
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ἀπὸ τὴ συλλογή
| ||
ΜΗ ΚΑΤΑΝΕΜΗΜΕΝΑΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣἜρχεται φέτος κουρασμένηἡ Ἄνοιξη (νά) κουβαλάει τόσα χρόνια τὰ λουλούδια πάνω της. Σκοτεινοὶ ἄνθρωποι στὶς γωνιὲς τὴν παραμονεύουν γιὰ νὰ τὴν τσακίσουν. Αὐτὴ ὅμως μὲ κρότο ἀνάβει ἕνα-ἕνα τὰ λουλούδια της στὰ μάτια τοὺς τὰ ρίχνει (γιά) νὰ τοὺς στραβώσει. Ο ΑΓΙΟΣΤρελὰ ποντίκιαροκανίζουν τὸ χλωμὸ μυαλό του ὅλο λέει νὰ πάρει ἕνα αὐτοκίνητο νὰ πάει στὸν τόπο ποὺ ἔζησε ὁ ἔρωτάς του ὅμως πάντα στὸ ἴδιο μέρος μένει γιατί τρελὰ ποντίκια ἔχουν ροκανίσει τὸ χλωμὸ μυαλό του. ΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΑΑὐτὰ τὰ αἱματώδη γαρίφαλαποῦ στολίζουν τὸ γραφεῖο μου μοῦ θυμίζουν τὸ αἷμα ποὺ ἔβγαζα στὰ νιάτα μου ὅταν ἄλλοι πολεμοῦσαν καὶ ἄλλοι γλένταγαν στὴν καταραμένη χώρα. ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΞάφνου μιὰ ὁμάδα μαύρων σκύλωνὅρμησε πάνω στὴ σκηνή. - Αὐτὸ δὲν τό ῾χαμε προβλέψει, οὔρλιαξε πανικόβλητος ὁ θεατρίνος. Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (6ο μέρος)Ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ στρατιώτης ποὺ σταυρώθηκεἡ λησμονημένη εἶναι τὸ ρολόγι ποὺ σταμάτησε ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ κλωνάρι ποὺ ἄναψε ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ βελόνα ποὺ ἔσπασε ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ ἐπιτάφιος ποὺ ἄνθισε ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ χέρι ποὺ σημάδεψε ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ πλάτη ποὺ ἀνατρίχιασε ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ φιλὶ ποὺ ἀρρώστησε ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ μαχαίρι ποὺ ξαστόχησε ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ λάσπη ποὺ ξεράθηκε ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ πυρετὸς ποὺ ἔπεσε Ποιήματα (1945-1971)Ἕνας μεγάλος οὐρανὸς γεμάτος χελιδόνιατεράστιες αἴθουσες δωρικὲς κολῶνες τὰ πεινασμένα τὰ φαντάσματα καθισμένα σὲ καρέκλες στὶς γωνιὲς νὰ κλαῖνε τὰ δωμάτια μὲ τὰ νεκρὰ πουλιὰ ὁ Αἴγιστος τὸ δίχτυ ὁ Κώστας ὁ Κώστας ὁ ψαρὰς ὁ πονεμένος ἕνα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα ποὺ ἀνεμίζουνε νεράντζια σπᾶνε τὰ τζάμια στὰ παράθυρα καὶ μπαίνουν μέσα ὁ Κώστας σκοτωμένος ὁ Ὀρέστης σκοτωμένος ὁ Ἀλέξης σκοτωμένος σπᾶνε τὶς ἁλυσίδες στὰ παράθυρα καὶ μπαίνουν μέσα ὁ Κώστας ὁ Ὀρέστης ὁ Ἀλέξης ἄλλοι γυρίζουνε στοὺς δρόμους ἀπὸ τὸ πανηγύρι μὲ φῶτα μὲ σημαῖες μὲ δέντρα φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει κάτω φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ τ᾿ ἄλογα τ᾿ Ἀχιλλέα πετοῦν στὸν οὐρανὸ βολίδες συνοδεύουνε τὸ πέταμά τους ὁ ἥλιος κατρακυλάει ἀπὸ λόφο σὲ λόφο καὶ τὸ φεγγάρι εἶναι ἕνα πράσινο φανάρι γεμάτο οἰνόπνευμα τότε νυχτώνει ἡ σιωπὴ τοὺς δρόμους καὶ βγαίνει ὁ τυφλός με τὸ μπαστούνι του παιδιὰ τὸν ἀκoλουθᾶνε στὶς μύτες τῶν ποδιῶν δὲν εἶναι ὁ Οἰδίποδας εἶναι ὁ Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς παίζει μίαν ἐξαντλητικὴ θανάσιμη φλογέρα εἶναι ὁ νεκρὸς Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς. Ὁ σταθμός
μνήμη Guillaume Apollinaire
Μέσα στὸν ὕπνο μου ὅλο βρέχει,γεμίζει λάσπη τ᾿ ὀνειρό μου εἶναι ἕνα σκοτεινὸ τοπίο καὶ περιμένω ἕνα τραῖνο. Ὁ σταθμάρχης μαζεύει μαργαρίτες ποὺ φύτρωσαν πάνω στὶς ράγιες γιατὶ ἔχει πολὺν καιρὸ νἄρθῃ τραῖνο σ᾿ ἐτοῦτον τὸ σταθμὸ καὶ ξάφνου πέρασαν τὰ χρόνια κάθομαι πίσω ἀπ᾿ ἕνα τζάμι μάκρυναν τὰ μαλλιά, τὰ γένεια σὰ νἆμαι ἄρρωστος πολὺ κι ὅμως μὲ παίρνει πάλι ὁ ὕπνος σιγὰ-σιγὰ ἔρχεται ἐκείνη κρατάει στὸ χέρι ἕνα μαχαίρι μὲ προσοχὴ μὲ πλησιάζει τὸ μπήγει στὸ δεξί μου μάτι! © Ἐκδόσεις Κέδρος καὶ Μίλτος Σαχτούρης Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000. ΦθινόπωροΤί γυρεύει τὸ κορίτσιστὸ σκοτάδι τῆς καρέκλας; γρήγορα καθὼς νυχτώνει τὸ φθινόπωρο γδύνεται μὲ σύννεφα μπροστὰ στὰ μάτια μὲ τὴ βροχὴ μέσ᾿ στὸ κεφάλι μὲ τὴ βελόνα στὴν καρδιὰ βγάζει τὶς κάλτσες βγάζει τὰ λουλούδια πετάει τὸ φωτοστέφανο ἔξω τὰ φύλλα τοῦ καιροῦ βάφονται μέσ᾿ στὸ αἷμα © Ἐκδόσεις Κέδρος καὶ Μίλτος Σαχτούρης Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000. Τὸ καναρίνιΤὸν ἔστησαν ἐκεῖ ὅπου φυσάει ὁ πιὸἄγριος ἄνεμος τὸν ἔταξαν στὶς παγωνιὲς τοῦ δῶσαν ἕνα φόρεμα μαῦρο καὶ μία γραβάτα κόκκινη ἕναν ἥλιο τρυπημένο μὲ καρφὶ νὰ στάζει μαῦρα γυαλιὰ αἷμα πάνω στὸ δηλητήριο ἕνα κοντάρι κι ἕνα καναρίνι τὸν ἔστησαν ἐκεῖ ὅπου τινάζεται ὁ πόνος τὸν ἔδωσαν στὸ θάνατο νὰ λάμπει ἀσημένιος © Ἐκδόσεις Κέδρος καὶ Μίλτος Σαχτούρης Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000. Τὸ περιστέριἈπὸ δῶ θὰ περνοῦσε τὸ περιστέρι εἶχαν ἀνάψειδαδιὰ γύρω στοὺς δρόμους ἄλλοι ἄνθρωποι φύλαγαν στὶς δενδροστοιχίες παιδιὰ κρατοῦσαν στὰ χέρια σημαιοῦλες περνοῦσαν οἱ ὦρες κι ἄρχισε νὰ βρέχει ἔπειτα σκοτείνιασε ὅλος ὁ οὐρανὸς μιὰ ἀστραπὴ ψιθύρισε κάτι φοβισμένα καὶ ἄνοιξε ἡ κραυγὴ στὸ στόμα τοῦ ἀνθρώπου τότε τὸ ἄσπρο περιστέρι μ᾿ ἄγρια δόντια σὰ σκύλος οὔρλιαξε μέσα στὴ νύχτα © Ἐκδόσεις Κέδρος καὶ Μίλτος Σαχτούρης Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000. Ὁ κῆποςΜύριζε πυρετὸςκῆπος δὲν ἤτανε αὐτὸς κάτι παράξενα ζυγαριὰ μέσα του περπατοῦσαν στὰ χέρια τὰ παπούτσια τους φοροῦσαν τὰ πόδια τους ἦταν μεγάλα ἄσπρα καὶ γυμνὰ κάτι κεφάλια σὰν ἄγρια φεγγάρια ἐπιληπτικὰ καὶ κόκκινα τριαντάφυλλα ξάφνου φυτρώνανε γιὰ στόματα ποὺ ὁρμοῦσαν καὶ τὰ ξέσκιζαν οἱ πεταλοῦδες-σκύλοι © Ἐκδόσεις Κέδρος καὶ Μίλτος Σαχτούρης Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000. Ὁ ἍγιοςΑὐτὸς κοιτοῦσε βαθιὰβαθιὰ μεσ᾿ στὸ πηγάδι τὸ βάθος του δὲν τελείωνε σὲ τούτη τὴ ζωὴ οἱ σάρκες ξεκολλούσανε κι ἔπεφταν μία-μία σε λίγο δὲ θὰ τοῦ ἔμενε παρὰ ὁ σκελετὸς Τὸ πῆρα ἀπόφαση — ἔλεγε — τὸ πῆρα πιὰ ἀπόφαση θὰ ζήσω μέσα στοὺς πνιγμένους καὶ μέσα στοὺς λεπρούς © Ἐκδόσεις Κέδρος καὶ Μίλτος Σαχτούρης Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000. Ὁ ἘλεγκτήςἝνας μπαξὲς γεμάτος αἷμαεἶν᾿ ὁ οὐρανὸς καὶ λίγο χιόνι ἕσφιξα τὰ σκοινιά μου πρέπει καὶ πάλι νὰ ἐλέγξω τ᾿ ἀστέρια ἐγὼ κληρονόμος πουλιῶν πρέπει ἔστω καὶ μὲ σπασμένα φτερὰ νὰ πετάω. Μακάρι νὰ βρεῖ πέννα καὶ χαρτὶ ἐκεῖ ποὺ πάει... | ||
Δὲν εἶναι ὁ Οἰδίποδας
Ἕνας μεγάλος οὐρανὸς γεμάτος χελιδόνια | ||
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ
τὴ νύχτα τὴν ἴδια ὥρα καὶ συγχρόνως φάνηκε στὸν μεγάλο καθρέφτη καὶ στὸ παράθυρό μου ὁ Ντύλαν Τόμας μ᾿ ἕνα ἀναμμένο κόκκινο κερὶ στὸ στόμα νεκρὸς βέβαια κι ἅγιος καὶ τρελὸς ὅπως τόχω ξαναπεῖ - Ἔλα ἀδερφέ, μοῦ λέει, μαζί μου σάπισες ἐδῶ πέρα ἔλα στὰ βορινὰ φαράγγια τῆς πατρίδας μου ἐδῶ ζεῖς σ᾿ ἕνα σάπιο τόπο ποὺ σὲ κοροϊδεύουν ἐκεῖ χαιρετᾶνε τοὺς τρελοὺς καὶ οἱ παπάδες κι ἡ πάπια δὲ γενάει πιὰ πάγο γενάει κόκκινο αὐγό Αὐτὰ τὰ λίγα μοῦ εἶπε ὁ μεγάλος ποιητὴς ὄχι πιὰ στὸν καθρέφτη καὶ στὸ παράθυρό μου ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὰ ψηλὰ χορτάρια τοῦ θανάτου του μισὸς ἀπὸ τὴ μέση κι ἀπάνω στὸ φῶς, ἔξω ἀπὸ τὸ χορτάρι μισὸς ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω στὸ σκοτάδι κάτω ἀπὸ τὸ φῶς.
15 Αὐγούστου ῾81
τῆς Παναγίας | ||
ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣΕἶναι πουλιὰποῦ δὲν πετᾶνε εἶναι πουλιὰ θαμμένα μέσ᾿ σὲ κουτιά Εἶναι δωμάτια καὶ εἶναι λέξεις ποὺ σκίζουνε τὸ κεφάλι σὰν καρφιά Εἶναι καρφιὰ ποῦ δὲν πονᾶνε εἶναι καρφιὰ π᾿ ἀνακουφίζουν Ὅταν χτυπήσουν πάλι οἱ καμπάνες θὰ πεταχτοῦμε σὰν τὰ πουλιά ΙΣΤΟΡΙΑὍταν ἄνοιξε ἡ σκουριασμένη πόρτα σὰν αὐλαίαἔτρεξε ὅπως σάπιο καράβι σὲ κακὸ λιμάνι πρόβαλε γελασμένο τὸ πρόσωπο τοῦ κοριτσιοῦ μέσα στὸ ἄρωμα τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ καπνοῦ ἡ φωνή της σὰ σκοτεινὴ αἴθουσα κινηματογράφου πρόβαλε γελασμένη κι ἐγὼ ἕνα πουκάμισο στὸν ἀέρα μέσα στὸ χαλασμὸ κρεμασμένο ἑτοιμαζόταν νὰ πετάξει τὸ κορίτσι ἕνα ζωντανὸ λουλούδι ἕνα λουλούδι ἀναμμένο ἕνα ὡραῖο τέρας ἀνάποδα γυρισμένο τὸ στόμα τὰ μάτια τὰ φρύδια ἕνα ὡραῖο τέρας ποῦ χτυποῦσε σὰ μαγικὸ ρολόι τὸ βράδυ αὐτὸ τὸ μαγικό τέλος προχώρησε ἡ νύχτα τὸ κορίτσι ἔσπασε μέσα στὸν καθρέφτη ὕστερα φάνηκαν πάλι τεράστια τὸ πρόσωπό μου τὸ πρόσωπό της παραμορφωμένα ἄγρια ματωμένα σὰν κινηματογράφος Ο ΣΚΥΛΟΣὉ σκύλος αὐτὸς πρόβαλε πρώτη φορὰ σὲ δρόμοσκισμένο ἀπὸ κοφτερὰ γυαλιὰ ὕστερα φάνηκε στὸν οὐρανὸ μέσα σε ἕνα σκοτεινὸ πηγάδι τ᾿ οὐρανοῦ ἔπινε ἕνα φῶς ἀστραφτερὸ σκυλίσιο συνόδεψε ἕνα χέρι λίγα βήματα ὕστερα γίνηκε φωτιὰ ἔκλαιγε σὰν κακὸ πουλὶ ἔκαιγε σὰν ἐλπίδα ποιὸς ξέρει ἀπὸ ποὺ ἦρθε καὶ πῶς ἔφυγε Μὰ ἐγὼ ξέρω πὼς θὰ γίνει θάνατος μιὰ μέρα Η ΥΔΡΑἩ Ὕδρα εἶναι μία φραγκοσυκιὰγεμάτη πυρετὸ ὄνειρα καὶ ἀγκάθια κι ὅπου γυρίσω βλέπω ὅλα κίτρινα καὶ δὲ μπορῶ νὰ κοιτάξω τὰ παράθυρα γιατὶ μέσα περνοῦνε βάρκες φαντάσματα φαντάσματα καΐκια κι ὅλο γυρίζουν κι ὅλο μὲ κοιτάζουνε μάτια ἀνάστροφα καὶ τρομαγμένα Τ᾿ ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥΤ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμοεἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό καὶ νὰ ὁ μεγαλύτερος μὲ μιὰ ἀνοιξιάτικη μαύρη γραβάτα ποῦ χάθηκε μέσα σὲ σπηλιὲς θεόστραβες καθὼς κυλοῦσε παίζοντας πάνω σὲ ἀνεμῶνες κόκκινες γλίστρησε μέσ᾿ τοῦ θηρίου τ᾿ ἄγριου τὸ ματωμένο στόμα ὕστερα ὁ ἄλλος μου ἀδερφὸς ποὺ κάηκε πουλοῦσε κίτρινα βεγγαλικὰ πουλοῦσε κι ἄναβε κίτρινα βεγγαλικὰ - Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - φωτιὰ θὰ διώξουμε ἀπὸ τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα θὰ πάψουν νὰ μολύνουν τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα - Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - κίτρινα βεγγαλικὰ μιὰ μέρα θ᾿ ἀνάψει ὁ οὐρανὸς γαλάζιος κι ὕστερα ὁ τρίτος ὁ πιὸ μικρὸς ποὺ ἔλεγε πὼς εἶναι νυχτερίδα γι᾿ αὐτὸ ἀγαποῦσε τὰ φεγγάρια καὶ τὰ φεγγάρια μία νύχτα τὸν ἐζώσανε κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔκλεισαν κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔπνιξαν τὸν ἕλιωσαν γύρω-γύρω τὰ φεγγάρια Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό Ο ΧΟΡΟΣἈπὸ τὶς πόρτες ἔμπαιναν εὐτυχισμένοι στολισμένοιἄλλοι φορούσανε σπαθιὰ κι ἄλλοι μαχαίρια κρατοῦσαν ὄνειρα ζεστὰ στὰ παγωμένα χέρια ὄνειρα ποὺ ἔκαιγε ὁ πυρετὸς λουλούδια πρόβαλαν στοὺς καθρέφτες μενεξέδες ὡραῖα πρόσωπα μὲ σταγόνες ἀσήμι στὸ μέτωπο καὶ στὰ μάγουλα κόκκινα χέρια καὶ τριαντάφυλλα πηχτὰ ὁ ἔρωτας ποὺ ἔκαιγε ψηλὰ στὶς καπνοδόχες ὁ ἔρωτας ποὺ ἔσταζε στοῦ δρόμου τὸ αὐλάκι ὁ ἔρωτας ποὺ βογγοῦσε κάτω ἀπ᾿ τὰ πατήματα τῶν παπουτσιῶν ὁ ἕνας νὰ κατέβει τρέμοντας ἑτοιμόρροπες σκάλες ὁ ἄλλος νὰ τὶς ἀνέβει τρέχοντας γιὰ νὰ προφτάσουν τὸ αἷμα νὰ μὴν παγώσει καὶ τὴν καρδιὰ νὰ μὴ σκιστεῖ ὥσπου τὰ φέρετρα νὰ γίνουν αὔριο ἄσπρες βάρκες καὶ μέσα νὰ τραγουδᾶνε εὐτυχισμένοι οἱ νεκροί Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣΠίσω ἀπὸ τὶς μαυροφορεμένες γριὲςπίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τους τὸ ἄσπρο κρεβάτι καὶ πάνω καταμόναχο τὸ μῆλο ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ μῆλο καταμόναχο ἦταν τὸ ἄνθος τὸ λευκὸ τὸ σκίσαν μὲ μαχαίρια καὶ ψαλίδια μ᾿ αἷμα τὸ πότισαν καὶ τώρα πάνω στὸ κρεβάτι κείτεται σάπιο μῆλο γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄγγελος στὴν ἄκρη κάθεται τοῦ κρεβατιοῦ πίσω ἀπὸ τὶς μαυροφορεμένες γριὲς πίσω ἀπ᾿ τὴν πλάτη τους ἀνοίγει τ᾿ ἄσπρα του φτερὰ τὸ χέρι ἁπλώνει πρὸς τὸ μῆλο Η ΣΟΦΙΑ*Ἡ Σοφία κάθεται ψηλὰ σ᾿ ἕνα δέντρομὲ ξερὰ κλαδιὰ τὸ χειμώνα πλάι της τὰ σύννεφα περνοῦν ἡ Σοφία εἶναι μία συσκευὴ ποὺ ἔσπασε πιὰ δὲ λειτουργεῖ κι ἡ Σοφία κάθεται ψηλὰ τώρα σ᾿ ἕνα δέντρο * Ὄνομα γυναικεῖο Η ΕΚΦΩΝΗΣΗἝνα παιδὶ φωνάζει τ᾿ ὄνομά μουμέσα στὴ νύχτα μιὰ κοπέλα ἀγρυπνάει πλάι στὰ ἐρείπια πλάι στὰ σπίτια ποὺ γκρέμισα ὅμως ἕνας ἥλιος ὅμως ἕνα ὁλόχρυσο φεγγάρι χιλιάδες πουλιὰ καὶ χιλιάδες ψάρια ἀναστήθηκαν κι εἶναι δικά μου ΖΩΗΝύχτασ᾿ ἕνα φαρμακεῖο ἕνα ἄλογο γονατισμένο τρώει τὰ σανίδια ἕνα κορίτσι μ᾿ ἕνα ἔγκαυμα παράξενο πράσινο γιατρεύεται ἐνῶ τὸ φάντασμα ἀπελπισμένο κλαίει στὴ γωνιά Ο ΕΡΗΜΟΣ ΔΡΟΜΟΣΒροχὴ ἀπὸ μέλιστὰ πεινασμένα μου χέρια στεφάνια στεφάνια στεφάνια στὰ πικρά μου μαλλιὰ ὅμως τὸ βάθρο τοῦ ἀγάλματος μένει πάντα ἄδειο ὅμως τὸ στόμα τοῦ ἀγάλματος μένει πάντα βουβό ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΓΕΛΑΕΙΚαίεικαίει ἡ νύχτα οἱ ἄνθρωποι τρῶνε ὀνομάζοντας σκοτεινὲς ἀρρώστειες ἡ γυναίκα λέει γιὰ ἕνα γάμο ἀνεβαίνει ἀνεβαίνει φωτεινὴ ρουκέτα στὸν οὐρανὸ ἡ νύφη ὁ γαμπρὸς κόλλησε στὴ γῆ γεμάτος κόκκινα στίγματα καὶ στάχτη κλαίει ἡ γυναίκα τὸ φεγγάρι γελάει τὸ φεγγάρι κλαίει ἡ γυναίκα γελάει ΕΙΚΟΝΕΣ1 - Ἡ βροχὴἔρχεται μέσα στὸ μυαλό μου πλένει τὰ ὄνειρά μου 2 - Ἕνα αὐτοκίνητο ξεκοιλιασμένο στὸ δρόμο περιμένει τὸ χασάπη τῶν Χριστουγέννων 3 - Ἕνα τσιγάρο δυὸ τσιγάρα στὸ μοναχικὸ δωμάτιο ὁ ἄντρας εἶναι πυγμάχος ἡ γυναίκα εἶναι καρφίτσα 4 - Φοβερὴ ἱστορία ἡ μανία τοῦ βοριᾶ πάνω στὸ παράθυρο σταύρωσε μιὰ παιδούλα 5 - Ἕνα φύλλο ἔπεσε ἀπὸ τὸ δέντρο τὸ βράδυ κι ἄρχισε νὰ πηδάει πάνω στὸ χῶμα οὐρλιάζοντας ΧΙΟΝΙΧιόνι ποὺ πέφτει ἔξω!σὰν παγοπώλης τοῦ θανάτου ὁ Θεὸς μὲ κόκκινα ἀπ᾿ τὸν πυρετὸ τὰ μάτια Καπνὸς θεοῦ στὴ στέγη οὐρλιάζει ἡ γυναίκα στὸ κρεβάτι σὰν παγωμένο περιστέρι χιόνι ποὺ πέφτει ἔξω! ΧΕΙΜΩΝΑΣΤί ὡραῖα ποὺ μαραθῆκαν τὰ λουλούδιατί τέλεια ποὺ μαραθῆκαν κι αὐτὸς ὁ τρελὸς νὰ τρέχει στοὺς δρόμους μὲ μιὰ φοβισμένη καρδιὰ χελιδονιοῦ χειμώνιασε καὶ φύγανε τὰ χελιδόνια γέμισαν οἱ δρόμοι λάκκους μὲ νερὸ δυὸ μαῦρα σύννεφα στὸν οὐρανὸ κοιτάζονται στὰ μάτια ἀγριεμένα αὔριο θὰ βγεῖ στοὺς δρόμους καὶ ἡ βροχὴ ἀπελπισμένη μοιράζοντας τὶς ὀμπρέλλες της τὰ κάστανα θὰ τὴ ζηλέψουν καὶ θὰ γεμίσουν μικρὲς κίτρινες ζαρωματιὲς θὰ βγοῦν κι οἱ ἄλλοι ἔμποροι αὐτὸς ποὺ πουλάει τ᾿ ἀρχαῖα κρεβάτια αὐτὸς ποὺ πουλάει τὶς ζεστὲς-ζεστὲς προβιὲς αὐτὸς ποὺ πουλάει τὸ καυτὸ σαλέπι κι αὐτὸς ποὺ πουλάει θῆκες ἀπὸ κρύο χιόνι γιὰ τὶς φτωχὲς καρδιές ΟΠΩΣ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑΔύσκολα χρόνιατρομαγμένα παιδιὰ σιάχνουν μὲ χαρτὶ κοκοράκια τὰ βάφουν μαῦρα σὰ σβησμένα κεριὰ τὰ βάφουν κόκκινα σὰ ματωμένα λουλούδια κι ἀποροῦν οἱ μανάδες ποὺ ὕστερα ἔρχεται ὁ μεγάλος φίλος ὁ κατάμαυρος φίλος μὲ τὰ χρυσὰ χέρια καὶ τὰ παίρνει ΞΕΝΕΞένεμὲ τὸ μαῦρο κοστούμι σου ποὺ χτυπᾶς τὴν πόρτα μου καὶ μοῦ δείχνεις τ᾿ ἄσπρα αὐτὰ πιάτα ποῦ ἔχεις κρύψει τὸ πιστόλι σου; ποῦ ἔχεις κρύψει τὸ μαχαίρι σου; ἔχεις ἕν᾿ ἄστρο κόκκινο μέσ᾿ τὸ κεφάλι σου καὶ ψευδίζεις θέλεις τὰ χρήματα τὰ χρήματα ποὺ σμίξαν μὲ τὸ αἷμα καὶ χαθῆκαν τὰ χρήματα ποὺ σμίξαν μὲ τὸν ὕπνο καὶ χαθῆκαν ἱκετεύεις φύγε φύγε ξένε μέσ᾿ τὴν καρδιά μου ἔχω ἕνα ἥμερο πουλὶ ἂν τ᾿ ἀφήσω νὰ βγεῖ τὰ δόντια του θὰ σὲ κατασπαράξουν ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΜέσ᾿ τὸ δωμάτιομιὰ βροχὴ ἀπὸ κάτουρο πετοῦν ἁγνὲς κοπέλες μὲ φτερὰ ψοφίμια μὲ ρὸζ στὴν καρδιά τους οὐρανὸ κι ἄνθρωποι μ᾿ οὐρανὸ γεμάτο σάπιο αἷμα κρέμονται κι ἀνεμίζουν τ᾿ ἄσπρα πόδια τους ἀπὸ τὰ μάτια τους βγαίνουνε μαχαίρια τεράστιες μαῦρες ἀνεμῶνες φυτρώνουνε στὸ στῆθος τους καθὼς πετᾶνε σφάζουν κι ἀγκαλιάζονται οἱ ἁγνὲς κοπέλες τὰ ψοφίμια οἱ σάπιοι ἄνθρωποι κάτω ἀπὸ ἕναν κατουρημένο οὐρανό *Δάσος παράξενο μαγεύει τὴ φωνή μουκάθε μου λέξη μία σταγόνα αἷμα ὅλο μου τὸ τραγούδι ἕνα δέντρο ἀπὸ τὸ αἷμα ποτισμένο τῶν φονιάδων χίλιοι φονιάδες χίλια ἄγρια δέντρα δάσος παράξενο ποὺ μαγεύει τὴ φωνή μου Περισσότερα ποιήματα εδώ. |