Κουκουβάγια ή γλαύκα ονομάζεται κάθε μέλος της βιολογικής τάξης Γλαυκόμορφα, η οποία ανήκει στην ομοταξία των Πτηνών και περιλαμβάνει περίπου 200 είδη αρπακτικών και στην πλειονότητά τους νυκτόβιων πουλιών. Κατανέμονται σε όλες τις ηπείρους εκτός της Ανταρκτικής και έχουν αναπτύξει αξιόλογες προσαρμογές στη νυχτερινή διαβίωση. Διακρίνουμε δυο οικογένειες γλαυκών: την οικογένεια των Τυτονιδών η οποία περιλαμβάνει λιγοστά (16) είδη και την οικογένεια των Γλαυκιδών στην οποία ανήκουν τα περισσότερα είδη κουκουβάγιας.
Σύμφωνα με τις επικρατέστερες ετυμολογικές προσεγγίσεις η λέξη γλαυξ έχει άμεση σχέση με το γλαυκός (ο έχων ανοιχτό γαλάζιο χρώμα) και δόθηκε στα συγκεκριμένα πτηνά από τους αρχαίους Έλληνες λόγω του λαμπερού και σπινθηροβόλου βλέμματος του πουλιού.
Οι γλαύκες έχουν ιδιαίτερη μορφή, η οποία χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτες προσαρμογές στις ανάγκες ενός νυκτόβιου θηρευτή. Έχουν μακριές και στρογγυλεμένες φτερούγες, κοντή ουρά και ένα δυσαναλόγως μεγάλο κεφάλι με ένα δισκοειδές μεγάλο πρόσωπο. Τα ράμφη τους είναι κυρτά και γαμψά. Όλες οι γλαύκες έχουν ιδιαίτερα οξυμένες τις αισθήσεις της ακοής και της οράσεως. Τα μάτια είναι τοποθετημένα μπροστά, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται στερεοσκοπική όραση, κάτι το οποίο είναι απαραίτητο σε κάθε θηρευτή, ώστε να μπορεί να κάνει σωστή εκτίμηση αποστάσεων και ταχυτήτων.
Τα όργανα της ακοής είναι τοποθετημένα ασύμμετρα στο κεφάλι του πτηνού και η διαμόρφωση του προσώπου είναι τέτοια, ώστε να κατευθύνει τα ακουστικά κύματα στους ακουστικούς πόρους. Πάρα πολλές γλαύκες έχουν στην κορυφή της κεφαλής χαρακτηριστικές τούφες, οι οποίες ονομάζονται αντία. Τα αντία αποτελούνται από φτερά και δεν έχουν καμία σχέση με την ακοή. Η λειτουργία τους δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί.
Οι γλαύκες έχουν σε σχέση με το σωματικό τους βάρος δυσαναλόγως μεγάλη επιφάνεια πτερύγων. Σε συνδυασμό με το μαλακό και πυκνό πτέρωμα επιτυχγάνουν έτσι μια σχεδόν απολύτως αθόρυβη πτήση.
Περισσότερα εκπαιδευτικά παιχνίδια εδώ.