Ἡ δύσκολη Κυριακή
Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ κοιτάζω πρὸς τ᾿ ἀπάνω ἕνα πουλὶ καλύτερο ἀπ᾿ τὸ πρωὶ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου
Σπασμένα φλυτζάνια στὰ χαλιὰ πορφυρὰ λουλούδια τὰ μάγουλα τῆς μάντισσας ὅταν ἀνασηκώνει τῆς μοίρας τὸ φουστάνι κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά
Ἔξω ἀλαλάζουν οἱ καμπάνες ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι σηκώσανε ψηλὰ στριφογυρίζουνε μιὰ χαραυγὴ τί κούραση τί κούραση κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ἕνας ἀετός- πράσινος παπαγάλος -κλείνω τὰ μάτια- κράζει πάντα πάντα πάντα ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους σκοποὺς τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο
Ἤτανε παγωνιὰ δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα ποὺ πέθαναν ὅλοι κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν ἀκρωτηριασμένο φίλο καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι συντροφιὰ
Ὁ σωτήρας
Μετρῶ στὰ δάχτυλα τῶν κομμένων χεριῶν μου τὶς ὦρες ποὺ πλανιέμαι στὰ δώματα αὐτὰ τ᾿ ἀνέμου δὲν ἔχω ἄλλα χέρια ἀγάπη μου κι οἱ πόρτες δὲ θέλουνε νὰ κλείσουν κι οἱ σκύλοι εἶναι ἀνένδοτοι
Μὲ τὰ γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στὰ βρώμια αὐτὰ νερὰ μὲ τὴ γυμνὴ καρδιά μου ἀναζητῶ (ὄχι γιὰ μένα) ἕνα γαλανὸ παράθυρο πῶς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ δίχως μιὰ χαραμάδα φῶς δίχως μιὰ ἀναπνοὴ ὀξυγόνου γιὰ τὸν ἄρρωστο ἀναγνώστη
Ἀφοῦ κάθε δωμάτιο εἶναι καὶ μιὰ ἀνοιχτὴ πληγὴ πῶς νὰ κατέβω πάλι σκάλες ποὺ θρυμματίζονται ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὸ βοῦρκο πάλι καὶ τ᾿ ἄγρια σκυλιὰ νὰ φέρω φάρμακα καὶ ρόδινες γάζες κι ἂν βρῶ τὸ φαρμακεῖο κλειστὸ κι ἂν βρῶ πεθαμένο τὸ φαρμακοποιὸ κι ἂν βρῶ τῇ γυμνὴ καρδιά μου στὴ βιτρίνα τοῦ φαρμακείου
Ὄχι ὄχι τέλειωσε δὲν ὑπάρχει σωτηρία
Θὰ μείνουν τὰ δωμάτια ὅπως εἶναι μὲ τὸν ἄνεμο καὶ τὰ καλάμια του μὲ τὰ συντρίμια τῶν γυάλινων προσώπων ποὺ βογγᾶνε μὲ τὴν ἄχρωμη αἱμορραγία τους μὲ χέρια πορσελάνης ποὺ ἁπλώνονται σὲ μένα μὲ τὴν ἀσυχώρετη λησμονιὰ
Ξέχασαν τὰ δικά μου σάρκινα χέρια ποὺ κόπηκαν τὴν ὥρα ποὺ μετροῦσα τὴν ἀγωνία τους
|
Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη
Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη τεντώνει τὰ λουλούδια της οἱ βραδινὲς καμπάνες τὴν κραυγή τους κι ἡ κάτασπρη κοπέλα μέσα στὰ γαρίφαλα συνάζει στάλα-στάλα τὸ αἷμα ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ πονέσανε ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια ποὺ σφάχτηκαν γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνα πύργος κατακόκκινος μ᾿ ἕνα ρολόγι καὶ δυὸ μαύρους δεῖχτες κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα σύννεφο κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα ξίφος τὸ σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τὰ γαρίφαλα τὸ ξίφος θὰ θερίζει τὸ κορμί της
Ἀστεροσκοπεῖο
Διαρρῆχτες τοῦ ἥλιου δὲν εἶδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι δὲν ἄγγιξαν φλογισμένο στόμα δὲν ξέρουν τί χρῶμα ἔχει ὁ οὐρανὸς
Σὲ σκοτεινὰ δωμάτια κλεισμένοι δὲν ξέρουν ἂν θὰ πεθάνουν παραμονεύουν μὲ μαῦρες μάσκες καὶ βαριὰ τηλεσκόπια μὲ τ᾿ ἄστρα στὴν τσέπη τους βρωμισμένα μὲ ψίχουλα μὲ τὶς πέτρες τῶν δειλῶν στὰ χέρια παραμονεύουν σ᾿ ἄλλους πλανῆτες τὸ φῶς
Νὰ πεθάνουν
Νὰ κριθεῖ κάθε Ἄνοιξη ἀπὸ τὴ χαρά της ἀπὸ τὸ χρῶμα του τὸ κάθε λουλούδι ἀπὸ τὸ χάδι του τὸ κάθε χέρι ἀπ᾿ τ᾿ ἀνατρίχιασμά του τὸ κάθε φιλὶ
Τὰ δῶρα
Σήμερα φόρεσα ἕνα ζεστὸ κόκκινο αἷμα σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο καρφώνω πάνω στὶς πλάκες τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια στὸν οὐρανό
Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει; ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής
Ὁ βυθός
Ἕνας ναύτης ψηλὰ στὰ κάτασπρα ντυμένος τρέχει μέσ᾿ στὸ φεγγάρι
Κι ἡ κοπέλα ἀπ᾿ τὴ γῆς μὲ τὰ κόκκινα μάτια λέει ἕνα τραγούδι ποὺ δὲ φτάνει ὡς τὸ ναύτη
Φτάνει ὡς τὸ λιμάνι φτάνει ὡς τὸ καράβι φτάνει ὡς τὰ κατάρτια
Μὰ δὲ φτάνει ψηλὰ στὸ φεγγάρι
Ὀρυχεῖο
Σοῦ γράφω γεμάτη τρόμο μέσα ἀπὸ μιὰ στοὰ νυχτερινὴ φωτισμένη ἀπὸ μίαν ἐλάχιστη λάμπα σὰ δαχτυλίθρα ἕνα βαγόνι περνάει ἀπὸ πάνω μου προσεχτικὰ ψάχνει τὶς ἀποστάσεις του μὴ μὲ χτυπήσει ἐγὼ πάλι ἄλλοτε κάνω πῶς κοιμᾶμαι ἄλλοτε πῶς μαντάρω ἕνα ζευγάρι κάλτσες παλιὲς γιατί ἔχουν ὅλα γύρω μου παράξενα παλιώσει
Στὸ σπίτι χτὲς καθὼς ἄνοιξα τὴ ντουλάπα ἔσβησε γίνηκε σκόνη μ᾿ ὅλα τὰ ροῦχα της μαζὶ τὰ πιάτα σπάζουν μόλις κανεὶς τ᾿ ἀγγίξει φοβᾶμαι κι ἔχω κρύψει τὰ πηρούνια καὶ τὰ μαχαίρια τὰ μαλλιά μου ἔχουν γίνει κάτι σὰ στουπὶ τὸ στόμα μου ἄσπρισε καὶ μὲ πονάει τὰ χέρια μου εἶναι πέτρινα τὰ πόδια μου εἶναι ξύλινα μὲ τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρὰ παιδιὰ δὲν ξέρω πῶς γίνηκε καὶ μὲ φωνάζουν μ ά ν α
Θέλησα νὰ σοῦ γράψω γιὰ τὶς παλιές μας τὶς χαρὲς ὅμως ἔχω ξεχάσει νὰ γράφω γιὰ πράγματα χαρούμενα
Νὰ μὲ θυμᾶσαι
Ὁ οὐρανός
Πουλιὰ μαῦρες σαΐτες τῆς δύσκολης πίκρας δὲν εἶν᾿ εὔκολο πράμα ν᾿ ἀγαπήσετε τὸν οὐρανὸ πολὺ μάθατε νὰ λέτε πὼς εἶναι γαλάζιος ξέρετε τὶς σπηλιές του τὸ δάσος τοὺς βράχους του; ἔτσι καθὼς περνᾶτε φτερωτὲς σφυρίχτρες ξεσκίζετε τὴ σάρκα σας πάνω στὰ τζάμια του κολλοῦν τὰ πούπουλά σας στὴν καρδιά του
Καὶ σὰν ἔρχεται ἡ νύχτα μὲ φόβο ἀπ᾿ τὰ δέντρα κοιτᾶτε τ᾿ ἄσπρο μαντίλι τὸ φεγγάρι του τὴ γυμνὴ παρθένα ποὺ οὐρλιάζει στὴν ἀγκαλιά του τὸ στόμα τῆς γριᾶς μὲ τὰ σάπια τὰ δόντια του τ᾿ ἄστρα μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ μὲ τοὺς χρυσοὺς σπάγγους τὴν ἀστραπὴ τὸν κεραυνὸ τὴ βροχή του τὴ μακριὰ ἡδονὴ τοῦ γαλαξία του
|
Ἡ σκηνή
Ἀπάνω στὸ τραπέζι εἴχανε στήσει ἕνα κεφάλι ἀπὸ πηλὸ τοὺς τοίχους τοὺς εἶχαν στολίσει μὲ λουλούδια ἀπάνω στὸ κρεβάτι εἴχανε κόψει ἀπὸ χαρτὶ δυὸ σώματα ἐρωτικὰ στὸ πάτωμα τριγύριζαν φίδια καὶ πεταλοῦδες ἕνας μεγάλος σκύλος φύλαγε στὴ γωνιά
Σπάγγοι διασχίζαν τὸ δωμάτιο ἀπ᾿ ὅλες τὶς πλευρὲς δὲ θά ῾ταν φρόνιμο κανεὶς νὰ τοὺς τραβήξει ἕνας ἀπὸ τοὺς σπόγγους ἔσπρωχνε τὰ σώματα στὸν ἔρωτα
Ἡ δυστυχία ἀπ᾿ ἔξω ἔγδερνε τὶς πόρτες
Ἡ νοσταλγία γυρίζει
Ἡ γυναίκα γδύθηκε καὶ ξάπλωσε στὸ κρεβάτι ἕνα φιλὶ ἀνοιγόκλεινε πάνω στὸ πάτωμα οἱ ἄγριες μορφὲς μὲ τὰ μαχαίρια ἀρχίσαν νὰ ξεπροβάλλουν στὸ ταβάνι στὸν τοῖχο κρεμασμένο ἕνα πουλὶ πνίγηκε κι ἔσβησε ἕνα κερὶ ἔγειρε κι ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ καντηλέρι ἔξω ἀκούγονταν κλάματα καὶ ποδοβολητά
Ἄνοιξαν τὰ παράθυρα μπῆκε ἕνα χέρι ἔπειτα μπῆκε τὸ φεγγάρι ἀγκάλιασε τὴ γυναίκα καὶ κοιμήθηκαν μαζὶ
Ὅλο τὸ βράδυ ἀκουγόταν μιὰ φωνή:
Οἱ μέρες περνοῦν τὸ χιόνι μένει
|
Ἡ πηγή
Φεγγάρι πεθαμένο μου γιὰ ξαναβγὲς καὶ πάλι θέλω νὰ δῶ τὸ αἷμα σου δὲν ἔκαιγες λυχνάρι φώτιζες τὸ φοβισμένο πρόσωπο θέλω νὰ δῶ τὸ φοβισμένο πρόσωπο τώρα πάλι καὶ πάλι τότε ὅλο τὸ σῶμα μου ἦταν μιὰ πληγὴ φεγγάρι μιὰ πηγὴ καὶ φώτιζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι
Φεγγάρι πεθαμένο μου θέλω νὰ δῶ τὸ αἷμα σου τώρα πάλι καὶ πάλι
|
Τὸ μαρτύριο
Μοσχοβολοῦσε τὸ φεγγάρι σκύλοι μ᾿ ἄσπρα λουλούδια στὸ κεφάλι περνούσανε στὸ δρόμο ἐκστατικοὶ κι ὁ δρόμος κάτω ἔφεγγε ἀπὸ κρύσταλλο καὶ μέσα φαίνονταν τὰ σφυριὰ καὶ τὰ μαχαίρια
Μέσα στὰ χέρια μου ἔσπασα τὸ κρύσταλλο
Καὶ τότε εἶδα τὸ κόκκινο τὸ σύννεφο νὰ μεγαλώνει ν᾿ ἀνάβει τὴν καρδιά μου καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ γκρίζο σὰν καπνὸς ν᾿ ἀδειάζει ἀπὸ μέσα μου νὰ φεύγει
Ἡ Μαρία
Ἡ Μαρία σκεφτικὴ ἔβγαζε τὶς κάλτσες της Ἀπὸ τὸ σῶμα της ἔβγαιναν φωνὲς ἄλλων ἀνθρώπων ἑνὸς στρατιώτη ποὺ μιλοῦσε σὰν ἕνα πουλὶ ἑνὸς ἀρρώστου ποὺ εἶχε πεθάνει ἀπὸ πόνους προβάτων καὶ τὸ κλάμα τῆς μικρῆς ἀνεψιᾶς τῆς Μαρίας ποὺ αὐτὲς τὶς μέρες εἶχε γεννηθεῖ
Ἡ Μαρία ἔκλαιγε ἔκλαιγε τώρα ἡ Μαρία γελοῦσε ἅπλωνε τὰ χέρια της τὸ βράδυ ἔμενε μὲ τὰ πόδια ἀνοιχτὰ
Ὕστερα σκοτείνιαζαν τὰ μάτια της μαῦρα μαῦρα θολὰ σκοτείνιαζαν
Τὸ ραδιόφωνο ἔπαιζε Ἡ Μαρία ἔκλαιγε Ἡ Μαρία ἔκλαιγε τὸ ραδιόφωνο ἔπαιζε
Τότε ἡ Μαρία σιγὰ-σιγὰ ἄνοιγε τὰ χέρια της ἄρχιζε νὰ πετάει γύρω-γύρω στὸ δωμάτιο
Τὸ ἀεροπλάνο
Δὲν ἀγαπῶ τὸ ἀεροπλάνο πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό ἡ ὡραία γυναίκα ἀγαπάει τὴν πίσσα πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό
Ἡ γυναίκα στάθηκε στὴ Μεγάλη Πόρτα πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό τὸ παιδὶ ἀπ᾿ τὸ Στενὸ Παράθυρο βγῆκε κι ἔμεινε μετέωρο στὸ Κενό
Τέλειωσε τέλειωσε τὸ ἑκτόπλασμά μου πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό δὲ θὰ σᾶς ταράζω πιὰ μὲ τὰ ὄνειρά μου πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό
Οὔτε ὅμως θὰ μὲ ξεσκίζετε μὲ τὰ σύρματά σας πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό δὲν ἀγαπῶ τὸ ἀεροπλάνο πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό
Ὁ τρελὸς λαγός
Γύριζε στοὺς δρόμους ὁ τρελὸς λαγὸς γύριζε στοὺς δρόμους ξέφευγε ἀπ᾿ τὰ σύρματα ὁ τρελὸς λαγὸς ἔπεφτε στὶς λάσπες
Φέγγαν τὰ χαράματα ὁ τρελὸς λαγὸς ἄνοιγε ἡ νύχτα στάζαν αἷμα οἱ καρδιὲς ὁ τρελὸς λαγὸς ἔφεγγε ὁ κόσμος
Βούρκωναν τὰ μάτια του ὁ τρελὸς λαγὸς πρήσκονταν ἡ γλώσσα βόγγαε μαῦρο ἔντομο ὁ τρελὸς λαγὸς θάνατος στὸ στόμα
Συμπέρασμα
Ἡ γάτα ἦρθε σὰ φωνὴ ἀπὸ ἕναν ὁρίζοντα φοβισμένο ἔβρεχε καὶ πρησμένα ὄνειρα βογγοῦσαν ὀληνύχτα τὸ πρωὶ ὁ ἄνθρωπος πλύθηκε καὶ ξυρίστηκε ὅπως πάντα καὶ γύρω του χτυποῦσαν τὰ σφυριὰ ὅπως πάντα στὸ δρόμο καθὼς ἔβγαινε ἀπάντησε μίαν ἁγία ντυμένη στὰ βυσσινιὰ εἶχε πεθάνει πάνω στὸν τροχὸ πρὶν ἀπὸ ἑκατοντάδες χρόνια ὁ γαλατᾶς τὸν εἶδε καὶ τὸν χαιρέτησε ἔπειτα τὸν χαιρέτησε ὁ ταχυδρόμος κι ὕστερα τί ν᾿ ἀπόγινε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τὰ ροῦχα του κυκλοφόρησαν σ᾿ ἐφημερίδες τὸ ἕνα του μάτι τὸ κρατοῦσε κι ἔπαιζε ἕνα μικρὸ κορίτσι μαῦρα αὐτοκίνητα μεταφέραν τὰ κομμένα μέλη του καὶ ἡ καρδιά του ἀερόστατο γελοῦσε στὸ κενό
Ὁ στρατιώτης ποιητής
Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα μέσα σε κρότους μέσα σε κρότους κύλησε ἡ ζωή μου
Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα μέσα στὸ φόβο μέσα στὸ φόβο πέρασε ἡ ζωή μου
Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα δὲν ἔχω γράψει ποιήματα μόνο σταυροὺς σὲ μνήματα καρφώνω
|
Τοπίο
-Ἕνα κορίτσι πνίγεται μέσα στὸ μαῦρο ἐγὼ ἀνεβαίνω σ᾿ ἕναν ἄσπρο οὐρανό
Μέσα στὸν ἔρημο χιονιὰ ἕνας παπὰς κατάμαυρος μέσα στὴν παγωνιὰ λίγα μαῦρα πουλιὰ σ᾿ ἕνα κλαδὶ κι ἕνα μόνο λουλούδι καὶ μιὰ φωνή:
-Ἐγὼ ἀνεβαίνω σ᾿ ἕναν ἄσπρο οὐρανὸ μέσα στὸ μαῦρο πνίγεται ἕνα κορίτσι
Τὸ πρωὶ καὶ τὸ βράδυ
Τὸ πρωὶ βλέπεις τὸ θάνατο νὰ κοιτάζει ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν κῆπο τὸ σκληρὸ πουλὶ καὶ τὴν ἥσυχη γάτα πάνω στὸ κλαδὶ
ἔξω στὸ δρόμο περνάει τ᾿ αὐτοκίνητο-φάντασμα ὁ ὑποθετικὸς σωφὲρ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ σκούπα τὰ χρυσὰ δόντια γελάει καὶ τὸ βράδυ στὸν κινηματογράφο βλέπεις ὅ,τι δὲν εἶδες τὸ πρωὶ τὸ χαρούμενο κηπουρὸ τὸ ἀληθινὸ αὐτοκίνητο τὰ φιλιὰ μὲ τὸ ἀληθινὸ ζευγάρι
ὅτι δὲν ἀγαπάει τὸ θάνατο ὁ κινηματογράφος
|
Ὁ καθρέφτης
Στὴ Νόρα Ἀναγνωστάκη
Σὰ γύρισε ὁ καθρέφτης μου στὸν οὐρανὸ φάνηκε ἕνα φεγγάρι μισοφαγωμένο ἀπὸ τὰ κόκκινα μυρμήγκια τῆς φωτιᾶς κι ἕνα κεφάλι πλάι του νὰ καίει κι αὐτὸ μέσα σε πύρινη βροχὴ
νὰ λάμπει τὸ κεφάλι νὰ φέγγει καθὼς τὸ ἔπαιρνε τὸ ἔκανε κάρβουνο ἡ φωτιὰ
νὰ ψιθυρίζει: -Τὰ δέντρα καῖνε φεύγουνε σὰν τὰ μαλλιὰ ὁ ἄγγελος χάνεται μὲ καψαλισμένα τὰ φτερὰ κι ὁ πόνος σκύλος μὲ σπασμένο πόδι μένει μένει
Ὁ ποιητής
Σὰ θὰ μὲ βροῦνε πάνω στὸ ξύλο τοῦ θανάτου μου γύρω θά ῾χει κοκκινίσει πέρα γιὰ πέρα ὁ οὐρανὸς μιὰ ὑποψία θάλασσας θὰ ὑπάρχει κι ἕν᾿ ἄσπρο πουλί, ἀπὸ πάνω, θ᾿ ἀπαγγέλλει μέσα σ᾿ ἕνα τρομακτικὸ τώρα σκοτάδι, τὰ τραγούδια μου.
Τὸ χρυσάφι
Κάποτε θὰ σταματήσουμε σὰ μιὰ γαλάζια ἅμαξα μέσ᾿ στὸ χρυσάφι δὲ θὰ μετρήσουμε τὰ μαῦρα ἄλογα δὲ θά ῾χουμε τίποτα ν᾿ ἀθροίσουμε δὲ θά ῾χουμε πιὰ τίποτα γιὰ νὰ μοιράσουμε
κρατώντας ἕνα ξύλο θὰ περάσουμε μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τρύπα τοῦ ἥλιου ποῦ θὰ καίει
|
Κυριακή
Κύματα Κυριακῆς τὰ μάτια μου κύματα μοναξιᾶς τὰ χέρια μου τρίζουν ἀπὸ ὕπνο ἀθῷο τὰ δόντια μέσα στὴν καρδιά μου
τὸ πεθαμένο τὸ παιδί
δὲν ξενιτεύεται πάει κρατώντας ἕνα κόκκινο σκυλάκι μέσα στὸ μαντίλι
τέρατα περπατοῦν ἀνάποδα στὰ ὄνειρα φυσάει ἕνας ἄγριος ἀέρας πάνω ἀπ᾿ τὶς λεμονάδες πετάει μιὰ νυχτερίδα σὰν πικραμένο εὐαγγέλιο
μ᾿ ἕνα μαῦρο πανὶ μία γυναίκα σκεπάζει τὸ φεγγάρι
Ἡ φεγγαράδα
Ἀπὸ αἷμα πουλιῶν πλημμυρισμένο κρυμμένο μένει τὸ φεγγάρι πότε πίσω ἀπὸ δέντρα πότε πίσω ἀπὸ θηρία πότε πίσω ἀπὸ σύννεφα μὲ θόρυβο ποὺ ξεκουφαίνει τὰ φτερὰ ἀγγέλων κάτι θέλουν νὰ ποῦν κάτι σημαίνει εἶναι ἀκόμα καλοκαίρι ὅμως μιὰ μυρωδιὰ ἀπὸ θειάφι φράζει τὸ χειμώνα δὲν ἔχει οὔτε καρέκλα νὰ καθίσεις καὶ οἱ καρέκλες ἔφυγαν στὸν οὐρανό
|
Τὸ ποντίκι
Ὁ ἕνας νὰ μιλάει γιὰ ἕνα Μάρτυρα κι ὁ ἄλλος ν᾿ ἀπαντάει γιὰ ἕναν ποντικὸ Ὁ ἕνας νὰ μιλάει γιὰ ἕναν Ἅγιο κι ὁ ἄλλος ν᾿ ἀπαντάει γιὰ ἕνα σκύλο
καὶ εἶναι τότε ποὺ μέσα στὴ μαυρίλα
εἶδα τὸν Ποιητὴ ὁλομόναχο καὶ γύρω του νὰ λάμπει τὸ κενό
Τὸ κεφάλι τοῦ ποιητῆ
Ἔκοψα τὸ κεφάλι μου τό ῾βαλα σ᾿ ἕνα πιάτο καὶ τὸ πῆγα στὸ γιατρό μου
-Δὲν ἔχει τίποτε, μοῦ εἶπε, εἶναι ἁπλῶς πυρακτωμένο ρίξε το μέσα στὸ ποτάμι καὶ θὰ ἰδοῦμε
τό ῾ριξα στὸ ποτάμι μαζὶ μὲ τοὺς βατράχους τότε εἶναι ποὺ χάλασε τὸν κόσμο ἄρχισε κάτι παράξενα τραγούδια νὰ τρίζει φοβερὰ καὶ νὰ οὐρλιάζει
τὸ πῆρα καὶ τὸ φόρεσα πάλι στὸ λαιμό μου
γύριζα ἔξαλλος τοὺς δρόμους
μὲ πράσινο ἑξαγωνομετρικὸ κεφάλι ποιητῆ
Τὸ πράσινο ἀπόγεμα
Ἐκεῖνο τὸ πράσινο ἀπόγεμα ὁ θάνατος εἶχε βάλει, στόχο τὴν αὐλή μου ἀπ᾿ τὸ νεκρό μου τὸ παράθυρο μὲ τὸ βελούδινό μου μάτι τὸν ἔβλεπα νὰ τριγυρνάει γύριζε καὶ παράσταινε τὸν κουλουρτζῆ γύριζε καὶ παράσταινε τὸν λαχειοπώλη καὶ τὰ παιδιὰ τίποτα δὲν ὑποπτεύονταν ἔπαιζαν μὲ πιστόλια καὶ τσίριζαν αὐτὸς πάλι γύριζε καὶ πλησίαζε καὶ πάλι μάκραινε καὶ ἔφευγε ὕστερα ξαναρχόταν στὸ τέλος ἀγριεύτηκε ἄρχισε νὰ οὐρλιάζει ἔβαψε τὰ μάτια καὶ τὰ νύχια του φούσκωσε τὰ βυζιά του ἄρχισε νὰ μιλάει μὲ ψιλὴ φωνὴ ἔκανε σὰ γυναίκα...
τότε εἶναι ποὺ ἔφυγε ὁριστικὰ ψιθυρίζοντας:
-Δὲν εἶχα τύχη σήμερα αὔριο θὰ ξανάρθω
Τὰ χελιδόνια μου
Δὲ σᾶς γνωρίζω ἐφέτος καημένα χελιδόνια μου πετᾶτε ἄραγε ὅπως ἄλλοτε ἢ μήπως σὲ ρόδες πάνω νὰ κυλᾶτε
ὅμως τὸ μάτι σας γιατί ἔτσι μεγάλωσε τεράστιο τεράστιο καὶ πορφυρὸ
μονάχα ὁ οὐρανὸς σᾶς ἔχει ἀπομείνει μὰ νά ῾ναι γιὰ σᾶς τώρα Οὐρανός;
|
Τὰ Γράμματα
Θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα ἔριξες τὸ χρυσό σου δαχτυλίδι μὲς στὴ θάλασσα στὴν ἀμμουδιὰ μὲ τὸ νεκρὸ κρανίο κι ὅλα τὰ βουλιαγμένα καράβια βγῆκαν στὸν ἀφρὸ κι ὁ καπετάνιος ζωντανὸς κι οἱ ναύκληροι νὰ χαμογελᾶνε
εἶπα θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα
καὶ στὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ μου τοῦ προγονικοῦ ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα μου κουνᾶνε τὰ μαντήλια τους καὶ χαιρετᾶνε
τὰ ποιήματά μου ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ τὰ διαβάσουν ἔχουν ξεχάσει νὰ διαβάζουν λένε τὸ κάπα ἄλφα καὶ τὸ δέλτα ἔψιλον
καὶ σὺ μοῦ εἶπες ψέματα στὸν τόπο αὐτὸ τοῦ κόκκινου γελαστοῦ κρανίου μὲ ξεγέλασες γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σὲ γέλασα καὶ μὲ πιστέψατε
κατάρα μὲ τὶς ἑφτὰ σκιὲς
πάντα θὰ γράφω ποιήματα
Σὰν Πανηγύρι
*
Ἡ Κυρα-Λένη ὅλη μέρα τραγουδάει δὲν τὸ καταλαβαίνει ὅτι κλαίει
*
Κάθε βράδυ ἡ μάννα μου μὲ ταΐζει χῶμα ἔγινα καθὼς φαίνεται πουλὶ ἱστορικό
*
νεκρὸ πουλὶ ἀκονίζω τὰ μαχαίρια μου ἡ Ἱστορία (βλέπετε) δὲν κάνει διάκριση νεκρὸς ἢ ζωντανός.
*
Εὐλογημένη Κυριακὴ καταραμένη μέρα ποὺ μ᾿ ἕνα χτύπημα ὁ θεοκόπος μ᾿ ἔσπασε στὰ δυό.
Σημάδια κίτρινα
Κίτρινα ἀερόπλοια ξάφνου γέμισαν τὸν οὐρανὸ ἄλλα μικρὰ κι ἄλλα μεγάλα κίτρινοι σκελετοὶ κούναγαν τὰ χέρια καὶ οὐρλιάζαν ὅπως καὶ κίτρινες κανάρες μεγάλες πεταλοῦδες μὲ πόδια μικρῶν παιδιῶν ποὺ κρέμονταν μαζὶ μ᾿ ἀστέρια κίτρινα ποὺ δὲν τὰ γνώριζαν καὶ τὰ μισοῦσαν
ἀπὸ τὴ γὴ κοίταζαν κίτρινοι οἱ ἀστροναῦτες
δὲν τὸ περίμεναν
Ο ΑΓΓΛΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ DANTE GABRIEL ROSSETI ΓΡΑΦΕΙ ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
Ἄκου! Σοῦ ἔλεγα τότε τὴν ἀλήθεια τὴν ἤξερα τότε τὴν ἀλήθεια
– Ὄχι, μοῦ ἔλεγες τὰ πουλιὰ φυτρώνουν τὰ γουρούνια πετᾶνε τὰ λουλούδια περπατᾶνε οἱ ἄνθρωποι, λένε πάντα ψέματα
σοῦ ἔδειχνα ἕνα πουλὶ ἔλεγες – Εἶναι λουλούδι σοῦ ἔδειχνα ἕνα λουλούδι ὄχι, ἔλεγες – Εἶναι πουλὶ
κι οἱ ἄνθρωποι λένε πάντα ψέματα
τώρα ἐγὼ βλέπω τὸ φεγγάρι αὐτὸ τὸ σπασμένο σπαστικὸ παιδὶ ποὺ ὁ Ἰούλιος Βὲρν ἔλεγε κάποτε: – Οἱ ἄνθρωποι θὰ τὸ κατοικήσουν βλέπω αὐτὸ τὸ μεγάλο χιονισμένο φέρετρο ποὺ ρίχνουν κάθε μέρα μὲ κρότο πάνω του πρόκες κι ἐπιμένουνε νὰ τ᾿ ὀνομάζουν
ΓΗ
ἴσως νὰ εἶχες δίκιο τότε
γι᾿ αὐτὸ μπόρεσες καὶ ἔζησες γι᾿ αὐτὸ μπόρεσα καὶ ἔζησα
ΑΥΓΗ
ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ
Ὅμως ὑπάρχουν ἀκόμα λίγοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν εἶναι κόλαση ἡ ζωή τους
ὑπάρχει τὸ μικρὸ πουλὶ ὁ κιτρινολαίμης ἡ Fraülein Ramser καὶ πάντοτε τοῦ ἥλιου οἱ ἀπομείναντες οἱ ἐρωτευμένοι μὲ ἥλιο ἢ μὲ φεγγάρι
ψάξε καλὰ βρές τους, Ποιητή! κατάγραψέ τους προσεχτικὰ γιατί ὅσο πᾶν καὶ λιγοστεύουν
λιγοστεύουν
Η ΛΑΜΨΗ
– Πετᾶς; τὸν ρώτησε αὐτὸς ποὺ κρατοῦσε τὸ μαχαίρι. Ὁ ἄλλος σιγὰ σιγὰ δὲν πάταγε πιὰ τὸ χῶμα, σιγὰ σιγὰ εἶχε σηκωθεῖ κάπου μισὸ μέτρο πάνω ἀπὸ τὴ γῆ. – Ὅμως - εἶπε ὁ πρῶτος: Ἐγὼ μπορῶ κι ἔτσι ποὺ ἀνεβαίνεις νὰ σ᾿ τὸ καρφώσω τὸ μαχαίρι. Καὶ τότε μὲ μιὰ λάμψη ὁ ἄλλος καὶ μ᾿ ἕνα σφύριγμα ἐκκωφαντικὸ σὰ σφαίρα πυροβόλου χάθηκε, ἐξαφανίστηκε μέσα στὸ διάστημα.
Ἔκπληκτος κοίταζε ὁ ἀπομείνας τὸ ἄχρηστο πιὰ χέρι του.
ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ
Μέσα στὸν τάφο μου Περπατῶ ταραγμένος τ᾿ ἀπάνω κάτω τ᾿ ἀπάνω κάτω
ἀκούω τὰ πράγματα τριγύρω νὰ οὐρλιάζουν ἰδέες-αὐτοκίνητα αὐτοκίνητα-ἰδέες
ἀνθρῶποι περνᾶνε μιλοῦνε, γελᾶνε γιὰ μένα
λένε ἀλήθειες λένε ψευτιὲς γιὰ μένα, γιὰ μένα!
– Μή, τοὺς φωνάζω μὴ μιλᾶτε γιὰ τὶς νεκρὲς ἀγάπες μου
θὰ ξυπνήσουν θὰ σᾶς βγάλουν τὰ μάτια!
ΑΣΑΗ
Ὅταν ἀνέβαινες στὸ βουνὸ ἐσὺ κατέβαινες στὴν πεδιάδα νὰ κυνηγᾶς ψυχὲς νὰ κυνηγήσεις ἄσπρες πεταλοῦδες καὶ τὶς περνᾶς σὲ ἀσημένια ψιλὰ σύρματα γιατί ὁ ἴδιος εἶσαι σὺ αὐτὸς ποὺ ἀνεβαίνει κι αὐτὸς ποὺ κατεβαίνει δὲν εἶναι λοιπὸν ἡ πεταλούδα, πεταλούδα ἡ πεθαμένη δὲν εἶναι πεθαμένη οὔτε ὁ τάφος, τάφος της – Ἀσάη! σοῦ ἐφώναξα λοιπὸν ὅπως σου ἔλεγα ἐγὼ τὶς σκάλες κατεβαίνοντας ἐγὼ ὁ ἴδιος τὶς σκάλες ἀνεβαίνοντας καὶ λίγο ἔλειψε νὰ τσακιστοῦμε ἐγὼ τραβώντας γιὰ τὸν Οὐρανὸ ἐγὼ πέφτοντας κατακόρυφα φωνάζοντας κι οἱ δυὸ μαζί:
– Ἀσάη Ἑσμέ! Ἑσμὲ Ἀσάη!
|
ΟΤΑΝ
Ὅταν κλείνω τὰ μάτια ξεκινάει ἀπὸ μακριὰ ἡ ἀγαπημένη ἔρχεται καὶ μὲ κοιτάζει
ὅταν σβήνω τὸ φῶς ἔρχεται ὁ θάνατος καὶ μοῦ φιλᾶ τὰ χέρια.
Η ΑΓΙΑ
Χ.
Ἦταν ἐκεῖνο τὸ φθινόπωρο ἀπόγεμα ποὺ ἡ Ἁγία μὲ πῆρε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ μὲ ὁδήγησε στὸ μικρὸ σκοτεινὸ δρόμο, ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπῆρχε κἄν. Γιατί ἂν ὑπῆρχε τότε τί ἦταν αὐτὰ τὰ αἵματα κι οἱ στρατιῶτες ποὺ ξεπετάχτηκαν ἀπὸ τοὺς γύρω δρόμους καὶ μὲ δέσανε σ᾿ ἕνα ξύλινο κρεβάτι, τέσσερις μῆνες, κι ὅταν πιὰ μὲ λύσανε ἤτανε χειμώνας, ἔβρεχε συνέχεια κι ἡ Ἁγία χάθηκε κι οὔτε ποὺ ξαναφάνηκε πιά.
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ
Καὶ νὰ ποὺ φάνηκε ὁ Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος στὸν Πόρο τὰ δάχτυλά του κίτρινα καμένα ἀπ᾿ τὰ τσιγάρα τσιγάρα νὰ καῖνε σὰν κεριὰ γύρω γύρω στὰ τραπέζια τσιγάρα πάνω στὶς καρέκλες τσιγάρα παντοῦ κι ἄγρια κόκκινα ποδήλατα νὰ περπατᾶνε. Ὡραῖος σὰν ἀετὸς ὁ Ἐμπειρίκος τὰ μάτια του νὰ καῖνε. - Πῶς ἀπ᾿ τὸν Πόρο, Ἀντρέα; ἐσὺ πάντα πήγαινες στὴν Ἄνδρο. - Κι ἐσὺ Μίλτο, ἔπρεπε νὰ ἤσουνα στὴν Ὕδρα, γιατί στὸν Πόρο; Καὶ τότε ἔσκασε ἐκεῖνο τὸ ὡραῖο τὸ φοβερὸ γέλιο του· πετάχτηκαν τρομαγμένα τὰ σπουργίτια ἕνα σύννεφο σπουργίτια πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατό του.
Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
Ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια σὰν πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα (αὐτός) ὁ νεκρὸς γεννιέται μέσα μου δὲ θέλει δῶρα δὲ θέλει χρήματα πάγο καὶ χρόνια χιόνια καὶ πάγο σκισμένα ροῦχα ἀχνὰ παπούτσια ὁ χρυσὸς νεκρὸς θὰ βγεῖ ἔξω δὲν τὸν γνωρίζει κανένας τὸν ἀλήτη νεκρὸ θὰ κάτσει στὸ πικρὸ καφενεῖο νὰ πιεῖ τὸν καφέ του κι ὕστερα πάλι σὲ λίγες μέρες ἥσυχα θὰ πεθάνει (ὁ νεκρός)
ὅταν ἔρθει ὁ χρόνος
κι ὅλες οἱ ρόδες κόκκινες ὅπως πρῶτα θὰ γυρίζουν πάλι.
|
ἀπὸ τὴ συλλογή ΚΑΤΑΒΥΘΙΣΗ (1990)
ΟΝΕΙΡΟ
Ἕνα μικρὸ σὲ μιὰ κούνια εἶναι πεθαμένο. Μιὰ μαυροφόρα (πιθανῶς ἡ μάνα του) κάθεται ἀπὸ πά- νω του καὶ κλαίει μὲ λυγμούς. Ἔπειτα σιγὰ σιγὰ τὸ ση- κώνει, τὸ βάζει κάτω... τὸ μικρὸ σὰν παραζαλισμένο ἀρχίζει νὰ περπατάει. - Δές, λέω, εἶναι πεθαμένο κι ὅμως περπατάει.
ΗΣΥΧΑΣΤΕ
Πρωὶ πρωὶ καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ σπίτι μου, εἶδα τὸ ἀγγελτήριο τοῦ θανάτου μου. «Τὸν ἀγαπημένο μας φίλο...» ἔγραφε. Ὥστε λοιπὸν δὲν εἶχα συγγενεῖς. Πῆρα γρήγορα ἕνα ταξὶ κι ἀνέβηκα στὴν Κηφισιά. Σ᾿ ὅλο τὸν δρόμο ὑπῆρχαν τεράστια πανὼ ποὺ γράφαν: «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ». Στὴν Κηφισιὰ εἶχα ραντεβοὺ μὲ τὸν Διάβολο. Καθόταν σ᾿ ἕνα καφενεῖο καὶ μὲ μία μαύρη βούρτσα βούρτσιζε τὰ ροῦχα του. -Ἐντάξει, μοῦ εἶπε, εἶναι ὅλα κανονισμένα. -Σᾶς ἐξασφαλίσαμε ἀκόμα καὶ νερό. -Ἡσυχάστε -Ἡσυχάστε -Ἡσυχάστε
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Ἕνας κρύος ἀγέρας φύσηξε μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ πρόσωπα τοῦ Μεγά- λου Καθρέφτη μου. Τὰ πῆρε ὕστερα ὁ ἥλιος κι ἡσύχασαν Εἶναι μέσα στὸν καθρέφτη, ζωντανοὶ μαζὶ καὶ νεκροί: Ἐγὼ ὁ Κάφκα, μιὰ μεταβυζαντινὴ ἁγία κι ὁ Ντύλαν Τόμας. Ὁ Ντύλαν Τόμας φούσκωσε, ἔβγαλε μία κραυγὴ κι ἔσκασε μὲ κρότο. Οἱ στίχοι του ὅμως μείναν ἀνέπαφοι, ὡραῖοι, μα- ζὶ μὲ τοὺς δικούς μου ἀγκαλιάζονται. Ὁ Κάφκα ἔβγαλε μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ μάτια του δυὸ ψάρια καὶ δυὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Τὰ πέταξε κατ᾿ ἐπάνου μας γιὰ νὰ μᾶς κάψει. Ἡ ἁγία ὅπως καὶ ἄλλοτε εἶναι δεμένη πάνω στὸν τροχὸ ποὺ γυρίζει. Τρέχουν τὰ αἵματά της. Στὸ τέλος τοὺς παίρνει ὅλους ὁ διάβολος καὶ ἡσυχάζουν.
LYNNE
Θυμάστε τότε ποὺ ἔγραφα γιὰ τὰ δαιμονισμένα πορτοκάλια;
στὸν Πόρο βρέθηκε ἡ Lynne ἕνα κορίτσι ἀπὸ τὴν γηραιὰ Ἀλβιόνα ὅμως ξαφνικὰ ἔκλεισε τὸ μπὰρ βλέπω ὄνειρα φριχτὰ στὸν Πόρο μπὰρ καὶ μπαράκια καὶ τὰ κουμπαράκια. Ἂν δὲν βρεῖ ἀλλοῦ δουλειὰ ἡ Lynne θὰ γυρίσει πίσω στὰ ζῷα καὶ τὰ θηρία της καὶ τὴν ἀγαπῶ Lynne, Lynne, πῶς ἔτσι ἀναποδογύρισε ὁ κόσμος Πόρος, θερμοκρασία 43° κάτι τὸ πρωτοφανές!
καὶ τότε καληνύχτα σας.
ΤΑ ΝΗΣΙΑ
Ὁ Ἔρωτας εἶναι ὁ θάνατος καθὼς περιμένω μέρες καὶ μέρες γιὰ νὰ γυρίσεις ἔτσι ποὺ τριγυρίζεις τὰ νησιὰ νησιὰ θανάτου καθὼς περιμένω τόσες ἡμέρες κι ὦρες θανάτου γιὰ νὰ γυρίσεις γιατί ἔρωτας εἶναι ὁ θάνατος ἀπ᾿ τοῦ θανάτου τὰ νησιὰ νὰ ξαναρθεῖς.
ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Στὴν Ἑλένη Θ. Κωνσταντινίδη
Εἶναι τὰ λυπημένα Χριστούγεννα 1987 εἶναι τὰ χαρούμενα Χριστούγεννα 1987 ναί, τὰ χαρούμενα Χριστούγεννα 1987! σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα... Ἄ! ναὶ εἶναι πάρα πολλά. Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε ὁ Διονύσιος Σολωμὸς πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε ὁ Νίκος Ἐγγονόπουλος πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε ὁ Μπουζιάνης πόσα ὁ Σκλάβος πόσα ὁ Καρυωτάκης πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε ὁ Σκαλκώτας πόσα πόσα Δυστυχισμένα Χριστούγεννα τῶν Ποιητῶν.
ΣΤΟ ΒΑΠΟΡΙ
Ὁ ἀδύνατος εὐγενικὸς κύριος μὲ τὸ βυσσινὶ πόδι φαίνεται πολὺ εὐτυχισμένος ἀντίθετα μὲ τὸ κοριτσάκι ποὺ κλαίει διαρκῶς γιατὶ ἡ μαμά του δὲν τοῦ ἀγοράζει τὸ μικρὸ ἀνεμιστηράκι· κι ἐγὼ πελιδνὸς ποιητὴς «πράσινος ἥλιος τὰ δέντρα καῖνε» κάποτε θὰ περπατήσω ἐπὶ τῶν ὑδάτων ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅμως ἐπὶ τοῦ παρόντος εἶμαι πολὺ κουρασμένος καὶ σᾶς Χαιρετῶ πέρα-γιὰ-πέρα ὅπως ὁ Καραγκιόζης.
|
ἀπὸ τὴ συλλογή ΕΚΤΟΤΕ (1996)
Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
μνήμη Ἄρη Κωνσταντινίδη
Βάδιζα κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς μιὰ βαριὰ συννεφιὰ σκέπαζε τὸν οὐρανὸ τὰ κύματα γκρίζα κι ἀνατριχιαστικὰ κύματα γκρίζα σκάζαν στὴν παραλία μιὰ δύναμη μ᾿ ἔσπρωχνε νὰ κάνω στροφὴ ν᾿ ἀρχίσω νὰ περπατάω πάνω στὰ κύματα μαῦρες γάτες περπατοῦσαν πάνω στὰ γκρίζα κύματα καὶ ἡ ψυχή μου ἦταν νεκρή.
Ὅμως ξαφνικὰ ἕνας ἥλιος ἔσκισε τὰ σύννεφα. ἡ θάλασσα ἔγινε πάλι γαλάζια ζωντάνεψε πάλι ἡ ψυχή μου
κι ἐξακολούθησα τὸν περίπατό μου.
ΙΟΥΛΙΟΣ 1999
– Ἔ, Μάρκο Πόλο μοῦ φώναξε τότε «ὁ Χριστός» ἄδεια ἡ Φωκίωνος Νέγρη μονάχα ἐμεῖς οἱ δυὸ εἴχαμε μείνει καὶ τὰ σκυλιά.
Η ΜΗΤΕΡΑ
Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ σπίτι μου. Οἱ δρόμοι ἦταν γεμάτοι ἐρείπια· μοναχὰ τοίχους πεσμένους καὶ πέτρες ἔβλεπες· κι οὔτε ἕνας ἄνθρωπος δὲν φαινόταν. Καὶ τότε φάνηκε ἡ ἄρρωστη μητέρα. Ποτὲ δὲν ἦταν τόσο καλά, γεμάτη ἐνέργεια καὶ δύναμη, μὲ πῆρε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα συμπαθητικὸ δωμάτιο, τὸ σπίτι μας. Ἐγὼ ἔκλαιγα, ἔκλαιγα γοερά... Κι αὐτή: Μὴ κλαῖς, ὁ καθένας μας μὲ τὴ σειρά του.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ
Καημένε Νίκο τί ζωὴ ἦταν κι αὐτὴ κατατρεγμένος ἀπὸ τοὺς Κατσιμπαλῆδες οἱ πλούσιοι φτύναν πάνω στὴ φτώχεια σου ὅμως ἐσὺ καλὰ ἔκανες ἔπινες τὰ οὐζάκια σου κι ὅλους αὐτοὺς τοὺς μούντζωνες καὶ πρὶν νὰ φύγεις πρόφτασες κι ἁρπάχτηκες ἀπὸ ἕνα κάτασπρο σύννεφο ἀπὸ ψηλὰ τώρα ἀπὸ τὸ σύννεφο αὐτὸ κοιτάζεις τὴν ἀθανασία σου.
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΛΙΡΕΣ
Στὸ καφενεῖο ἔρχεται ὁ χοντρὸς νονός μου μὲ τὶς λίρες Οὔτε μία δὲν εἶναι γιὰ σένα, λέει γιατὶ δὲν ἔγινες ὁ βαφτιστικός μου ποὺ περίμενα. Τότε λέω κι ἐγὼ στὸ γκαρσόνι, πλάι μου - Φέρε μου ἕνα φλιτζάνι μὲ μελάνι.
|
Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ ΤΟΥ ΠΟΡΟΥ
Κάθε χρόνο κατὰ τὸ μήνα Αὔγουστο εἰσβάλλει στὸ προαύλιο τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου ἡ μαύρη πεταλούδα τοῦ Μοναστηριοῦ πετάει ἀπὸ πέτρα σὲ πέτρα τὰ παιδιὰ προσπαθοῦν νὰ τὴν πιάσουν ἀλλὰ δὲν τὸ κατορθώνουν εἶναι ἡ Ἅγια-Πεταλούδα τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου πετάει ἀπὸ πέτρα σὲ πέτρα μόνο γιὰ λίγες μέρες κι ὕστερα χάνεται γιὰ νὰ ξαναεμφανιστεῖ πάλι τὸν ἄλλο Αὔγουστο ἡ Ἅγια μαύρη-Πεταλούδα τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου...
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΟΚΚΟΡΑΣ
Γέλασε ὁ μαῦρος κόκορας ὅταν τοῦ εἶπαν πῶς θὰ τὸν σφάξουν ὅταν ὅμως ἦρθε ἡ ὥρα ἡ κακή του ὥρα ἔκλαψε ὁ μαῦρος κόκορας ἔκλαψε ὁ μαῦρος κόκορας
Ο ΓΑΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ
Ὁ θλιβερὸς γάμος ποὺ δὲν ἔγινε ἀναποδογύρισαν τὰ βάζα σπάσαν τὰ λουλούδια τὰ στέφανα πῆραν φωτιὰ καὶ τὰ πετροβολῆσαν μὲ κουφέτα.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ
Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ σπίτι μου... Γύρω Πέφταν μεγάλα ἀγκωνάρια ἀπό τοὺς τοίχους τῶν ἄλλων σπιτιῶν ποὺ γκρεμίζονταν καὶ εἶναι θαῦμα πῶς δὲν πέφταν πάνω μου. Προχωροῦσα λοιπὸν μέσα στὸ βουητὸ καὶ τὸ κακό, καὶ νά, ξαφνικὰ βρέθηκα μπροστὰ στὸ σπίτι μου, ποὺ ἦταν ἀκόμη ὄρθιο. Στάθηκα λοιπὸν στὴν ἐξώπορτα καὶ καθὼς προχώρησα πρὸς τὴ μεγάλη πόρτα τοῦ σαλονιοῦ, εἶδα τὸ Χριστό, μέσα σὲ λάμψη, μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα στὰ πλάγια νὰ μὲ κοιτάζει αὐστηρά. Ἀνατρίχιασα, κοπῆκαν τὰ πόδια μου, ἔγειρα καὶ ἔπεσα κάτω λιπόθυμος.
Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ
Ὅλοι κοιμοῦνται κι ἐγὼ ξαγρυπνῶ περνῶ σὲ χρυσὴ κλωστὴ ἀσημένια φεγγάρια καὶ περιμένω νὰ ξημερώσει γιὰ νὰ γεννηθεῖ ἕνας νέος ἄνθρωπος μέσ᾿ στὴν καρδιά μου τὴν παγωμένη ἀπὸ ἄγρια φαντάσματα καὶ τόση μαύρη πίκρα. |
ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Ἔρχεται φέτος κουρασμένη ἡ Ἄνοιξη (νά) κουβαλάει τόσα χρόνια τὰ λουλούδια πάνω της.
Σκοτεινοὶ ἄνθρωποι στὶς γωνιὲς τὴν παραμονεύουν γιὰ νὰ τὴν τσακίσουν.
Αὐτὴ ὅμως μὲ κρότο ἀνάβει ἕνα-ἕνα τὰ λουλούδια της στὰ μάτια τοὺς τὰ ρίχνει (γιά) νὰ τοὺς στραβώσει.
Ο ΑΓΙΟΣ
Τρελὰ ποντίκια ροκανίζουν τὸ χλωμὸ μυαλό του ὅλο λέει νὰ πάρει ἕνα αὐτοκίνητο νὰ πάει στὸν τόπο ποὺ ἔζησε ὁ ἔρωτάς του ὅμως πάντα στὸ ἴδιο μέρος μένει γιατί τρελὰ ποντίκια ἔχουν ροκανίσει τὸ χλωμὸ μυαλό του.
ΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΑ
Αὐτὰ τὰ αἱματώδη γαρίφαλα ποῦ στολίζουν τὸ γραφεῖο μου μοῦ θυμίζουν τὸ αἷμα ποὺ ἔβγαζα στὰ νιάτα μου ὅταν ἄλλοι πολεμοῦσαν καὶ ἄλλοι γλένταγαν στὴν καταραμένη χώρα.
ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Ξάφνου μιὰ ὁμάδα μαύρων σκύλων ὅρμησε πάνω στὴ σκηνή. - Αὐτὸ δὲν τό ῾χαμε προβλέψει, οὔρλιαξε πανικόβλητος ὁ θεατρίνος.
Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (6ο μέρος)
Ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ στρατιώτης ποὺ σταυρώθηκε ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ ρολόγι ποὺ σταμάτησε ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ κλωνάρι ποὺ ἄναψε ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ βελόνα ποὺ ἔσπασε ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ ἐπιτάφιος ποὺ ἄνθισε ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ χέρι ποὺ σημάδεψε ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ πλάτη ποὺ ἀνατρίχιασε ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ φιλὶ ποὺ ἀρρώστησε ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ μαχαίρι ποὺ ξαστόχησε ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ λάσπη ποὺ ξεράθηκε ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ πυρετὸς ποὺ ἔπεσε
Ποιήματα (1945-1971)
Ἕνας μεγάλος οὐρανὸς γεμάτος χελιδόνια τεράστιες αἴθουσες δωρικὲς κολῶνες τὰ πεινασμένα τὰ φαντάσματα καθισμένα σὲ καρέκλες στὶς γωνιὲς νὰ κλαῖνε τὰ δωμάτια μὲ τὰ νεκρὰ πουλιὰ ὁ Αἴγιστος τὸ δίχτυ ὁ Κώστας ὁ Κώστας ὁ ψαρὰς ὁ πονεμένος ἕνα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα ποὺ ἀνεμίζουνε νεράντζια σπᾶνε τὰ τζάμια στὰ παράθυρα καὶ μπαίνουν μέσα ὁ Κώστας σκοτωμένος ὁ Ὀρέστης σκοτωμένος ὁ Ἀλέξης σκοτωμένος σπᾶνε τὶς ἁλυσίδες στὰ παράθυρα καὶ μπαίνουν μέσα ὁ Κώστας ὁ Ὀρέστης ὁ Ἀλέξης ἄλλοι γυρίζουνε στοὺς δρόμους ἀπὸ τὸ πανηγύρι μὲ φῶτα μὲ σημαῖες μὲ δέντρα φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει κάτω φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ τ᾿ ἄλογα τ᾿ Ἀχιλλέα πετοῦν στὸν οὐρανὸ βολίδες συνοδεύουνε τὸ πέταμά τους ὁ ἥλιος κατρακυλάει ἀπὸ λόφο σὲ λόφο καὶ τὸ φεγγάρι εἶναι ἕνα πράσινο φανάρι γεμάτο οἰνόπνευμα τότε νυχτώνει ἡ σιωπὴ τοὺς δρόμους καὶ βγαίνει ὁ τυφλός με τὸ μπαστούνι του παιδιὰ τὸν ἀκoλουθᾶνε στὶς μύτες τῶν ποδιῶν δὲν εἶναι ὁ Οἰδίποδας εἶναι ὁ Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς παίζει μίαν ἐξαντλητικὴ θανάσιμη φλογέρα εἶναι ὁ νεκρὸς Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς.
Ὁ σταθμός
μνήμη Guillaume Apollinaire
Μέσα στὸν ὕπνο μου ὅλο βρέχει, γεμίζει λάσπη τ᾿ ὀνειρό μου εἶναι ἕνα σκοτεινὸ τοπίο καὶ περιμένω ἕνα τραῖνο.
Ὁ σταθμάρχης μαζεύει μαργαρίτες ποὺ φύτρωσαν πάνω στὶς ράγιες γιατὶ ἔχει πολὺν καιρὸ νἄρθῃ τραῖνο σ᾿ ἐτοῦτον τὸ σταθμὸ καὶ ξάφνου πέρασαν τὰ χρόνια κάθομαι πίσω ἀπ᾿ ἕνα τζάμι μάκρυναν τὰ μαλλιά, τὰ γένεια σὰ νἆμαι ἄρρωστος πολὺ κι ὅμως μὲ παίρνει πάλι ὁ ὕπνος σιγὰ-σιγὰ ἔρχεται ἐκείνη κρατάει στὸ χέρι ἕνα μαχαίρι μὲ προσοχὴ μὲ πλησιάζει τὸ μπήγει στὸ δεξί μου μάτι!
© Ἐκδόσεις Κέδρος καὶ Μίλτος Σαχτούρης Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000.
Φθινόπωρο
Τί γυρεύει τὸ κορίτσι στὸ σκοτάδι τῆς καρέκλας; γρήγορα καθὼς νυχτώνει τὸ φθινόπωρο γδύνεται μὲ σύννεφα μπροστὰ στὰ μάτια μὲ τὴ βροχὴ μέσ᾿ στὸ κεφάλι μὲ τὴ βελόνα στὴν καρδιὰ βγάζει τὶς κάλτσες βγάζει τὰ λουλούδια πετάει τὸ φωτοστέφανο ἔξω τὰ φύλλα τοῦ καιροῦ βάφονται μέσ᾿ στὸ αἷμα
© Ἐκδόσεις Κέδρος καὶ Μίλτος Σαχτούρης Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000.
Τὸ καναρίνι
Τὸν ἔστησαν ἐκεῖ ὅπου φυσάει ὁ πιὸ ἄγριος ἄνεμος τὸν ἔταξαν στὶς παγωνιὲς τοῦ δῶσαν ἕνα φόρεμα μαῦρο καὶ μία γραβάτα κόκκινη ἕναν ἥλιο τρυπημένο μὲ καρφὶ νὰ στάζει μαῦρα γυαλιὰ αἷμα πάνω στὸ δηλητήριο ἕνα κοντάρι κι ἕνα καναρίνι τὸν ἔστησαν ἐκεῖ ὅπου τινάζεται ὁ πόνος τὸν ἔδωσαν στὸ θάνατο νὰ λάμπει ἀσημένιος
© Ἐκδόσεις Κέδρος καὶ Μίλτος Σαχτούρης Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000.
Τὸ περιστέρι
Ἀπὸ δῶ θὰ περνοῦσε τὸ περιστέρι εἶχαν ἀνάψει δαδιὰ γύρω στοὺς δρόμους ἄλλοι ἄνθρωποι φύλαγαν στὶς δενδροστοιχίες παιδιὰ κρατοῦσαν στὰ χέρια σημαιοῦλες περνοῦσαν οἱ ὦρες κι ἄρχισε νὰ βρέχει ἔπειτα σκοτείνιασε ὅλος ὁ οὐρανὸς μιὰ ἀστραπὴ ψιθύρισε κάτι φοβισμένα καὶ ἄνοιξε ἡ κραυγὴ στὸ στόμα τοῦ ἀνθρώπου
τότε τὸ ἄσπρο περιστέρι μ᾿ ἄγρια δόντια σὰ σκύλος οὔρλιαξε μέσα στὴ νύχτα
© Ἐκδόσεις Κέδρος καὶ Μίλτος Σαχτούρης Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000.
Ὁ κῆπος
Μύριζε πυρετὸς κῆπος δὲν ἤτανε αὐτὸς κάτι παράξενα ζυγαριὰ μέσα του περπατοῦσαν στὰ χέρια τὰ παπούτσια τους φοροῦσαν τὰ πόδια τους ἦταν μεγάλα ἄσπρα καὶ γυμνὰ κάτι κεφάλια σὰν ἄγρια φεγγάρια ἐπιληπτικὰ καὶ κόκκινα τριαντάφυλλα ξάφνου φυτρώνανε γιὰ στόματα ποὺ ὁρμοῦσαν καὶ τὰ ξέσκιζαν οἱ πεταλοῦδες-σκύλοι
© Ἐκδόσεις Κέδρος καὶ Μίλτος Σαχτούρης Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000.
Ὁ Ἅγιος
Αὐτὸς κοιτοῦσε βαθιὰ βαθιὰ μεσ᾿ στὸ πηγάδι τὸ βάθος του δὲν τελείωνε σὲ τούτη τὴ ζωὴ οἱ σάρκες ξεκολλούσανε κι ἔπεφταν μία-μία σε λίγο δὲ θὰ τοῦ ἔμενε παρὰ ὁ σκελετὸς Τὸ πῆρα ἀπόφαση — ἔλεγε — τὸ πῆρα πιὰ ἀπόφαση θὰ ζήσω μέσα στοὺς πνιγμένους καὶ μέσα στοὺς λεπρούς
© Ἐκδόσεις Κέδρος καὶ Μίλτος Σαχτούρης Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000.
Ὁ Ἐλεγκτής
Ἕνας μπαξὲς γεμάτος αἷμα εἶν᾿ ὁ οὐρανὸς καὶ λίγο χιόνι ἕσφιξα τὰ σκοινιά μου πρέπει καὶ πάλι νὰ ἐλέγξω τ᾿ ἀστέρια ἐγὼ κληρονόμος πουλιῶν πρέπει ἔστω καὶ μὲ σπασμένα φτερὰ νὰ πετάω.
Μακάρι νὰ βρεῖ πέννα καὶ χαρτὶ ἐκεῖ ποὺ πάει...
|
Δὲν εἶναι ὁ Οἰδίποδας (ἀπὸ τὰ Ποιήματα 1945-1971, Κέδρος 1977)
Ἕνας μεγάλος οὐρανὸς γεμάτος χελιδόνια τεράστιες αἴθουσες δωρικὲς κολῶνες τὰ πεινασμένα τὰ φαντάσματα καθισμένα σὲ καρέκλες στὶς γωνιὲς νὰ κλαῖνε τὰ δωμάτια μὲ τὰ νεκρὰ πουλιὰ ὁ Αἴγιστος τὸ δίχτυ ὁ Κώστας ὁ Κώστας ὁ ψαρὰς ὁ πονεμένος ἕνα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα ποὺ ἀνεμίζουνε νεράντζια σπᾶνε τὰ τζάμια στὰ παράθυρα καὶ μπαίνουν μέσα ὁ Κώστας σκοτωμένος ὁ Ὀρέστης σκοτωμένος ὁ Ἀλέξης σκοτωμένος σπᾶνε τὶς ἁλυσίδες στὰ παράθυρα καὶ μπαίνουν μέσα ὁ Κώστας ὁ Ὀρέστης ὁ Ἀλέξης ἄλλοι γυρίζουνε στοὺς δρόμους ἀπὸ τὸ πανηγύρι μὲ φῶτα μὲ σημαῖες μὲ δέντρα φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει κάτω φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Οὐρανό τ᾿ ἄλογα τ᾿ Ἀχιλλέα πετοῦν στὸν οὐρανό βολίδες συνοδεύουνε τὸ πέταμά τους ὁ ἥλιος κατρακυλάει ἀπὸ λόφο σὲ λόφο καὶ τὸ φεγγάρι εἶναι ἕνα πράσινο φανάρι γεμάτο οἰνόπνευμα τότε νυχτώνει ἡ σιωπὴ τοὺς δρόμους καὶ βγαίνει ὁ τυφλός με τὸ μπαστούνι του παιδιὰ τὸν ἀκλουθᾶνε στὶς μύτες τῶν ποδιῶν δὲν εἶναι ὁ Οἰδίποδας εἶναι ὁ Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς παίζει μίαν ἐξαντλητικὴ θανάσιμη φλογέρα εἶναι ὁ νεκρὸς Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς
Ὁ Μότσαρτ (ἀπὸ τὰ Ποιήματα 1945-1971, Κέδρος 1977)
Ὁ Μότσαρτ μ᾿ ἕνα μαῦρο σκύλο τριγυρίζει τὰ καμμένα σπίτια· ψάχνει κεῖ μέσα στὴν καφτὴ τέφρα καὶ τὴν καρβου- νίλα. Σὲ μερικὲς γωνιὲς δὲν ἔχουν ἀκόμη σβήσει οἱ φωτιές...
-ΠAPAΞENΟ -λέει- ΠOYΘENA ΔEN AKOYΓETAI ΠIA Η ΜΟΥΣΙΚΗ MOY...
Τὸ Ψωμί
Ἕνα τεράστιο καρβέλι, μιὰ πελώρια φραντζόλα ζεστὸ ψωμί, εἶχε πέσει στὸ δρόμο ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἕνα παιδὶ μὲ πράσινο κοντὸ βρακάκι καὶ μὲ μαχαίρι ἔκοβε καὶ μοίραζε στὸν κόσμο γύρω, ὅμως καὶ μία μικρή, ἕνας μικρὸς ἄσπρος ἄγγελος. κι αὐτὴ μ᾿ ἕνα μαχαίρι ἔκοβε καὶ μοίραζε κομμάτια γνήσιο οὐρανὸ κι ὅλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αὐτή, λίγοι πηγαῖναν στὸ ψωμί, ὅλοι τρέχανε στὸν μικρὸν ἄγγελο ποὺ μοίραζε οὐρανό! Ἂς μὴν τὸ κρύβουμε. Διψᾶμε γιὰ οὐρανό.
Τοῦ θηρίου
Μὴ φεύγεις θηρίο Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια Θὰ σοῦ φτιάξω ἕνα ξύλινο σπίτι Θὰ σοῦ δώσω ἕνα λαγήνι Θὰ σοῦ δώσω κι ἕνα κοντάρι Θὰ σοῦ δώσω κι ἄλλο αἷμα νὰ παίζεις.
Θὰ σὲ φέρω σ᾿ ἄλλα λιμάνια Νὰ δεῖς τὰ βαπόρια πῶς τρῶνε τὶς ἄγκυρες Πῶς σπάζουν στὰ δυὸ τὰ κατάρτια Κι οἱ σημαῖες ξάφνου νὰ βάφονται μαῦρες.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ ἴδιο κορίτσι Νὰ τρέμει δεμένο στὸ σκοτάδι τὸ βράδυ Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σπασμένο μπαλκόνι Καὶ τὸ σκύλο οὐρανὸ Ποὺ βαστοῦσε τὴ βροχὴ στὸ πηγάδι.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τοὺς ἴδιους στρατιῶτες Αὐτὸν ποὺ χάθηκε πᾶν τρία χρόνια Μὲ τὴν τρύπα πάνω ἀπ᾿ τὸ μάτι Κι αὐτὸν ποὺ χτυποῦσε τὶς νύχτες τὶς πόρτες Μὲ κομμένο τὸ χέρι.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σάπιο Μῆλο Μὴ φεύγεις θηρίο Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια. |
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ
στὸν Χρῆστο Μπράβο |
Τὸ ποίημα κάθεσαι καὶ τὸ ξενυχτᾶς σὰν τὸν νεκρό
|
Στις δώδεκα καὶ μισὴ τὴ νύχτα τὴν ἴδια ὥρα καὶ συγχρόνως φάνηκε στὸν μεγάλο καθρέφτη καὶ στὸ παράθυρό μου ὁ Ντύλαν Τόμας μ᾿ ἕνα ἀναμμένο κόκκινο κερὶ στὸ στόμα
νεκρὸς βέβαια κι ἅγιος καὶ τρελὸς ὅπως τόχω ξαναπεῖ
- Ἔλα ἀδερφέ, μοῦ λέει, μαζί μου σάπισες ἐδῶ πέρα ἔλα στὰ βορινὰ φαράγγια τῆς πατρίδας μου ἐδῶ ζεῖς σ᾿ ἕνα σάπιο τόπο ποὺ σὲ κοροϊδεύουν ἐκεῖ χαιρετᾶνε τοὺς τρελοὺς καὶ οἱ παπάδες κι ἡ πάπια δὲ γενάει πιὰ πάγο γενάει κόκκινο αὐγό
Αὐτὰ τὰ λίγα μοῦ εἶπε ὁ μεγάλος ποιητὴς ὄχι πιὰ στὸν καθρέφτη καὶ στὸ παράθυρό μου ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὰ ψηλὰ χορτάρια τοῦ θανάτου του μισὸς ἀπὸ τὴ μέση κι ἀπάνω στὸ φῶς, ἔξω ἀπὸ τὸ χορτάρι μισὸς ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω στὸ σκοτάδι κάτω ἀπὸ τὸ φῶς.
15 Αὐγούστου ῾81 τῆς Παναγίας
|
ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ
Εἶναι πουλιὰ ποῦ δὲν πετᾶνε εἶναι πουλιὰ θαμμένα μέσ᾿ σὲ κουτιά
Εἶναι δωμάτια καὶ εἶναι λέξεις ποὺ σκίζουνε τὸ κεφάλι σὰν καρφιά
Εἶναι καρφιὰ ποῦ δὲν πονᾶνε εἶναι καρφιὰ π᾿ ἀνακουφίζουν
Ὅταν χτυπήσουν πάλι οἱ καμπάνες θὰ πεταχτοῦμε σὰν τὰ πουλιά
ΙΣΤΟΡΙΑ
Ὅταν ἄνοιξε ἡ σκουριασμένη πόρτα σὰν αὐλαία ἔτρεξε ὅπως σάπιο καράβι σὲ κακὸ λιμάνι πρόβαλε γελασμένο τὸ πρόσωπο τοῦ κοριτσιοῦ μέσα στὸ ἄρωμα τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ καπνοῦ ἡ φωνή της σὰ σκοτεινὴ αἴθουσα κινηματογράφου πρόβαλε γελασμένη κι ἐγὼ ἕνα πουκάμισο στὸν ἀέρα μέσα στὸ χαλασμὸ κρεμασμένο ἑτοιμαζόταν νὰ πετάξει
τὸ κορίτσι ἕνα ζωντανὸ λουλούδι ἕνα λουλούδι ἀναμμένο ἕνα ὡραῖο τέρας ἀνάποδα γυρισμένο τὸ στόμα τὰ μάτια τὰ φρύδια ἕνα ὡραῖο τέρας ποῦ χτυποῦσε σὰ μαγικὸ ρολόι τὸ βράδυ αὐτὸ τὸ μαγικό
τέλος προχώρησε ἡ νύχτα τὸ κορίτσι ἔσπασε μέσα στὸν καθρέφτη
ὕστερα φάνηκαν πάλι τεράστια τὸ πρόσωπό μου τὸ πρόσωπό της παραμορφωμένα ἄγρια ματωμένα
σὰν κινηματογράφος
Ο ΣΚΥΛΟΣ
Ὁ σκύλος αὐτὸς πρόβαλε πρώτη φορὰ σὲ δρόμο σκισμένο ἀπὸ κοφτερὰ γυαλιὰ ὕστερα φάνηκε στὸν οὐρανὸ μέσα σε ἕνα σκοτεινὸ πηγάδι τ᾿ οὐρανοῦ ἔπινε ἕνα φῶς ἀστραφτερὸ σκυλίσιο συνόδεψε ἕνα χέρι λίγα βήματα ὕστερα γίνηκε φωτιὰ ἔκλαιγε σὰν κακὸ πουλὶ ἔκαιγε σὰν ἐλπίδα ποιὸς ξέρει ἀπὸ ποὺ ἦρθε καὶ πῶς ἔφυγε
Μὰ ἐγὼ ξέρω πὼς θὰ γίνει θάνατος μιὰ μέρα
Η ΥΔΡΑ
Ἡ Ὕδρα εἶναι μία φραγκοσυκιὰ γεμάτη πυρετὸ ὄνειρα καὶ ἀγκάθια κι ὅπου γυρίσω βλέπω ὅλα κίτρινα καὶ δὲ μπορῶ νὰ κοιτάξω τὰ παράθυρα γιατὶ μέσα περνοῦνε βάρκες φαντάσματα φαντάσματα καΐκια κι ὅλο γυρίζουν κι ὅλο μὲ κοιτάζουνε μάτια ἀνάστροφα καὶ τρομαγμένα
Τ᾿ ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ
Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό
καὶ νὰ ὁ μεγαλύτερος μὲ μιὰ ἀνοιξιάτικη μαύρη γραβάτα ποῦ χάθηκε μέσα σὲ σπηλιὲς θεόστραβες καθὼς κυλοῦσε παίζοντας πάνω σὲ ἀνεμῶνες κόκκινες γλίστρησε μέσ᾿ τοῦ θηρίου τ᾿ ἄγριου τὸ ματωμένο στόμα
ὕστερα ὁ ἄλλος μου ἀδερφὸς ποὺ κάηκε πουλοῦσε κίτρινα βεγγαλικὰ πουλοῦσε κι ἄναβε κίτρινα βεγγαλικὰ - Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - φωτιὰ θὰ διώξουμε ἀπὸ τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα θὰ πάψουν νὰ μολύνουν τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα - Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - κίτρινα βεγγαλικὰ μιὰ μέρα θ᾿ ἀνάψει ὁ οὐρανὸς γαλάζιος
κι ὕστερα ὁ τρίτος ὁ πιὸ μικρὸς ποὺ ἔλεγε πὼς εἶναι νυχτερίδα γι᾿ αὐτὸ ἀγαποῦσε τὰ φεγγάρια καὶ τὰ φεγγάρια μία νύχτα τὸν ἐζώσανε κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔκλεισαν κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔπνιξαν τὸν ἕλιωσαν γύρω-γύρω τὰ φεγγάρια
Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό
Ο ΧΟΡΟΣ
Ἀπὸ τὶς πόρτες ἔμπαιναν εὐτυχισμένοι στολισμένοι ἄλλοι φορούσανε σπαθιὰ κι ἄλλοι μαχαίρια κρατοῦσαν ὄνειρα ζεστὰ στὰ παγωμένα χέρια ὄνειρα ποὺ ἔκαιγε ὁ πυρετὸς λουλούδια πρόβαλαν στοὺς καθρέφτες μενεξέδες ὡραῖα πρόσωπα μὲ σταγόνες ἀσήμι στὸ μέτωπο καὶ στὰ μάγουλα κόκκινα χέρια καὶ τριαντάφυλλα πηχτὰ ὁ ἔρωτας ποὺ ἔκαιγε ψηλὰ στὶς καπνοδόχες ὁ ἔρωτας ποὺ ἔσταζε στοῦ δρόμου τὸ αὐλάκι ὁ ἔρωτας ποὺ βογγοῦσε κάτω ἀπ᾿ τὰ πατήματα τῶν παπουτσιῶν ὁ ἕνας νὰ κατέβει τρέμοντας ἑτοιμόρροπες σκάλες ὁ ἄλλος νὰ τὶς ἀνέβει τρέχοντας γιὰ νὰ προφτάσουν τὸ αἷμα νὰ μὴν παγώσει καὶ τὴν καρδιὰ νὰ μὴ σκιστεῖ ὥσπου τὰ φέρετρα νὰ γίνουν αὔριο ἄσπρες βάρκες καὶ μέσα νὰ τραγουδᾶνε εὐτυχισμένοι οἱ νεκροί
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
Πίσω ἀπὸ τὶς μαυροφορεμένες γριὲς πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τους τὸ ἄσπρο κρεβάτι καὶ πάνω καταμόναχο τὸ μῆλο ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ μῆλο καταμόναχο ἦταν τὸ ἄνθος τὸ λευκὸ τὸ σκίσαν μὲ μαχαίρια καὶ ψαλίδια μ᾿ αἷμα τὸ πότισαν καὶ τώρα πάνω στὸ κρεβάτι κείτεται σάπιο μῆλο
γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄγγελος στὴν ἄκρη κάθεται τοῦ κρεβατιοῦ πίσω ἀπὸ τὶς μαυροφορεμένες γριὲς πίσω ἀπ᾿ τὴν πλάτη τους ἀνοίγει τ᾿ ἄσπρα του φτερὰ τὸ χέρι ἁπλώνει πρὸς τὸ μῆλο
Η ΣΟΦΙΑ*
Ἡ Σοφία κάθεται ψηλὰ σ᾿ ἕνα δέντρο μὲ ξερὰ κλαδιὰ τὸ χειμώνα πλάι της τὰ σύννεφα περνοῦν
ἡ Σοφία εἶναι μία συσκευὴ ποὺ ἔσπασε πιὰ δὲ λειτουργεῖ
κι ἡ Σοφία κάθεται ψηλὰ τώρα σ᾿ ἕνα δέντρο
* Ὄνομα γυναικεῖο
Η ΕΚΦΩΝΗΣΗ
Ἕνα παιδὶ φωνάζει τ᾿ ὄνομά μου μέσα στὴ νύχτα μιὰ κοπέλα ἀγρυπνάει πλάι στὰ ἐρείπια πλάι στὰ σπίτια ποὺ γκρέμισα ὅμως ἕνας ἥλιος ὅμως ἕνα ὁλόχρυσο φεγγάρι χιλιάδες πουλιὰ καὶ χιλιάδες ψάρια
ἀναστήθηκαν
κι εἶναι δικά μου
ΖΩΗ
Νύχτα σ᾿ ἕνα φαρμακεῖο ἕνα ἄλογο γονατισμένο τρώει τὰ σανίδια ἕνα κορίτσι μ᾿ ἕνα ἔγκαυμα παράξενο πράσινο γιατρεύεται ἐνῶ τὸ φάντασμα ἀπελπισμένο κλαίει στὴ γωνιά
Ο ΕΡΗΜΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
Βροχὴ ἀπὸ μέλι στὰ πεινασμένα μου χέρια στεφάνια στεφάνια στεφάνια στὰ πικρά μου μαλλιὰ ὅμως τὸ βάθρο τοῦ ἀγάλματος μένει πάντα ἄδειο ὅμως τὸ στόμα τοῦ ἀγάλματος μένει πάντα βουβό
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΓΕΛΑΕΙ
Καίει καίει ἡ νύχτα οἱ ἄνθρωποι τρῶνε ὀνομάζοντας σκοτεινὲς ἀρρώστειες ἡ γυναίκα λέει γιὰ ἕνα γάμο ἀνεβαίνει ἀνεβαίνει φωτεινὴ ρουκέτα στὸν οὐρανὸ ἡ νύφη ὁ γαμπρὸς κόλλησε στὴ γῆ γεμάτος κόκκινα στίγματα καὶ στάχτη κλαίει ἡ γυναίκα τὸ φεγγάρι γελάει τὸ φεγγάρι κλαίει ἡ γυναίκα γελάει
ΕΙΚΟΝΕΣ
1 - Ἡ βροχὴ ἔρχεται μέσα στὸ μυαλό μου πλένει τὰ ὄνειρά μου
2 - Ἕνα αὐτοκίνητο ξεκοιλιασμένο στὸ δρόμο περιμένει τὸ χασάπη τῶν Χριστουγέννων
3 - Ἕνα τσιγάρο δυὸ τσιγάρα στὸ μοναχικὸ δωμάτιο ὁ ἄντρας εἶναι πυγμάχος ἡ γυναίκα εἶναι καρφίτσα
4 - Φοβερὴ ἱστορία ἡ μανία τοῦ βοριᾶ πάνω στὸ παράθυρο σταύρωσε μιὰ παιδούλα
5 - Ἕνα φύλλο ἔπεσε ἀπὸ τὸ δέντρο τὸ βράδυ κι ἄρχισε νὰ πηδάει πάνω στὸ χῶμα οὐρλιάζοντας
ΧΙΟΝΙ
Χιόνι ποὺ πέφτει ἔξω! σὰν παγοπώλης τοῦ θανάτου ὁ Θεὸς μὲ κόκκινα ἀπ᾿ τὸν πυρετὸ τὰ μάτια
Καπνὸς θεοῦ στὴ στέγη οὐρλιάζει ἡ γυναίκα στὸ κρεβάτι σὰν παγωμένο περιστέρι χιόνι ποὺ πέφτει ἔξω!
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Τί ὡραῖα ποὺ μαραθῆκαν τὰ λουλούδια τί τέλεια ποὺ μαραθῆκαν κι αὐτὸς ὁ τρελὸς νὰ τρέχει στοὺς δρόμους μὲ μιὰ φοβισμένη καρδιὰ χελιδονιοῦ χειμώνιασε καὶ φύγανε τὰ χελιδόνια γέμισαν οἱ δρόμοι λάκκους μὲ νερὸ δυὸ μαῦρα σύννεφα στὸν οὐρανὸ κοιτάζονται στὰ μάτια ἀγριεμένα αὔριο θὰ βγεῖ στοὺς δρόμους καὶ ἡ βροχὴ ἀπελπισμένη μοιράζοντας τὶς ὀμπρέλλες της τὰ κάστανα θὰ τὴ ζηλέψουν καὶ θὰ γεμίσουν μικρὲς κίτρινες ζαρωματιὲς θὰ βγοῦν κι οἱ ἄλλοι ἔμποροι αὐτὸς ποὺ πουλάει τ᾿ ἀρχαῖα κρεβάτια αὐτὸς ποὺ πουλάει τὶς ζεστὲς-ζεστὲς προβιὲς αὐτὸς ποὺ πουλάει τὸ καυτὸ σαλέπι κι αὐτὸς ποὺ πουλάει θῆκες ἀπὸ κρύο χιόνι γιὰ τὶς φτωχὲς καρδιές
ΟΠΩΣ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Δύσκολα χρόνια τρομαγμένα παιδιὰ σιάχνουν μὲ χαρτὶ κοκοράκια τὰ βάφουν μαῦρα σὰ σβησμένα κεριὰ τὰ βάφουν κόκκινα σὰ ματωμένα λουλούδια κι ἀποροῦν οἱ μανάδες ποὺ ὕστερα ἔρχεται ὁ μεγάλος φίλος ὁ κατάμαυρος φίλος μὲ τὰ χρυσὰ χέρια καὶ τὰ παίρνει
ΞΕΝΕ
Ξένε μὲ τὸ μαῦρο κοστούμι σου ποὺ χτυπᾶς τὴν πόρτα μου καὶ μοῦ δείχνεις τ᾿ ἄσπρα αὐτὰ πιάτα ποῦ ἔχεις κρύψει τὸ πιστόλι σου; ποῦ ἔχεις κρύψει τὸ μαχαίρι σου; ἔχεις ἕν᾿ ἄστρο κόκκινο μέσ᾿ τὸ κεφάλι σου καὶ ψευδίζεις θέλεις τὰ χρήματα τὰ χρήματα ποὺ σμίξαν μὲ τὸ αἷμα καὶ χαθῆκαν τὰ χρήματα ποὺ σμίξαν μὲ τὸν ὕπνο καὶ χαθῆκαν ἱκετεύεις φύγε φύγε ξένε μέσ᾿ τὴν καρδιά μου ἔχω ἕνα ἥμερο πουλὶ ἂν τ᾿ ἀφήσω νὰ βγεῖ τὰ δόντια του θὰ σὲ κατασπαράξουν
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Μέσ᾿ τὸ δωμάτιο μιὰ βροχὴ ἀπὸ κάτουρο πετοῦν ἁγνὲς κοπέλες μὲ φτερὰ ψοφίμια μὲ ρὸζ στὴν καρδιά τους οὐρανὸ κι ἄνθρωποι μ᾿ οὐρανὸ γεμάτο σάπιο αἷμα κρέμονται κι ἀνεμίζουν τ᾿ ἄσπρα πόδια τους ἀπὸ τὰ μάτια τους βγαίνουνε μαχαίρια τεράστιες μαῦρες ἀνεμῶνες φυτρώνουνε στὸ στῆθος τους καθὼς πετᾶνε σφάζουν κι ἀγκαλιάζονται οἱ ἁγνὲς κοπέλες τὰ ψοφίμια οἱ σάπιοι ἄνθρωποι κάτω ἀπὸ ἕναν κατουρημένο οὐρανό
*
Δάσος παράξενο μαγεύει τὴ φωνή μου κάθε μου λέξη μία σταγόνα αἷμα ὅλο μου τὸ τραγούδι ἕνα δέντρο ἀπὸ τὸ αἷμα ποτισμένο τῶν φονιάδων χίλιοι φονιάδες χίλια ἄγρια δέντρα δάσος παράξενο ποὺ μαγεύει τὴ φωνή μου
Περισσότερα ποιήματα εδώ. |