“Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι, πρέπει κατά τη γνώμη μου, να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Σέβονται την ανθρώπινη προσωπικότητα, και ως εκ τούτου είναι πάντα ευγενείς, ήρεμοι και πρόθυμοι να προσφέρουν στους άλλους. Δεν προκαλούν διαπληκτισμούς για ένα σφυρί ή για λίγο χαμένο καουτσούκ· αν ζουν μαζί με κάποιον δεν το θεωρούν παραχώρηση, και φεύγοντας δεν λένε «κανείς δε μπορεί να ζήσει μαζί σου». Συγχωρούν το θόρυβο, το κρύο και στεγνό κρέας και τις ευφυολογίες και την παρουσία ξένων στα σπίτια τους. Συμπονούν, και όχι μόνο τους επαίτες και τις γάτες. Οι καρδιές τους πονούν γι’ αυτά που τα μάτια δεν βλέπουν…
Ξαγρυπνούν τα βράδια για να βοηθήσουν τον Π.* …, για να πληρώσουν για τους αδερφούς τους στο Πανεπιστήμιο, για να αγοράσουν ρούχα για τις μητέρες τους.
Σέβονται την ιδιοκτησία των άλλων, γι’ αυτό και πληρώνουν τα χρέη τους. Είναι ειλικρινείς και τρέμουν το ψέμα σαν τη φωτιά. Δεν ψεύδονται ούτε σε ασήμαντα θέματα. Το ψέμα προσβάλλει τον ακροατή και τον ταπεινώνει μπροστά στα μάτια του ομιλούντος.
Δεν κρατούν «πόζα», δεν φέρονται δημόσια όπως στα σπίτια τους, δεν καυχιούνται μπροστά στους ταπεινούς συντρόφους τους. Δεν παραδίδονται στη φλυαρία και στο να επιβάλλουν στους άλλους τα ανεπιθύμητα μυστικά τους. Από σεβασμό προς τα αυτιά των άλλων ανθρώπων, συχνότερα σιωπούν παρά μιλούν.
Δεν υποτιμούν τους εαυτούς τους επιζητώντας τη λύπηση. Δεν παίζουν στις χορδές των ξένων καρδιών, ώστε να μπορούν να τους φέρονται με ψεύτικο σεβασμό. Δεν λένε «με παρεξήγησαν» ή «έχω γίνει φτηνός», γιατί αυτός είναι αγώνας για πλασματικά κέρδη, χυδαίος, κάλπικος…
Δεν έχουν κενή ματαιοδοξία. Δεν ενδιαφέρονται για ψεύτικα διαμάντια όπως το να γνωρίζουν διασημότητες, να δίνουν χέρια με τον μεθυσμένο Π., να ακούν τους σχολιασμούς ενός τυχαίου θεατή σε μια έκθεση, να συζητιούνται στις ταβέρνες.
Αν κάνουν πράγματα άξια μιας δεκάρας δεν τριγυρνούν με αλαζονεία σαν να έχουν κάνει κάτι άξιο για εκατό ρούβλια, και δεν επιδεικνύονται όταν τους δέχονται κάπου όπου άλλοι έχουν απορριφθεί. Οι αληθινά ταλαντούχοι πάντα κρατούν την ταπεινότητά τους μέσα στο πλήθος, μένουν όσο μπορούν πιο μακριά από τη διαφήμιση. Ακόμα και ο Κρίλοφ έχει πει ότι ένα άδειο βαρέλι αντιλαλεί περισσότερο από ένα γεμάτο.
Αν έχουν ένα ταλέντο, του δείχνουν σεβασμό. Θυσιάζουν σε αυτό την ανάπαυση, τις γυναίκες, το κρασί, τη ματαιοδοξία… Είναι περήφανοι για το ταλέντο τους.
Πέρα απ’ αυτά, είναι σχολαστικοί. Καλλιεργούν στους εαυτούς τους την αγάπη για την καλαισθησία. Δε μπορούν να πλαγιάσουν με τα ρούχα τους, να βλέπουν στους τοίχους ρωγμές γεμάτες έντομα, να αναπνέουν ακάθαρτο αέρα, να περπατούν πάνω σε πάτωμα που κάποιος έχει φτύσει, να μαγειρεύουν το φαγητό τους πάνω από μια σόμπα πετρελαίου.
Επιζητούν όσο το δυνατόν περισσότερο να χαλιναγωγήσουν και να εξευγενίσουν τα σεξουαλικά ένστικτα. Αυτό που θέλουν σε μια γυναίκα δεν είναι συντροφιά στο κρεβάτι… Δεν αναζητούν την εξυπνάδα που ενυπάρχει στο συνεχές πλάγιασμα. Θέλουν συγκεκριμένα, αν είναι καλλιτέχνες, φρεσκάδα, κομψότητα, ανθρωπιά, την επιθυμία για μητρότητα…
Δεν καταπίνουν τη βότκα όλη μέρα κι όλη νύχτα, δεν ψάχνουν λαίμαργα στα ντουλάπια γιατί δεν είναι γουρούνια και το γνωρίζουν. Πίνουν μόνο όταν είναι ελεύθεροι, περιστασιακά. Γιατί θέλουν mens sana in corpora sano (νους υγιής εν σώματι υγιεί). Και ούτω καθεξής.
Δεν κρατούν «πόζα», δεν φέρονται δημόσια όπως στα σπίτια τους, δεν καυχιούνται μπροστά στους ταπεινούς συντρόφους τους. Δεν παραδίδονται στη φλυαρία και στο να επιβάλλουν στους άλλους τα ανεπιθύμητα μυστικά τους. Από σεβασμό προς τα αυτιά των άλλων ανθρώπων, συχνότερα σιωπούν παρά μιλούν.
Δεν υποτιμούν τους εαυτούς τους επιζητώντας τη λύπηση. Δεν παίζουν στις χορδές των ξένων καρδιών, ώστε να μπορούν να τους φέρονται με ψεύτικο σεβασμό. Δεν λένε «με παρεξήγησαν» ή «έχω γίνει φτηνός», γιατί αυτός είναι αγώνας για πλασματικά κέρδη, χυδαίος, κάλπικος…
Δεν έχουν κενή ματαιοδοξία. Δεν ενδιαφέρονται για ψεύτικα διαμάντια όπως το να γνωρίζουν διασημότητες, να δίνουν χέρια με τον μεθυσμένο Π., να ακούν τους σχολιασμούς ενός τυχαίου θεατή σε μια έκθεση, να συζητιούνται στις ταβέρνες.
Αν κάνουν πράγματα άξια μιας δεκάρας δεν τριγυρνούν με αλαζονεία σαν να έχουν κάνει κάτι άξιο για εκατό ρούβλια, και δεν επιδεικνύονται όταν τους δέχονται κάπου όπου άλλοι έχουν απορριφθεί. Οι αληθινά ταλαντούχοι πάντα κρατούν την ταπεινότητά τους μέσα στο πλήθος, μένουν όσο μπορούν πιο μακριά από τη διαφήμιση. Ακόμα και ο Κρίλοφ έχει πει ότι ένα άδειο βαρέλι αντιλαλεί περισσότερο από ένα γεμάτο.
Αν έχουν ένα ταλέντο, του δείχνουν σεβασμό. Θυσιάζουν σε αυτό την ανάπαυση, τις γυναίκες, το κρασί, τη ματαιοδοξία… Είναι περήφανοι για το ταλέντο τους.
Πέρα απ’ αυτά, είναι σχολαστικοί. Καλλιεργούν στους εαυτούς τους την αγάπη για την καλαισθησία. Δε μπορούν να πλαγιάσουν με τα ρούχα τους, να βλέπουν στους τοίχους ρωγμές γεμάτες έντομα, να αναπνέουν ακάθαρτο αέρα, να περπατούν πάνω σε πάτωμα που κάποιος έχει φτύσει, να μαγειρεύουν το φαγητό τους πάνω από μια σόμπα πετρελαίου.
Επιζητούν όσο το δυνατόν περισσότερο να χαλιναγωγήσουν και να εξευγενίσουν τα σεξουαλικά ένστικτα. Αυτό που θέλουν σε μια γυναίκα δεν είναι συντροφιά στο κρεβάτι… Δεν αναζητούν την εξυπνάδα που ενυπάρχει στο συνεχές πλάγιασμα. Θέλουν συγκεκριμένα, αν είναι καλλιτέχνες, φρεσκάδα, κομψότητα, ανθρωπιά, την επιθυμία για μητρότητα…
Δεν καταπίνουν τη βότκα όλη μέρα κι όλη νύχτα, δεν ψάχνουν λαίμαργα στα ντουλάπια γιατί δεν είναι γουρούνια και το γνωρίζουν. Πίνουν μόνο όταν είναι ελεύθεροι, περιστασιακά. Γιατί θέλουν mens sana in corpora sano (νους υγιής εν σώματι υγιεί). Και ούτω καθεξής.
Έτσι είναι οι καλλιεργημένοι άνθρωποι. Για να είναι κανείς καλλιεργημένος και όχι κατώτερος του περίγυρού του, δεν αρκεί μόνο να έχει διαβάσει «Τα χαρτιά του Πίκγουικ» και να μάθει ένα μονόλογο του «Φάουστ»… Αυτό που χρειάζεται είναι συνεχής δουλειά, νυχθημερόν, συνεχές διάβασμα, μελέτη, θέληση. Κάθε ώρα είναι πολύτιμη.
Έλα κοντά μας, κάνε θρύψαλα το μπουκάλι με τη βότκα, ξάπλωσε και διάβασε. Τουργκένιεφ, αν θέλεις, που δεν τον έχεις διαβάσει. Πρέπει να εγκαταλείψεις τη ματαιοδοξία σου, δεν είσαι παιδί. Σύντομα θα είσαι τριάντα. Ήρθε η ώρα! Σε περιμένω… Όλοι σε περιμένουμε.”
Έλα κοντά μας, κάνε θρύψαλα το μπουκάλι με τη βότκα, ξάπλωσε και διάβασε. Τουργκένιεφ, αν θέλεις, που δεν τον έχεις διαβάσει. Πρέπει να εγκαταλείψεις τη ματαιοδοξία σου, δεν είσαι παιδί. Σύντομα θα είσαι τριάντα. Ήρθε η ώρα! Σε περιμένω… Όλοι σε περιμένουμε.”
Από ένα γράμμα του Αντόν Τσέχωφ στον αδερφό του Νικολάι