25 Μαΐου 1834. Το Πρωτοδικείο Ναυπλίου καταδικάζει σε θάνατο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Δημήτρη Πλαπούτα. Η απόφαση όμως δεν είναι ομόφωνη. Δύο δικαστές αρνούνται κατηγορηματικά να υπογράψουν την άδικη ετυμηγορία. Ένας από αυτούς ήταν ο 34χρονος Γεώργιος Τερτσέτης.
Τα πρώτα χρόνια και η γνωριμία με τον Πάνο Κολοκοτρώνη
Γεννημένος στη Ζάκυνθο το 1800 και καταγόμενος από επιφανή αλλά όχι αριστοκρατική οικογένεια, ο Τερτσέτης έζησε τα νεανικά του χρόνια την περίοδο του προεπαναστατικού αναβρασμού. Ήταν, μάλιστα, συνομήλικος και συντοπίτης με τον Πάνο Κολοκοτρώνη, με τον οποίο πήγαν μαζί σχολείο. Ωστόσο, στα 16 του ο Τερτσέτης έφυγε για την Πάδοβα της Ιταλίας, με προτροπή του πατέρα του, προκειμένου να σπουδάσει Νομικά. Η εμπειρία αυτή υπήρξε καθοριστική στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και των ιδανικών του.Συμμετοχή στον Αγώνα
Το 1828, αποφάσισε να εγκαταλείψει και πάλι τη Ζάκυνθο για να εγκατασταθεί στο Μεσολόγγι, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια. Με την ίδρυση του ανεξάρτητου Ελληνικού Βασιλείου το Φεβρουάριο του 1830, άρχισε να «πλησιάζει» στην πρωτεύουσα. Αρχικά ταξίδεψε στην Αίγινα, όπου διορίστηκε καθηγητής στο πρώτο δημόσιο εκπαιδευτήριο, που είχε ιδρυθεί από τον Καποδίστρια. Δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στο Ναύπλιο, όπου κλήθηκε να διδάξει ιστορία, γεωγραφία και λατινικά στο νεοσύστατο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο, πρόδρομο της Σχολής Ευελπίδων. Παράλληλα με το παιδαγωγικό του έργο, συνέχισε ακατάπαυστα να δημοσιεύει κείμενα με πατριωτικό περιεχόμενο και προσπαθούσε να περάσει τον ενθουσιασμό και στους μαθητές του. Η θητεία του ως δάσκαλος έλαβε τέλος το Σεπτέμβριο του 1833.
Η δίκη του Κολοκοτρώνη
Ο Τερτσέτης είχε υπάρξει ένθερμος υποστηρικτής του Όθωνα. Έτσι, δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι αποτέλεσε έναν από τους πέντε εκλεκτούς που η Αντιβασιλεία των Βαυαρών διόρισε ως δικαστή εν όψει της πολύκροτης δίκης του Γέρου του Μοριά.Η δίκη ξεκίνησε στις 16 Απριλίου του 1834. Η ετυμηγορία βγήκε στις 25 Μαΐου και το επίσημο έγγραφο δημοσιεύτηκε την επομένη. Τρεις από τους πέντε δικαστές, ο Δημήτριος Σούτσος, ο Δημήτριος Βούλγαρης και ο Φωκάς Φραγκούλης, έκριναν τους κατηγορούμενους ένοχους και τους καταδίκασαν σε θάνατο. Ωστόσο, τόσο ο Γεώργιος Τερτσέτης, όσο και ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αναστάσιος Πολυζωίδης, αρνήθηκαν να υπογράψουν την ατεκμηρίωτη και γι αυτό το λόγο εξευτελιστική απόφαση. Παρακάλεσαν με όλη τους την ψυχή τους τρεις δικαστές να μην υπογράψουν την θανατική καταδίκη δύο ηρώων αλλά δεν κατάφεραν τίποτα.
Ο υπουργός δικαιοσύνης Κ. Σχινάς μπήκε στη δικαστική αίθουσα και διέταξε τους δύο δικαστές να υπογράψουν και αυτοί, παρά τη διαφωνία τους.
«Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι!», ήταν η απάντηση του προέδρου Πολυζωίδη.
«Δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», ξεκαθάρισε τη στάση του ο Τερτσέτης.
Με τις ξιφολόγχες να τους απειλούν οι δύο δικαστές μπήκαν στην αίθουσα, ενώ οι φύλακες τους έσερναν και τους έσκιζαν τα ρούχα.
Οι δύο άντρες κακοποιήθηκαν,απειλήθηκαν, υβρίστηκαν και διώχθηκαν από το αξίωμά τους. Φυλακίστηκαν και τέσσερις μήνες αργότερα οδηγήθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της «αρνήσεως υπηρεσίας και παραβιάσεως της εχεμυθείας περί την ψηφοφορία του δικαστηρίου».
Στην απολογία του ο Τερτσέτης υπήρξε έξοχος υπερασπιστής της δικαιοσύνης και του ιερού καθήκοντος του δικαστή.
«….αν ο επίτροπος μας φοβερίζει με φυλακισμόν, το αίτιον είναι η σφοδρή μας λατρεία προς την δικαιοσύνην, εις καιρούς τους οποίους κάλλιστα γνωρίζετε. Και η δικαιοσύνη δεν είναι προνόμιον, είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητος και αρμόζει λοιπόν να αναφέρωμεν ημείς σήμερον, ως εις βοήθειαν μας, το όνομα του ανθρώπινου γένους, αφού δια αυτό αγωνίσθημεν…»Εισαγγελέας ήταν ο Μάσσον που τους είχε πιέσει να υπογράψουν την άδικη καταδίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα. Ο Τερτσέτης του είπε: ««… Πως θα ημερώσεις την κατάρα που θα ξεφωνίσουν οι δύο στρατιώτες της Επαναστάσεως, γονατίζοντας να βάλουν το κεφάλι τους εις τον χαλκά της Γιλοτίνας; 49 χρόνους ο γεροντότερος των δύο με τουφέκι ακοίμητο επολεμούσε τους εχθρούς, και βασαν τον πολιτισμόν και τους νόμους εις την Ελλάδα, και ο νόμος που φανερά φανερά τους βοηθούσε, δεν προσαρμόσθηκε εις βοήθειαν τους; Ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την Βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνο διά την τιμή και ζωή των υπηκόων; Ποιός είσαι εσύ, που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας;«
Πολυζωίδης και Τερτσέτης, παρά την πανηγυρική τους αθώωση το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, παραιτήθηκαν οριστικά από το δικαστικό τους λειτούργημα. Ο Πολυζωίδης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ενώ ο Τερτσέτης αυτοεξορίστηκε για έξι χρόνια στο Λονδίνο και εν συνεχεία στο Παρίσι.
Επαναπατρισμός
Στην Ελλάδα επέστρεψε τη δεκαετία του 1840. Διορίστηκε από το κράτος ως αρχειοφύλακας της Βιβλιοθήκης της Βουλής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Την περίοδο εκείνη ξεκινά και το έντονο «διδακτικό» του έργο. Εκφώνησε ιστορικές ομιλίες στο Κοινοβούλιο, με χαρακτηριστικότερες τις επετειακές της 25ης Μαρτίου και εξέδωσε πλήθος συγγραφικών έργων. Μεταξύ των σημαντικότερων βρίσκονται τα απομνημονεύματα του Νικηταρά και του Κολοκοτρώνη, τα οποία του διηγήθηκε ο Γέρος του Μοριά, μετά από δική του επιμονή.
Το 1864 ο Γεώργιος Τερτσέτης εξελέγη αντιπρόσωπος της Ζακύνθου στην Ελληνική Βουλή και επί μία δεκαετία εκπροσώπησε επάξια το αγαπημένο του νησί.
Την άνοιξη του 1874 αρρώστησε βαριά. Οκτώ μήνες νωρίτερα είχε φύγει από τη ζωή ο Πολυζωίδης και ο επετειακός λόγος του Ζακυνθινού για την 25η Μαρτίου θα ήταν αφιερωμένος σε εκείνον. Ωστόσο, ο Τερτσέτης δεν ήταν σε θέση να τον διαβάσει και τελικά εκφωνήθηκε από άλλον.
Στις 15 Απριλίου του 1874 άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα. Προς τιμήν του, ο δήμος του Ναυπλίου τοποθέτησε την προτομή του, όπως και του Αναστάσιου Πολυζωίδη, μπροστά στο Δικαστικό μέγαρο της πόλης. Οι δύο άνδρες δεν είχαν υπερασπιστεί τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα αλλά την ίδια τη δικαιοσύνη και το ιερό καθήκον των δικαστών να αποδίδουν δικαιοσύνη βάσει των στοιχείων και όχι βάσει των σκοπιμοτήτων και των συμφερόντων.
https://www.mixanitouxronou.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.