Το νησί του θησαυρού - Χριστίνα Παππά
Mια φορά και έναν καιρό στο νησί Καραβόμυλος ζούσε ένας πειρατής που τον λέγανε Ριχάρδο.
Κάπως διαφορετικός από τους άλλους πειρατές, δεν ήταν άγριος, είχε καλή καρδιά και βοηθούσε όποιον τον χρειαζόταν.
Φορούσε ένα μεγάλο μαύρο καπέλο, είχε μουστάκι και γένια και στο χέρι του υπήρχε ένας γάντζος.
Ο πειρατής αυτός είχε ένα πολύ μεγάλο ξύλινο καράβι με μεγάλα κατάρτια και μια μεγάλη ασπρόμαυρη σημαία.
Ταξίδευε συνέχεια. Το μεγάλο του όνειρο ήταν να βρει έναν μεγάλο θησαυρό.
Μια μέρα στο ταξίδι που έκανε, βρήκε μέσα στη θάλασσα μια βάρκα που μέσα υπήρχε ένας ναυαγός που ζητούσε βοήθεια.
Ο πειρατής τον ανέβασε στο καράβι του και τον φρόντισε. Του έδωσε να πιει νερό και φαγητό. Κάποια στιγμή, τον ρώτησε:
- Τι γυρεύεις εδώ ολομόναχος;
Ο ναυαγός έβγαλε μέσα από την τσέπη του έναν χάρτη.
Ο πειρατής κοίταξε το χάρτη και του είπε:
- Tι υπάρχει εδώ;
- Σε αυτό το νησί υπάρχει ένας κρυμμένος θησαυρός. Aν με βοηθήσεις να τον βρω, θα τον μοιραστούμε, του απάντησε ο ναυαγός.
Μόλις ο ναυαγός συνήλθε, άρχισαν να μιλάνε για το μπαούλο που έχει μέσα το θησαυρό. Ξεκινήσανε μαζί να πάνε να τον βρουν.
Ο πειρατής κοιτούσε συνέχεια τον χάρτη. Ανυπομονούσε να βρει το νησί με τον κρυμμένο θησαυρό. Μαζί του είχε μία πυξίδα που έπαιρνε πάντα σε όλα του τα ταξίδια.
Ταξιδεύανε για πάρα πολλές ημέρες. Με τρικυμίες, άγριες θάλασσες, κύματα φοβερά που περνούσανε μπροστά από το καράβι.
Ο Ριχάρδος κοιτούσε με τα κιάλια του πότε θα φτάσει.
Τελικά φτάσανε, βγήκαν στο νησί και κάθισαν λίγο να ξεκουραστούν. Όμως ήταν τόσο κουρασμένοι που τους πήρε ο ύπνος.
Όταν ξυπνήσανε, είχε ήδη ξημερώσει.
Ξεκινήσανε να πάνε να βρουν το θησαυρό. Περάσαν όμως πολλές δοκιμασίες μέχρι να τον βρουν. Σκαρφάλωσαν σε δέντρα, περάσανε μικρά ποταμάκια.
Είχανε όμως πάντα μαζί τους το χάρτη και την πυξίδα, και έτσι δεν άργησαν και πάρα πολύ να τον βρουν.
Βρέθηκαν μπροστά από μια σπηλιά. Μπαίνοντας μέσα ανακάλυψαν ένα μεγάλο μπαούλο.
Ο πειρατής το άνοιξε και ήταν γεμάτο με χρυσά νομίσματα, κοσμήματα, πολλά χρωματιστά πετράδια, διαμάντια, τιάρες και στέμματα.
Θαμπώθηκαν με τόση λάμψη.
- Το όνειρο μου έγινε πραγματικότητα, ψιθύρισε ο Ριχάρδος.
Βάλανε τον θησαυρό στο πλοίο και ετοιμάστηκαν για το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής.
Οι δυο τους ήταν τόσο χαρούμενοι που μόλις είδαν πως φτάνανε πίσω αρχίσανε να χορεύουνε. Σηκώσανε το μπαούλο και τραγουδούσανε.
Φτάσανε στο νησί του πειρατή και είπανε σε όλους την περιπέτεια που έζησαν και πόσο τυχεροί ήταν.
Ο πειρατής και ο ναυαγός κρατήσανε το μερίδιο τους. Αλλά το υπόλοιπο το μοιράσανε σε όλους τους κατοίκους του νησιού.
Όλοι ευχαρίστησαν τον πειρατή για τη μεγάλη γενναιοδωρία που έδειξε.
Ο Ριχάρδος αποφάσισε να κρατήσει τον ναυαγό, να γίνουν φίλοι και να ταξιδεύουν μαζί.
Ο ναυαγός συμφώνησε, τον ευχαρίστησε και άρχισαν να μιλάνε για το επόμενο ταξίδι που θα πηγαίνανε.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Ερωτήσεις: