«Οι δυστυχίες, στην πραγματικότητα, είναι μια κοινή υπόθεση, αλλά δύσκολα τις πιστεύει κανείς όταν του πέσουν στο κεφάλι. Υπήρξαν στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και οι πόλεμοι. Και παρόλα αυτά οι πανούκλες και οι πόλεμοι πάντα βρίσκουν τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους»!
Τα σπουδαία λογοτεχνικά έργα, διαθέτουν ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Παραμένουν επίκαιρα, σε σημείο ανατριχιαστικό, μάλιστα, όσα χρόνια κι αν περάσουν από την πρώτη έκδοσή τους. Σε αυτή ακριβώς την κατηγορία υπάρχει και «η Πανούκλα» του Γάλλου φιλόσοφου, λογοτέχνη και συγγραφέα, Αλμπέρ Καμύ που τις τελευταίες εβδομάδες πουλάει χιλιάδες αντίτυπα σε όλη την Ευρώπη και φυσικά και στη χώρα μας.
Η «Πανούκλα» του Καμύ στις ημέρες μας έχει διτή φύση. Η μία, η αλιγορική, που αφορά την εξάπλωση του ναζισμού ή γενικότερα των απολυταρχικών και φασιστικών καθεστώτων και η δεύτερη, η αυτοαναφορική που μιλά για την πανδημία και όλα τα συνεπακόλουθά της, όπως η καραντίνα, πολλά από τα οποία τα ζούμε και εμείς σήμερα με την πανδημία του κορονοϊού.
Ο Καμύ έγραψε το σπουδαίο αυτό έργο του το 1947, σε μια φορτισμένη ατμόσφαιρα. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει πριν από περίπου δυο χρόνια, η ανθρωπότητα έχει ζήσει στο πετσί της το ναζισμό και ταυτόχρονα υπάρχει και η αυξανόμενη επιρροή του κουμμουνισμού πέρα και έξω από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Για να κάνει ακόμα πιο δυνατούς τους συμβολισμούς του, μάλιστα, τοποθετεί όλη τη δράση στην άνοιξη του 1940...
Οι πρωταγωνιστές και η πλοκή του έργου
Τότε, στο Οράν, μια παραλιακή πόλη της Αλγερίας , ο γιατρός Μπερνάντ Ριέ βγαίνει από το σπίτι του προκειμένου ν’ αρχίσει τις κατ’ οίκον επισκέψεις στους ασθενείς του. Στην είσοδο του σπιτιού του σκοντάφτει σε ένα πεθαμένο ποντίκι.
Το συγκεκριμένο γεγονός του προκαλεί μια εύλογη απορία διότι η Οράν είναι μια καθόλα ήσυχη, καθαρή και τακτοποιημένη πόλη. Αυτό, όμως, ήταν μόνο η αρχή. Μέσα στον επόμενο μήνα χιλιάδες ποντίκια θα βγουν από τα υπόγεια και τους υπονόμους, για να ξεψυχήσουν στους δρόμους.
Ο Ριέ ξέρει πως αυτό που συμβαίνει μόνο δυσάρεστα γεγονότα μπορεί να προμηνύει.
Οι φόβοι του θα επιβεβαιωθούν όταν έλθουν τα πρώτα κρούσματα. Πυρετός, λήθαργος, κόκκινα μάτια, σκασμένα χείλη, πρησμένοι βουβώνες, παραλήρημα, κηλίδες στο σώμα. Μέσα σε 24 ώρες από την εκδήλωση των συμπτωμάτων οι περισσότεροι ασθενείς πεθαίνουν.
Ο Μπερνάντ Ριέ ζητά τη βοήθεια του ηλικιωμένου γιατρού Καστέλ και οι δυο τους με τρόμο θα διαπιστώσουν πως έχουν να κάνουν με έναν εχθρό που στην πολιτισμένη δύση θεωρούταν ότι είχε πλέον εκλείψει: Την πανούκλα. Τον «Μαύρο Θάνατο» που στο μεσαίωνα είχε θερίσει εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη!
Από εκείνο το σημείο και έπειτα ξεκινάει μια μάχη για να νικηθεί η πανούκλα αλλά ταυτόχρονα και μια μάχη των ανθρώπων με τους εαυτούς τους...
Οι Αρχές της πόλης αν και αρχικά δεν θέλουν στη συνέχεια αναγκάζονται να πάρουν περιοριστικά μέτρα. Οι θάνατοι αυξάνονται εκθετικά κάθε ήμερα που περνάει. Όλα τα ζώα που μπορεί να έχουν ψύλλους εκτελούνται στη μέση του δρόμου. Κάποια στιγμή ολόκληρη η πόλη θα μπει σε καραντίνα. Απαγορεύεται η είσοδος αλλά και η έξοδος από αυτή. Τρένα και καράβια απαγορεύεται να την προσεγγίσουν. Η μόνη επικοινωνία με τον έξω κόσμο είναι τα τηλεγραφήματα.
Οι οικογένειες των θυμάτων μπαίνουν σε καραντίνα μέσα στην… καραντίνα και μεταφέρονται όλοι στον καταυλισμό που φτιάχτηκε στο γήπεδο της πόλης.
Οι κάτοικοι της πόλης αποχωρισμένοι από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, νιώθουν ότι έχουν καταδικαστεί σε μια ιδιότυπη εξορία μέσα στα ίδια τους τα σπίτια και ο καθένας από αυτούς έχει και διαφορετική αντίδραση απέναντι στην απομόνωση,τον φόβο και τον θάνατο.
Ήρωες του Καμύ, πέρα από τον Μπερνάντ Ριέ και τον γέρο γιατρό Καστέλ, είναι ο Ταρού που θα συντονίσει τους εθελοντές που θα βοηθήσουν το ιατρικό προσωπικό να ανταπεξέλθει στα αυξημένα κρούσματα. Είναι ο Ραμπάρ, ένας δημοσιογράφος που πήγε για ρεπορτάζ στην πόλη και τελικά βρέθηκε εγκλωβισμένος στην καραντίνα. Είναι ο Γκράν, ο χαμηλόβαθμος κυβερνητικός υπάλληλος που καθημερινά ασχολείται με τα στατιστικά της επιδημίας και είναι και ο πατήρ Πανελού ο οποίος βγάζει έναν πύρινο λόγο προς τους κατοίκους του Οράν και τους λέει πως «αν σήμερα βρίσκεστε αντιμέτωποι με την πανούκλα, είναι επειδή σήμανε η ώρα να σκεφτείτε» και προειδοποιεί πως «οι δίκαιοι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν, όμως οι φαύλοι έχουν κάθε λόγο να τρέμουν».
Η καραντίνα, το αισιόδοξο τέλος και το σήμα κινδύνου
Μια από τις «σκηνές» που ο Καμύ περιγράφει την καραντίνα στην άλλοτε πανέμορφη πόλη είναι συγκλονιστική και οι παραβολές με το σήμερα σχεδόν αναπόφευκτες:
«Τους έβλεπες πια να διασχίζουν βιαστικοί τους δρόμους, γερμένοι μπροστά, φράζοντας μ’ ένα μαντίλι ή με το χέρι τους το στόμα. Το βράδυ, αντί οι άνθρωποι να μαζεύονται πολλοί μαζί προσπαθώντας να παρατείνουν τη διάρκεια αυτών των ημερών που καθεμιά τους μπορούσε να είναι κι η τελευταία γι’ αυτούς, συναντούσες μικρές ομάδες ατόμων που βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι τους ή να χωθούν στα καφενεία. Έτσι, για μερικές μέρες, την ώρα του σούρουπου, που έπεφτε γρηγορότερα αυτή την εποχή, οι δρόμοι ήταν έρημοι και μόνος ο άνεμος θρηνολογούσε ανάμεσά τους ασταμάτητα».
Στο κλείσιμο του συγκεκριμένου αριστουργήματος, ο συγγραφέας ανοίγει διάπλατα το παράθυρό της αισιοδοξίας, τονίζοντας ότι τα τρωκτικά εξαφανίστηκαν και η πανδημία περιορίστηκε στο ελάχιστο, αλλά ταυτόχρονα προειδοποιεί πως κανείς δεν μπορεί να είναι ήσυχος πως αυτό δεν θα ξανασυμβεί και, ουσιαστικά, καλεί τους πάντες σε μέγιστη επαγρύπνηση.
«Ακούγοντας τις κραυγές της χαράς που ανέβαιναν από την πόλη, ο Ριέ αναλογιζόταν πως η χαρά αυτή δεν θα ήταν ποτέ σίγουρη. Γιατί ήξερε αυτό που αγνοούσε το χαρούμενο πλήθος, και που μπορεί κανείς να το διαβάσει στα βιβλία, δηλαδή ο βακίλλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε εξαφανίζεται ποτέ, πως μπορεί να μείνει δεκάδες χρόνια κοιμισμένος μέσα στα έπιπλα και στα ρούχα, πως περιμένει υπομονετικά μέσα στα δωμάτια, στα υπόγεια, στα σεντούκια, στα μαντήλια και στα χαρτιά και πως ίσως θα ερχόταν μία μέρα που για τη δυστυχία και τη γνώση των ανθρώπων, η πανούκλα θα ξυπνούσε τα ποντίκια της και θα τα έστελνε να ψοφήσουν σε μία ευτυχισμένη πόλη».
Και αυτό αφορά και τις πανδημίες και τα φασιστικά καθεστώτα.