορθώσεως.
Σε κανενός το κεφάλι δεν παιρνούσε η ιδέα ότι πρέπει να γίνουν βαθύτερες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που να θίγουν αυτές τις βάσεις της εθνικής μας ζωής!
Γεώργιος Σκληρός «Τα προβλήματα του ελληνισμού», Έκδοση του συγγραφέως με την επιμέλεια των «Γραμμάτων», Αλεξάνδρεια, 1919
Το 1909 συντελείται μια τομή στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας γενικότερα, και των πολιτικών κομμάτων ειδικότερα. Στις 15 Αυγούστου 1909 εκδηλώθηκε κίνημα στο Γουδί, το οποίο έγινε από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, μια μυστική ένωση στρατιωτικών, με αιτήματα που αφορούσαν μεταρρυθμίσεις στο στρατό, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και τη δημοσιονομική πολιτική.
Το κίνημα στο Γουδί, όπως προκύπτει από το άρθρο της εφημερίδας «Εμπρός», που δημοσιεύτηκε δύο μόλις μέρες μετά την πραγματοποίησή του -πρωτογενής πηγή-, αποτέλεσε αντίδραση στην αδυναμία της τότε κυβέρνησης -καθώς και των αμέσως προηγούμενων- να οργανώσει τον στρατό, παρά τις σχετικές υποσχέσεις. Τα μέλη της κυβέρνησης, αν και θα έπρεπε να λειτουργούν ως αντιπρόσωποι του Έθνους, όπως επισημαίνεται στο άρθρο, είχαν καταστεί ανεξέλεγκτοι αφέντες, γεγονός που είχε επιτείνει τη δυσφορία των πολιτών. Σύμφωνα, άλλωστε, με τις πληροφορίες που καταγράφει ο Γεώργιος Βεντήρης (Κείμενο Γ), οι αξιωματικοί του Κινήματος, έχοντας υπηρετήσει σε διάφορες επαρχιακές περιοχές της χώρας, είχαν νιώσει βαθύτατα την σιωπηλή οργή του πλήθους απέναντι στην ασυνείδητη ολιγαρχία που διοικούσε τον τόπο. Ακόμη περισσότερο, οι ίδιοι αυτοί αξιωματικοί είχαν εμπλακεί σε αντάρτικης φύσης συγκρούσεις με τους Βούλγαρους, οι οποίοι ήθελαν να εδραιωθούν στην περιοχή της Μακεδονίας, προκαλώντας εύλογες ανησυχίες για το μέλλον των ακόμη αλύτρωτων αυτών ελληνικών εδαφών. Ενώ, οι θρασύτατες απειλές των Νεότουρκων, που αμφισβητούσαν ευθέως τη δυνατότητα των Ελλήνων να υπερασπιστούν τη χώρα τους, γεννούσαν αγωνία και αγανάκτηση στους αξιωματικούς του Κινήματος που πάσχιζαν μέσα σε πλήθος στερήσεων να διασφαλίσουν την ακεραιότητα της χώρας. Την καταλυτική επίδραση που άσκησε η υπεροψία των Νεότουρκων στο ξέσπασμα του Κινήματος, επισημαίνει και ο Γεώργιος Σκληρός (Κείμενο Δ).
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν εγκαθίδρυσε δικτατορία, αλλά προώθησε τα αιτήματά του μέσω της Βουλής. Με αφορμή το κίνημα, έγινε στις 14 Σεπτεμβρίου μεγάλη διαδήλωση των επαγγελματικών σωματείων της πρωτεύουσας. Οι διαδηλωτές υποστήριξαν το διάβημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου και υπέβαλαν ψήφισμα στο παλάτι με το οποίο ζητούσαν την επίλυση σειράς οικονομικών αιτημάτων.
Τα αιτήματα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», που είχε οργανώσει το κίνημα στο Γουδί, σχετίζονταν πρωτίστως με τη βελτίωση των ενόπλων δυνάμεων, της διοίκησης και της παιδείας, καθώς και την απαλλαγή της χώρας από τη διαφθορά, όπως προκύπτει από το Κείμενο Β (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους). Ενώ, ειδικότερα αιτήματα, όπως αυτά καταγράφονται από τον Γεώργιο Σκληρό (Κείμενο Δ), αφορούσαν την απομάκρυνση των πριγκήπων από την ενεργή υπηρεσία στο στρατό και στο ναυτικό, την επιλογή των υπουργών για τα δύο πολεμικά υπουργεία από τις τάξεις των ανώτερων αξιωματικών, την ανόρθωση των υπηρεσιών, καθώς και την αποτελεσματικότερη στήριξη της θρησκείας. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως και στις δύο αυτές πηγές (Κείμενα Β & Δ) επισημαίνεται το γενικόλογο της πλειονότητας των αιτημάτων, τα οποία εκφράζονταν περισσότερο σαν ευχές.
Στην αοριστία των αιτημάτων, άλλωστε, εντοπίζονται και τα μειονεκτήματα του Κινήματος, όπως το επισημαίνει ο Γεώργιος Σκληρός (Κείμενο Δ), μιας και γινόταν σαφές πως ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν είχε τη δυνατότητα να εντοπίσει τα πραγματικά αίτια των ελληνικών προβλημάτων και, άρα, δεν μπορούσε να διεκδικήσει τις αναγκαίες λύσεις. Επιπλέον, σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Β), η χώρα βρισκόταν υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο και είχε σημαντικές δανειακές υποχρεώσεις, γεγονός που περιόριζε δραστικά τη δυνατότητά της να καλύψει επαρκώς τις οικονομικές απαιτήσεις των αιτημάτων του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ενώ, η απροθυμία του Συνδέσμου να εγκαθιδρύσει στρατοκρατία, τον εξανάγκαζε να υποκύπτει στις πιέσεις των πολιτών, προκειμένου να διατηρήσει τη στήριξή τους. Έτσι, οι προτάσεις του Συνδέσμου για περικοπές στον προϋπολογισμό για την παιδεία, για την αύξηση της φορολογίας στην ελαιοπαραγωγή και του οινοπνεύματος, καθώς και για την απόλυση μέρους των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να εξοικονομηθούν χρήματα και να εξυγιανθεί η κρατική μηχανή, ματαιώθηκαν εξαιτίας της σφοδρής αντίδρασης των θιγόμενων.
Υπό την πίεση, πάντως, του Συνδέσμου η Βουλή ψήφισε, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία και συζήτηση, μεγάλο αριθμό νόμων, που επέφεραν ριζικές αλλαγές. Το Φεβρουάριο του 1910 η Βουλή αποφάσισε την αναθεώρηση ορισμένων άρθρων του συντάγματος. Έτσι προκηρύχθηκαν εκλογές, από τις οποίες προήλθε αναθεωρητική βουλή. Στις 15 Μαρτίου 1910 ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε έχοντας επιτύχει τις επιδιώξεις του.
Τα αποτελέσματα του Κινήματος, όπως καταγράφονται από τον Γεώργιο Βεντήρη (Κείμενο Γ), ήταν τα ακόλουθα: τέθηκαν οι βάσεις για την οικονομική εξυγίανση του τόπου, διασφαλίστηκε η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και της διοίκησης, ενισχύθηκε το δυναμικό του στρατού με την εκπαίδευση 40.000 επιπλέον οπλιτών, συμπληρώθηκε η στρατιωτική προπαρασκευή, αγοράστηκε το θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» και, εν γένει, τέθηκαν οι βάσεις για την κινητοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού του έθνους.