Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο “πρίγκιπας του νεοελληνικού λόγου”

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0






Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες της γενιάς του 1880 και υποδειγματικός δημοτικιστής. Δυστυχώς, όμως, το εκδεδομένο έργο του είναι ελάχιστο. Κείμενα του βρίσκονται διάσπαρτα σε αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Το αρχείο του διασκορπίστηκε και ο ίδιος απέφευγε να αυτοβιογραφηθεί, γιατί θεωρούσε πως οι συγγραφείς που αυτοβιογραφούνται «μας δίνουν έναν συγγραφέα εντελώς άλλον από τον πραγματικό». Στα κείμενά του περιγράφει τη ζωή στην ελληνική επαρχία με έμφαση στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Υπηρέτησε όλα τα είδη του λόγου και, κυρίως, τα δοκίμια και τις κριτικές.

Μαθητικά και φοιτητικά χρόνια

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1877 στο Καρπενήσι. Ο πατέρας του, Λάμπρος Παπαντωνίου, ήταν δημοδιδάσκαλος και είχε άλλα τρία παιδιά: το Χαρίλαο, τον Αθανάσιο και την Σοφία. Στο Καρπενήσι τελείωσε τις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου και τις υπόλοιπες στην Άμφισσα. Λόγω των μεταθέσεων του πατέρα του, το 1890 – όταν ο μικρός Ζαχαρίας ήταν δεκατριών ετών– εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Αθήνα όπου και τελείωσε το Γυμνάσιο. Μετά την αποφοίτηση του από το σχολείο, γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών ακολουθώντας την επιθυμία των γονιών του, χωρίς να την τελειώσει ποτέ. Παράλληλα με την Ιατρική Σχολή, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και το 1911 έλαβε μέρος σε έκθεση στο Ζάππειο με γελοιογραφίες και σκίτσα.

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ως δημοσιογράφος

Η δημοσιογραφία τον κατέκτησε από τα εφηβικά του χρόνια, αφού σε ηλικία δεκαέξι ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη. Μετέπειτα, ασχολήθηκε ως πολιτικός αρθρογράφος, χρονογράφος και συντάκτης τεχνοκριτικών άρθρων. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Σκριπτ»«Το Άστυ»«Εφημερίδα των Συζητήσεων»«Χρόνος»«Ταχυδρόμος» και το «Ελεύθερο Βήμα».
Στις 6 Απριλίου του 1897, ως δημοσιογράφος της εφημερίδας «Σκριπτ», κατάφερε να κλέψει αποκλειστικές ειδήσεις για τις τεταμένες σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας και την κήρυξη του πολέμου από την εφημερίδα «Πρωία», η οποία συσχετιζόταν με τον τότε πρωθυπουργό, Δηλιγιάννη. Οι δύο εφημερίδες τύπωναν στο ίδιο τυπογραφείο κι εκείνο το βράδυ νυχτερινός συντάκτης ήταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, που μαζί με τον αρχιεργάτη «έκλεψαν» την είδηση από την «Πρωία». Όπως περιέγραψε τότε ο ίδιος ο Παπαντωνίου:
«…Εκεί εις το βάθος, εις δεκαπέντε βημάτων απόστασιν, ενώ ο αρχιεργάτης της Πρωίας, εστοιχειοθέτει μετά φόβου Θεού το πολύτιμον χειρόγραφον, ο αρχιεργάτης του Σκριπτ παρηκολούθει από μακράν τας κινήσεις των χεριών του και από τας κινήσεις αυτάς …κατόρθωσε …να «διαβάσει» την είδησιν, που είχε ως εξής: «Αργά, καθ’ ην στιγμήν τίθεται το φύλλον υπό το πιεστήριον, ήλθεν η είδησις ότι η Πύλη, έδωκεν τα σχετικά διαβατήρια εις τον εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτήν μας κ. Μαυροκορδάτον και τω εκοινοποίησεν την διακοπήν των σχέσεων».
Άρθρα του φιλοξενήθηκαν επίσης στα περιοδικά «Παναθήναια»«Νουμάς»«Ηγησώ»«Καλλιτέχνης» και «Νέα Ζωή». Από το 1908 έως και το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Ταχυδρόμος» του Αριστείδη Κυριακού. Ύστερα από την διακοπή της έκδοσής της, παρέμεινε στο Παρίσι αναζητώντας δουλειά. Με τη βοήθεια του Σωτήρη Σκίπη, προσλήφθηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» του Δημητρίου Οικονόμου Καλαποθάκη, ως τακτικός χρονογράφος και δημοσίευσε τα «Παρισινά γράμματα». Παράλληλα, αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες και ήρθε σε επαφή με νέα καλλιτεχνικά ρεύματα.

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου στη Δημόσια Διοίκηση

Το 1911 ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γυρίζει στην Αθήνα, όπου εγκαταλείπει τη δημοσιογραφία και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη Δημόσια Διοίκηση. Έχει ήδη γνωρίσει, μέσω του βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας Στέφανου Γρανίτσα, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και διορίζεται Νομάρχης Ζακύνθου. Εν συνεχεία, αναλαμβάνει Νομάρχης Κυκλάδων, Μεσσηνίας και Λακωνίας. Ως Νομάρχης Λακωνίας, διώκεται ποινικά για παράβαση καθήκοντος και τίθεται εκτός υπηρεσίας.  Αιτία η άρνησή του να υπογράψει τον αφορισμό του Βενιζέλου από τους ιερωμένους.
To 1918 αναλαμβάνει Διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης και στην συνέχεια Πρόεδρος του καλλιτεχνικού της συμβουλίου, θέση που διατήρησε μέχρι τον θάνατό του. Κατά την διάρκεια της θητείας του στην Εθνική Πινακοθήκη, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου εμπλούτισε τις συλλογές της με έργα των Μαλέα, Παρθένη, Γαλάνη, καθώς και του πρώτου της διευθυντή, ζωγράφου Γιώργου Ιακωβίδη. Το 1931 αγόρασε το μοναδικό ιδιόχειρο έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, «Η Συναυλία των Αγγέλων». Ο πίνακας κόστιζε 5.000.000 δραχμές, ποσό που απέσπασε από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου.
Αργότερα, το 1922 ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου διορίζεται καθηγητής της «Αισθητικής και Ιστορίας της Τέχνης» στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου μέχρι το 1938, χρονιά που εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Ο λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Τα πρώτα του βήματα στην λογοτεχνία ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου τα έκανε στα μαθητικά του χρόνια με το σατιρικό στιχούργημα «Αι μηχανορραφίαι» και με το διήγημα «Ο Ψωμάς». Το δεύτερο δημοσιεύεται στην «Εικονογραφημένη Εστία» τον Απρίλιο του 1895 με εισήγηση του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Το 1898 δημοσιεύει την ποιητική συλλογή «Πολεμικά τραγούδια», εμπνευσμένη από τον πόλεμο του 1897. Έπειτα, τη διετία 1908-1910 που βρισκόταν στο Παρίσι, δημοσιεύτηκαν ανταποκρίσεις από την Γαλλική πρωτεύουσα στην εφημερίδα «Εμπρός».
Το 1918 ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γράφει τα «Ψηλά βουνά», αναγνωστικό προορισμένο για την Γ’ τάξη του δημοτικού. Ακολουθεί το 1920 η ποιητική συλλογή «Χελιδόνια», παιδικά ποιήματα τα οποία μελοποίησε ο Γεώργιος Λαμπελέτ (ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία του αδελφού του Θανάση, στον οποίο ήταν αφιερωμένα) και το 1923 τα πεζοτράγουδα «Πεζοί Ρυθμοί».
Από το 1929 μέχρι και το 1937 δημοσιεύονται τρεις ποιητικές του συλλογές («Θεία Δώρα», «Βυζαντινός Όρθρος» και «Θυσία»), το θεατρικό του έργο «Ο όρκος του πεθαμένου» το 1929 (δραματοποίηση του δημοτικού τραγουδιού «Του νεκρού αδελφού») και το «Άγιον Όρος» το 1934, στο οποίο περιγράφει τις εντυπώσεις του από το ταξίδι του στο ομώνυμο μέρος. Αξιοσημείωτο είναι ότι πολλά από τα ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί και ερμηνευτεί από σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες.

Τα «Ψηλά Βουνά»

Το «Ψηλά Βουνά» αποτελεί το πρώτο σχολικό αναγνωστικό στην δημοτική γλώσσα. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, «το αναγνωστικό αυτό διαφέρει από κάθε άλλο που μπήκε ως τώρα στο δημοτικό σχολείο, όσο η αυγή από τη νύχτα». Εμφανίστηκε στα γράμματα, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης (1917-1920) του Ελευθερίου Βενιζέλου, η οποία καθιέρωσε για πρώτη φορά τη χρήση της δημοτικής στο δημοτικό σχολείο. Τα «Ψηλά Βουνά» είναι ένας θρύλος στο χώρο του εκπαιδευτικού βιβλίου, αφού το καλοκαίρι του 1974, όταν χρειάστηκε να αντικατασταθούν τα σχολικά βιβλία μετά την πτώση της δικτατορίας, ήταν το αναγνωστικό που επιλέχθηκε για τη Γ’ Δημοτικού.
Ο Παπαντωνίου γράφει τα «Ψηλά βουνά» σε μια ήπια, χαριτωμένη και ζωντανή δημοτική γλώσσα. Ενσωματώνει έντεχνα στην αφήγησή του πολλά είδη λόγου: δημοτικά τραγούδια, λαϊκές ιστορίες, ποιήματα και επιστολές. Στο τέλος του βιβλίου παραθέτει τραγούδια ολόκληρα και παρτιτούρες για τη μουσική τους εκτέλεση.
Οι προοδευτικές δυνάμεις της εποχής υποστήριξαν το νέο αναγνωστικό με άρθρα τους στον Τύπο. Ανάμεσα στους υποστηρικτές ήταν και ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, ο ιστορικός της λογοτεχνίας, Ηλίας Βουτιερίδης, και ο σοσιαλιστής Παναγής Δημητράτος. Υπήρξαν βέβαια και οι αρνητικές κριτικές, όπως αυτή της δημοτικίστριας Γαλάτειας Καζαντζάκη, που το 1919 χαρακτήρισε το αναγνωστικό «αναίσθητο και άψυχο», γιατί οι συντελεστές του «παραπέταξαν ως άχρηστες τις δύο έννοιες αυτές, το Θεό και το Έθνος, που μόνο μπορούσαν να του δώσουν την ανώτερη πνοή της δημιουργίας που του λείπει».
Μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920, τα βιβλία της εκπαιδευτικής του μεταρρύθμισης, ξηλώνονται από τα σχολεία. Η Έκθεσις της «Επιτροπείας της διορισθείσης προς εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των δημοτικών σχολείων», προτρέπει το 1921 τα βιβλία αυτά «να καώσι ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως και να καταδιωχθώσι ποινικώς οι υπαίτιοι». Με την επάνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία, τα «Ψηλά βουνά» ξαναμπαίνουν στα σχολεία το 1929 σε τέταρτη έκδοση  και σε πέμπτη το 1933 με τη νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου.
Το βιβλίο από την πρώτη φορά που κυκλοφόρησε αγαπήθηκε από τα παιδιά και όπως σημειώνει ο παιδαγωγός Κ.Μ. Μαλαφάντης, «καταξιώθηκε απόλυτα στη συνείδηση των εκπαιδευτικών της πράξης».

Ο θάνατός του

Πέθανε στη 1 Φεβρουαρίου του 1940 από ανακοπή καρδιάς μέσα στο τραμ καθ’ οδόν για να παρευρεθεί σε μία συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών. Ήταν 63 χρονών, άγαμος, όπως και όλα τα αδέρφια του. Θάφτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και τον επικήδειο του τον εκφώνησε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Το έτος 2010 αφιερώθηκε στην μνήμη του και ονομάστηκε «Έτος Ζαχαρία Παπαντωνίου». Στα πλαίσια των εκδηλώσεων ευπρεπίστηκε ο τάφος του και τοποθετήθηκε αντίγραφο της προτομής του, η οποία βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Προτομή του έχει στηθεί και στο χωριό του πατέρα του, τη Γρανίτσα Ευρυτανίας.
«Τι έχω να φοβηθώ; Ο θάνατος αν έρθη να πάρη ένα παληό Αθηναίο, κινδυνεύει να τον δεχθώ καθώς τη γλυκειά βροχή και τον αλαφρό αγέρα που ρίχνει τα φύλλα».

Πηγές:
https://el.wikipedia.org/wiki/Ζαχαρίας_Παπαντωνίου
www.livepedia.gr/index.php/Παπαντωνίου_Ζαχαρίας
Επίμετρο της Λαμπρινής Κουζέλη, από την επανέκδοση του αναγνωστικού «Τα ψηλά βουνά» για την εφημερίδα «Το Βήμα»
Αναστασία Μιγδάνη, https://www.maxmag.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)