Ο λοιμός που έκρινε έναν πόλεμο και σκότωσε τον Περικλή. Η πανώλη του Ιουστινιανού και οι άλλες επιδημίες που έπληξαν τον ελλαδικό χώρο
Ο κοροναϊός Covid-19 δεν είναι η πρώτη επιδημία που χτυπά τη χώρα μας. Από τα αρχαία χρόνια ο ελλαδικός χώρος σαρώθηκε από επιδημίες οι οποίες σε συγκεκριμένες περιπτώσεις άλλαξαν ακόμα και το ρουν της ιστορίας. Ο Λοιμός της Αθήνας ουσιαστικά έκρινε έναν πόλεμο, ενώ η μαύρη πανώλη σκότωσε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Πόλεις ερημώθηκαν και ολόκληρες περιοχές ρήμαξαν. Η ιστορία όμως διδάσκει ότι ακόμα και σε εποχές όπου η ιατρική ήταν στα σπάργανα, οι κοινωνίες ανοργάνωτες και η υγιεινή ανύπαρκτη ο άνθρωπος βρήκε λύσεις και βγήκε νικητής.
Ο Λοιμός των Αθηνών
Το δεύτερο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου (430π.χ.) κι ενώ η Αθήνα πολιορκούνταν από τους Σπαρτιάτες, η πόλη χτυπήθηκε από ασθένεια με τρομερή μεταδοτικότητα και υψηλό επίπεδο θνησιμότητας. Ο Θουκυδίδης, ως αυτόπτης μάρτυρας, αποτελεί την κύρια πηγή για τα χαρακτηριστικά του λοιμού.
Όλα συνηγορούν ότι η επιδημία πρωτοεμφανίστηκε στο κύριο λιμένα της Αθήνας, τον Πειραιά, που αποτελούσε την κύρια είσοδο προμηθειών της πόλης. Ο λοιμός χτύπησε και άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, επέστρεψε δύο φορές, το 429 π.Χ. και τον χειμώνα του 427/426 π.Χ. και η καταστροφή που προκάλεσε στον πληθυσμό της Αθήνας ήταν ένα σημαντικό πρώτο πλήγμα για την πόλη ως προς την εξέλιξη του πολέμου.
Προκάλεσε το θάνατο ενός μεγάλου ποσοστού των κατοίκων της πόλης. Μέσα στα θύματα και ο ηγέτης της Αθήνας Περικλής και η οικογένεια του (η σύζυγος του Ασπασία και τα δύο παιδιά τους Πάραλος και Ξάνθιππος). Οι λεπτομερείς μαρτυρίες του Θουκυδίδη είναι ανεκτίμητες για την μελέτη του γεγονότος καθώς όχι μόνο το κατέγραψε αλλά είχε μολυνθεί ο ίδιος και κατόρθωσε να επιζήσει.
Ο Θουκυδίδης αναφέρει πως η ασθένεια προέρχονταν από την Αιθιοπία, και πέρασε μέσω της Αιγύπτου και Λιβύης στον ελληνικό κόσμο. Η νόσος ήταν τόσο τρομερή, ώστε κανείς δεν θυμόταν κάτι παρόμοιο κατά το παρελθόν, και οι ιατροί δεν γνώριζαν πώς να την αντιμετωπίσουν. Μάλιστα ήταν αυτοί που πέθαιναν πρώτοι μιας και βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με τους ασθενείς. Οι περιγραφές του Θουκυδίδη αναφέρουν πως οι άνθρωποι που νοσούσαν ήδη από κάποια άλλη ασθένεια, κατέληγαν να αποκτήσουν και την ασθένεια του λοιμού, ενώ όσοι ήταν υγιείς εμφάνιζαν αιφνίδια πονοκέφαλο και ισχυρό πυρετό, μαζί με σημάδια ερεθισμού στο σώμα και ερεθισμό των ματιών με μια αίσθηση τσουξίματος. Το εσωτερικό του στόματος, ο φάρυγγας και η γλώσσα γίνονταν αιματώδεις και η εκπνοή αφύσικη και δυσώδης.
Μετά από τα παραπάνω αρχικά συμπτώματα, ακολουθούσαν φτερνίσματα και βραχνάδα στη φωνή, και κατόπιν η αρρώστια κατέβαινε από το κεφάλι προς το στήθος προκαλώντας ισχυρό βήχα. Φτάνοντας στο στομάχι, προκαλούσε ναυτία και εμετό χολής, ενώ τα άτομα που είχαν τάση για εμετό αλλά δεν έκαναν είχαν ισχυρούς σπασμούς. Το δέρμα γινόταν κόκκινο ενώ εμφανίζονταν εξανθήματα και φουσκάλες. Οι ασθενείς όμως ένιωθαν να ζεσταίνονται τόσο πολύ και δεν μπορούσαν να φορέσουν ούτε καν ελαφριά ενδύματα ή σεντόνια, ανακουφίζονταν όμως ιδιαίτερα όταν έπεφτε κρύο νερό επάνω στο σώμα τους. Οι περισσότεροι πέθαιναν την εβδόμη ή ενάτη ημέρα από την εκδήλωση της ασθένειας, με αυτούς που κατάφερναν να επιζήσουν παραπάνω να εμφανίζουν ισχυρό στομαχόπονο και διάρροια, τόσο που πολλοί πέθαιναν από την εξάντληση.
Ο Θουκυδίδης αναφέρει πως αν κανείς ήθελε να διαφύγει τον θάνατο, έκοβε το μέρος του σώματος όπου υπήρχε εμφανής ένδειξη των συμπτωμάτων, όπως άκρα των χεριών και ποδιών, και μερικοί έβγαζαν ακόμη και τα μάτια τους. Άλλοι πάλι, αμέσως μετά την θεραπεία τους, πάθαιναν γενική αμνησία και δεν αναγνώριζαν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους οικείους τους.
Μια άλλη περιγραφή από τον αρχαίο κόσμο είναι αυτή του Ρωμαίου φιλοσόφου Λουκρήτιου τον 1ο αιώνα π.Χ., ο οποίος στο έργο του «Περί της φύσεως των πραγμάτων» περιγράφοντας τα συμπτώματα του λοιμού ανέφερε πως εμφανίζονταν αίμα ή μαύρες υγρές κενώσεις από τις σωματικές κοιλότητες. Ο Λουκρήτιος είχε μελετήσει το έργο του ιατρού Άκρωνα (δεν σώζεται) ο οποίος πέθανε το 430 π.Χ. ενώ βρίσκονταν στην Αθήνα για να καταπολεμήσει την επιδημία.
Η πόλη είχε γεμίσει με πτώματα με τις αρχές να τα καίνε σε μεγάλες πυρές ή να τα θάβουν σε μαζικούς τάφους.
Στην περιοχή του αρχαίου νεκροταφείου του Κεραμεικού, έχει ανακαλυφθεί ένας ομαδικός τάφος (ΦΩΤΟ) 240 ατόμων και σχεδόν 1.000 ατομικοί τάφοι οι οποίοι χρονολογούνται ανάμεσα στο 430 και 426 π.Χ.
Όσοι είχαν την τύχη να επιζήσουν, ανέπτυξαν ανοσία στον λοιμό και έτσι έγιναν οι πρώτοι που άρχισαν να φροντίζουν αποτελεσματικά όσους είχαν προσβληθεί από την ασθένεια και ζούσαν ακόμα.
Εκτιμάται πως ο λοιμός σκότωσε περίπου το 1/3 του πληθυσμού της Αθήνας ο οποίος ανερχόταν σε 300.000. Ήταν τόσο τραγική η κατάσταση που οι Σπαρτιάτες αποχώρησαν υπό τον φόβο να μολυνθούν. Ο Θουκυδίδης αναφέρει πως ο λοιμός και ο θάνατος του Περικλή διέλυσαν την κοινωνική συνοχή και οδήγησαν στον μαρασμό της Αθήνας.
Για πολλά χρόνια η ταυτοποίηση του λοιμού αποτέλεσε μεγάλο θέμα στην επιστημονική κοινότητα. Μέχρι σήμερα κυριαρχούν δύο απόψεις. Η επικρατέστερη άποψη είναι πως ήταν τυφοειδής πυρετός και στηρίχτηκε στις περιγραφές του Θουκυδίδη αλλά και μια ανάλυση DNA του πολφού των δοντιών που έγινε το 2005 από Έλληνες επιστήμονες. Άλλοι ερευνητές τονίζουν ότι τα χαρακτηριστικά που περιγράφει ο Θουκυδίδης ταιριάζουν στον αιμορραγικό πυρετό Έμπολα.
Η Πανώλη του Ιουστινιανού
Από το 541 μ.Χ. έως και το 542 μ.Χ. η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και κυρίως η Κωνσταντινούπολη χτυπήθηκε από τη λεγόμενη Πανώλη Ιουστινιανού. Επεκτάθηκε στην αυτοκρατορία των Σασσανιδών (περιοχές Ιράν, Ιράκ Αφγανιστάν), και τις παραθαλάσσιες πόλεις σε όλη την λεκάνη της Μεσόγειου. Η επιδημία περιγράφηκε λεπτομερώς από τον βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν ένα ξέσπασμα βουβωνικής πανώλης.
Συγκεκριμένα, ο Προκόπιος αναφέρει: «Εκείνα τα χρόνια έπεσε μεγάλος λοιμός, από τον οποίο κινδύνευσε να εξαφανιστεί όλο το ανθρώπινο γένος. Ξεκίνησε από τους Αιγυπτίους που κατοικούν στο Πηλούσιο. Από εκεί η αρρώστια απλώθηκε σ’ όλη τη γη και δεν άφησε ούτε νησί, ούτε σπηλιά ή βουνοκορφή όπου να ζούσε κάποιος άνθρωπος. Τους ανθρώπους τους έπιανε ξαφνικά πυρετός. Ο πυρετός ήταν χαμηλός από την αρχή ως το βράδυ, ώστε δεν έδινε την εντύπωση πως ήταν κάτι επικίνδυνο. Την ίδια μέρα, σε μερικούς ασθενείς, σε άλλους την επομένη και στους υπόλοιπους ύστερα από λίγες μέρες, παρουσιαζόταν πρήξιμο, που αρχικά περιοριζόταν στη βουβωνική χώρα. Ύστερα επεκτεινόταν στη μασχάλη, σε ορισμένες, μάλιστα περιπτώσεις και στο πίσω μέρος των αφτιών και σε διάφορα σημεία των μηρών. Σε μερικές περιπτώσεις ο θάνατος ερχόταν αμέσως, ενώ σε άλλες ύστερα από μέρες. Σε μερικούς ασθενείς το σώμα γέμιζε με μαύρες φουσκάλες, μεγάλες σαν σπυριά φακής,αυτοί δεν ζούσαν ούτε μια μέρα, αλλά πέθαιναν αμέσως. Μερικοί, πάλι, έκαναν εμετό με αίμα, χωρίς καμιά φανερή αιτία, και αμέσως πέθαινα. Στην αρχή σημειώθηκαν θάνατοι κάπως περισσότεροι από τους συνηθισμένους. Ύστερα ο κακό μεγάλωσε και ο αριθμός των νεκρών έφτανε τις πέντε χιλιάδες την ημέρα, και αργότερα τις δέκα χιλιάδες και ακόμα παραπάνω. Κάθε είδος εργασίας είχε σταματήσει».
Μία δεύτερη περιγραφή της αρρώστιας έχει διασωθεί από τον Ευάγριο Σχολαστικό, εκκλησιαστικό συγγραφέα, αυτόπτη μάρτυρα και παθόντα: «Η αρρώστια λέγεται πως άρχισε από την Αιθιοπία. Βήμα προς βήμα διέτρεξε ολόκληρη την οικουμένη, χωρίς να αφήσει ανέγγιχτο κανένα από τους ανθρώπους. Η νόσος εκδηλωνόταν με διάφορα συμπτώματα. Σε άλλους άρχιζε από το κεφάλι με κόκκινα από το αίμα τα μάτια και με πρησμένο πρόσωπο, κατέβαινε μέχρι το λαιμό και έστελνε όποιον είχε προσβάλει στο θάνατο. Σε άλλους προκαλούσε γαστρορραγία. Κάποιοι βουβώνες πρήζονταν και εξαιτίας τους ανέβαινε υψηλός πυρετός και πέθαιναν τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα, έχοντας σώας τα φρένας και το σώμα ίδιο με εκείνους που δεν είχαν πάθει τίποτε. Άλλοι όμως έχαναν τη ζωή τους, αφού παραλογίζονταν. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που κάποιοι προσβλήθηκαν και μια και δυο φορές και διέφυγαν τον κίνδυνο, αλλά πέθαναν μόλις προσβλήθηκαν ξανά. Και οι τρόποι μετάδοσης της νόσου ήταν πολλοί και πέραν κάθε λογικής. Άλλοι μεν χάνονταν απλώς ζώντας και τρώγοντας μαζί, άλλοι δε μόνο από την απλή επαφή, άλλοι όταν έμπαιναν μέσα στο σπίτι, άλλοι στην αγορά. Μερικοί φεύγοντας απρόσβλητοι από πόλεις που νοσούσαν μετέδωσαν τη νόσο σε άλλους που δεν νοσούσαν. Και όσοι ήταν πρόθυμοι να προσβληθούν, επειδή είχαν χάσει τα παιδιά τους ή το σπιτικό τους και είχαν ακριβώς γι’ αυτό αναμιχτεί με τους νοσούντες, δεν προσβλήθηκαν λες και η αρρώστια να αντιστρατευόταν τη θέλησή τους. Το τι θα επακολουθήσει είναι άδηλο αφού ο Θεός είναι αυτός που θα κρίνει, αυτός που γνωρίζει τις αιτίες κάθε πράγματος και πού αυτές θα οδηγήσουν».
Οποιοσδήποτε υπολογισμός της πρώτης πανδημίας είναι παρακινδυνευμένος εξαιτίας της απουσίας στατιστικών. Ο Ιωάννης της Εφέσου αναφέρει ότι στην Κωνσταντινούπολη, όταν τα θύματα έφτασαν τις 230.000 χιλιάδες οι φρουροί των πυλών έπαψαν να τα μετρούν. Σύγχρονοι ιστορικοί υπολογίζουν τον πληθυσμό της Πόλης την εποχή του Ιουστινιανού σε 400.000 χιλιάδες. Μελετητές πιστεύουν ότι η πανούκλα σκότωνε πάνω από 5.000 άτομα την ημέρα στην Κωνσταντινούπολη κατά την κορύφωση της πανδημίας. Η αρχική πανούκλα σκότωσε τελικά πάνω από το 40% των κατοίκων της Πόλης και προκάλεσε το θάνατο έως και του ενός τέταρτου του πληθυσμού της Ανατολικής Μεσογείου.
Προκλήθηκε από το ίδιο είδος βακτηρίου (Yersinia pestis) που προκάλεσε την κατοπινή ολέθρια πανδημία στην μεσαιωνική Ευρώπη του 14ου αιώνα, γνωστή και ως «Μαύρος Θάνατος». Οι ερευνητές (μεταξύ των οποίων η Ελληνίδα Μαρία Σπύρου), με επικεφαλής τον Γιοχάνες Κράουζε του γερμανικού Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Επιστήμη της Ανθρώπινης Ιστορίας στην Ιένα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στην επιθεώρηση «Molecular Biology and Evolution», βρήκαν ότι τρία γονίδια του εν λόγω βακτηρίου, που έφεραν μοναδικές μεταλλάξεις, ήσαν πιθανώς τα κατ' εξοχήν «ένοχα» για την θεαματική εξάπλωση της πανώλης.
Μαύρη Πανώλη
Ο Μαύρος Θάνατος σάρωσε την Ευρώπη από το 1347 έως και το 1353 και τα θύματα του ξεπέρασαν τα 150 εκατ. Οι πρώτες επίσημες καταγραφές της πανδημίας ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1347, όταν γενοβέζικα εμπορικά πλοία από το λιμάνι της Κάφφας στην Μαύρη Θάλασσα, που προσέγγισαν το λιμάνι της Μεσσήνης στη Σικελία, γεμάτα ετοιμοθάνατους και νεκρούς, μετέφεραν στην Ευρώπη την ασθένεια της πανώλης.
Η ασθένεια αυτή είχε δύο μορφές: τη βουβωνική (ή σηψαιμική) και την πνευμονική. Μεταδιδόταν ακαριαία και βοηθούμενη από τις κακές συνθήκες υγιεινής, την έλλειψη ιατρικών γνώσεων της εποχής και τις επακόλουθες δεισιδαιμονικές προλήψεις. Στο ελληνικό χώρο πέρασε μέσα στους πρώτους μήνες του 1348 πιθανότατα μέσω πληρωμάτων καραβιών. Η νόσος έπληξε την Πόλη και ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Εύβοιας της οποίας ο πληθυσμός κυριολεκτικά αποδεκατίστηκε. Πολλά ήταν ακόμα τα θύματα και σε Κρήτη και Πελοπόννησο ενώ οι αναφορές τονίζουν ότι χάθηκε ο μισός πληθυσμός της Κύπρου.
Η νόσος επέστρεψε το 1729 - αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό του Ναυπλίου - και στη συνέχεια στις αρχές του 1740 και στις αρχές του 1770 στον ελλαδικό χώρο. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κώστα Κωστή σε ολόκληρο τον 18ο αιώνα μόλις δεκατέσσερις χρονιές δεν θα παρουσιαστεί η επιδημία. Το 1741 ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης θα πληγεί σημαντικά. Στη φάση της έξαρσης, κατά το μήνα Ιούνιο, αναφέρονται 500 νεκροί ημερησίως. Την ίδια χρονιά η πανώλη ταξίδεψε και νοτιότερα, στην Αθήνα, με μικρότερες συνέπειες, αλλά και στη Ναύπακτο, όπου άφησε 2.000 νεκρούς. Στα τέλη του 1770 η Πόλη χτυπήθηκε ιδιαίτερα από τον «μαύρο θάνατο». «Εις τους 1778 εγένετο μέγας χειμών εν Κωνσταντινουπόλει. Τω αυτώ έτει συνέβη και μέγα θανατικό», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σπυρίδων Λάμπρος.
Από το 1812 έως και το 1837, η πανούκλα «χτύπησε» πολλές φορές, τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στα νησιά, ενώ εμφανίστηκε και στα μικρασιατικά παράλια με πολλά θύματα στη Σμύρνη. Οι αναφορές λένε ότι η Πόλη έχασε 200.000 κατοίκους μέσα σε τέσσερις μήνες. Ο κόσμος έφευγε από τις πόλεις για να γλιτώσει και μετέφερε τη νόσο παντού.
Μέσα σε μια τετραετία από το 1812 έως το 1816 η Θεσσαλία ρημάχτηκε και έχασε πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού της. Για την ίδια περίοδο κείμενα αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι στη Χίο έμειναν έρημες 16.000 κατοικίες ενώ έως το 1819 είχε αφανιστεί το ένα έκτο του πληθυσμού της Ηπείρου και το ένα πέμπτο των άλλων περιοχών.
Τοπικά ξεσπάσματα και Η1Ν1
Η μαύρη πανώλη ήταν η τελευταία μεγάλη επιδημία που χτύπησε συνολικά τον ελλαδικό χώρο. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας έχουμε αναφορές για τοπικά ξεσπάσματα ασθενειών όπως η επιδημία χολέρας στη Λάρισα στα τέλη του 18ου αιώνα και η επιδημία πανώλης στην Καλαμάτα το 1717. Στην Κρήτη παρουσιάζονται πολλά κρούσματα λέπρας με τους ασθενείς να απομονώνονται μετά το 1717.
Τον Δεκέμβριο του 1828 στην Αθήνα καταγράφεται ξέσπασμα Δάγκειου Πυρετού που αφήνει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα 2.065 νεκρούς.
Το 1854 γαλλικά στρατεύματα που αποβιβάστηκαν στον Πειραιά έφεραν μαζί τους την χολέρα. Η ασθένεια ξέσπασε το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς. Ο Πειραιάς ερήμωσε καθώς όσοι δεν νόσησαν έφυγαν για να γλιτώσουν. Αυτή η διασπορά μετέφερε την αρρώστια και σε άλλες πόλεις αλλά και νησιά της χώρας. Τον Οκτώβριο του 1854 η χολέρα ξεσπάει και στην Αθήνα και αφήνει πίσω δεκάδες θύματα μέχρι και τον Δεκέμβριο όταν πλέον έχει περιοριστεί.
Ο λογοτέχνης Εμμανουήλ Λυκούδης αποκαλεί σε διήγημά του τη χολέρα «η Ξένη του 1854». Σε κείμενο του αναφέρει πως τα πτώματα ρίχνονταν στον ασβέστη για να μην μολύνουν τους υπόλοιπους: «Τα δύο παιδιά με έναν ξαφνικό τιναγμό σφίχτηκαν στην αγκαλιά της μάνας. Ζωντανά, λοιπόν, έστελναν τα παιδιά της στον ασβέστη; Εκείνα ετραντάζουνταν και την έσφιγγαν περισσότερο σαν να ήθελαν να πνίξουν τη μάνα που διώχνει τα παιδιά της. Τότε κατέβηκαν από το αμάξι οι νεκροφόροι (σ.σ.: οι νεκροθάφτες). Τα τράβηξαν από τη μητρική αγκαλιά και ο ένας απ αυτούς, σώπα..., της λέει, δυστυχισμένη γυναίκα. Τα παιδιά σου είναι πεθαμένα για καλά. Μόνο την έχει αυτή τη χάρη η χολέρα, να αφήνει τους σπασμούς της, ώρες πολλές ύστερα από το ξεψύχημα. Ρώτα εμάς που τα βλέπουμε αυτά κάθε ώρα».
Χολέρα εμφανίζεται και το 1912 όταν οι Έλληνες στρατιώτες συναντήθηκαν με τα ήδη μολυσμένα βουλγαρικά στρατεύματα στη Μακεδονία και στη Θράκη. Η αρρώστια δεν άργησε να φτάσει από το μέτωπο στις πόλεις. Όμως, οι υγειονομικές Αρχές κατάφεραν να περιορίσουν την εξάπλωσή της, υποβάλλοντας σε διπλό εμβολιασμό περίπου 100.000 άτομα. Από τις αρχές του 1900 η χώρα μας χτυπήθηκε από ελονοσία η οποία χαρακτηρίστηκε ως «φθοροποιός μάστιξ του ελληνικού λαού» και θεωρήθηκε κίνδυνος «και γι' αυτήν ακόμη την ύπαρξη της φυλής».
Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο συμμαχικός στρατός στη Μακεδονία μετρούσε περισσότερους νεκρούς από την ελονοσία παρά πεσόντες στις πολεμικές επιχειρήσεις. Τα στοιχεία της εποχής αναφέρουν ότι τα κρούσματα έφτασαν το ένα εκατομμύριο. Την ελονοσία ακολούθησε η φυματίωση που βρήκε πρόσφορο έδαφος στο εξασθενημένο ελληνικό πληθυσμό και τον ταλαιπώρησε για δεκαετίες.
Τελευταία επιδημία που χτύπησε ολόκληρη τη χώρα μας ήταν ο ιός Η1Ν1 η επονομαζόμενη «γρίπη των χοίρων». Ο ιός εμφανίστηκε τον Μάρτιο του 2009 και έφτασε στη χώρα μας το φθινόπωρο της ίδια χρονιάς. Η μεταδοτικότητα του προκάλεσε πανικό αλλά όπως τελικά αποδείχθηκε ήταν το ίδιο ή λιγότερο επικίνδυνος με την εποχική γρίπη. Ο Η1Ν1 συνδέθηκε με τεράστια σκάνδαλα με την εμπλοκή φαρμακευτικών εταιριών και ΜΜΕ τα οποία άγγιξαν και την χώρα μας που αγόρασε εκατομμύρια εμβόλια τα οποία τελικά δεν χρειάζονταν.