Η ιστορία της λέξης σκουλαρίκι
Σκουλαρίκι < μεσαιωνικό ελληνικό σχολαρίκιον < χαρακτηριστικό στρατιωτών του πρώιμου βυζαντινού κράτους, οι οποίοι ονομάζονταν σχολάριοι < αρχαία ελληνική πλήρης φράση: σχολαρικόν ενώτιον (το ενώτιο του σχολάριου).
Σκουλαρίκι < μεσαιωνικό ελληνικό σχολαρίκιον < χαρακτηριστικό στρατιωτών του πρώιμου βυζαντινού κράτους, οι οποίοι ονομάζονταν σχολάριοι < αρχαία ελληνική πλήρης φράση: σχολαρικόν ενώτιον (το ενώτιο του σχολάριου).
Το σκουλαρίκι είναι το κόσμημα του αυτιού, το «σχολαρίκιον» των Βυζαντινών και το «ενώτιον» των αρχαίων Ελλήνων. Η λέξη ενώτιον στην αρχαία Ελληνική γλώσσα σημαίνει «στο αυτί» (εν-ωτί). Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η ετυμολογία της λέξης σκουλαρίκι. Στο Βυζάντιο υπήρχε ένα επίλεκτο τάγμα στρατιωτών, οι σχολάριοι. Αυτοί ήταν αρμενικής καταγωγής και η δουλειά τους ήταν η φρούρηση του παλατιού του αυτοκράτορα. Σαν εξάρτημα της στολής των σχολαρίων ήταν ένα εντυπωσιακό κόσμημα του αυτιού, που ο κόσμος το έλεγε «σχολαρικόν ενώτιον». Με τα χρόνια το σχολαρικόν ενώτιον έγινε σχολαρίκιον, το οποίο έφτασε στις μέρες μας ως σκουλαρίκι.