Τα σχολεία ανοίγουν τη Δευτέρα στο σύνολο της επικράτειας και αυτό που κυρίως απασχολεί τη σχολική κοινότητα (μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς) είναι η αποτελεσματική προφύλαξη από την εξάπλωση της πανδημίας. Λογικό, αφού βρισκόμαστε (πλανητικά) σε αυτή τη φάση. Ωστόσο, τα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης δεν έχουν φυσικά να κάνουν με την πανδημία. Η περιορισμένη χρηματοδότηση, το κλείσιμο (υπό τον εύηχο τίτλο της συγχώνευσης) σχολικών μονάδων, η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών απασχολούσαν, απασχολούν και θα συνεχίσουν να απασχολούν (όταν πια η πανδημία γίνει μια δυσάρεστη ανάμνηση) τους πάντες.
Ως προς τον παρελθόντα χρόνο, μπορούμε να θυμηθούμε τις κινητοποιήσεις της δεκαετίας του 60 με άξονα το αίτημα του "15% για την παιδεία", που είχε στέρεες βάσεις στα κινήματα της νεολαίας της εποχής αλλά ποτέ δεν εφαρμόστηκε στην πράξη. Κατά καιρούς, και ιδιαίτερα κατά τη μεταπολίτευση, ξεπηδούσαν μαθητικά κινήματα με κύριο αίτημα ακριβώς αυτό, την αύξηση της χρηματοδότησης και την άνοδο της ποιότητας στο δημόσιο σχόλειο. Μέχρι που ήρθαν τα μνημόνια και τα γκρέμισαν όλα. Χρηματοδότηση, υλικοτεχνικές υποδομές και προσλήψεις διδακτικού προσωπικού.
Στον παρόντα χρόνο -και πρoτού προκύψει η πανδημία- η ελληνική εκπαίδευση βρισκόταν σε μία φάση αργής ανάνηψης. Η χρηματοδότηση αυξήθηκε κατά ένα μικρό ποσοστό, ωστόσο και πάλι τα κενά στα σχολεία (ιδιαίτερα σ' αυτά της επαρχίας και των αποκακρυσμένων περιοχών) παραμένουν μεγάλα αφού πολλοί δημοσιονομικοί περιορισμοί εξακολουθούν να ισχύουν και να βάζουν φρένο στις όποιες προσπάθειες. Συν τοις άλλοις, η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας (από τον Ιούλιο του 2019 και μετά) δείχνει να μην έχει ως απόλυτη προτεραιότητά της την πρόοδο του δημόσιου σχολείου ενώ αντίθετα έχει ξεδιπλώσει μία βεντάλια πρωτοβουλιών που κάνουν τους σχολάρχες (τους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων δηλαδή) να αισθάνονται ιδιαίτερα ευτυχείς.
Χρηματοδότηση: Η μεγάλη πληγή
Θα μιλήσουμε με νούμερα γιατί μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος. Νούμερα μάλιστα που έχουν την επισημότητα της ΕΛΣΤΑΤ και αφορούν τη χρηματοδότησης της ελληνικής εκπαίδευσης στα "μνημονιακά" χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων το ζωνάρι γύρω από το σώμα της παιδείας σφίχτηκε μέχρι ασφυξίας θα έλεγε κανείς.
Σύμφωνα λοιπόν με την ΕΛΣΤΑΤ (και τη σχετική έρευνα που δημοσιοποίησε τον Νοέμβριο του 2019) οι δαπάνες της Κεντρικής Κυβέρνησης για την εκπαίδευση το 2016 ήταν μειωμένες κατά 10% σε σχέση με αυτές του 2012 (οι οποίες ήταν ήδη μειωμένες με τη σειρά τους σε σχέση με το 2009 λόγω των δύο πρώτων μνημονίων).Σε απόλυτους αριθμούς η εκπαίδευση μέσα στο διάστημα τεσσάρων χρόνων (από το 2012 έως το 2016) στερήθηκε περίπου 700 εκ. ευρώ (από τα 6,9 δις πήγαμε στα 6,2). Οι περισσότερες δε από αυτές τις περικοπές έγιναν στη δευτεροβάθμια (γυμνάσια-λύκεια) και στην τριτοβάθμια (πανεπιστήμια) εκπαίδευση. Ειδικά τα ελληνικά πανεπιστήμια είδαν τη χρηματοδόσή τους να μειώνεται κατά ένα σχεδόν δισεκατομμύριο ευρώ σε τέσσερα χρόνια.
Το ελληνικό δημόσιο δαπανά επίσης λιγότερα χρήματα για τις αμοιβές του διδακτικού προσωπικού κάτι απολύτως λογικό αφού τα τελευταία χρόνια οι αποχωρήσεις εκπαιδευτικών, λόγω συνταξιοδότησης, είναι πολύ περισσότερες από τις έτσι και αλλιώς ελάχιστες προσλήψεις (που αφορούν κυρίως αναπληρωτές). Ετσι λοιπόν το 2012 από τα ταμεία του ελληνικού δημοσίου βγήκαν 4,2 δις για αμοιβές το 2012 αλλά μόλις 3,6 δις το 2016. Και αυτό ενώ το 2016 είχε προκύψει αύξηση κατά 1,2% σε σχέση με το 2015!
Αξίζει να επιμείνουμε λίγο παραπάνω στο ζήτημα του διδακτικού προσωπικού, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευσης, εκμεταλλευόμενοι πτυχές της έρευνας του Νεκτάριου Κορδή, μέλους του Κεντρικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης επί υπουργίας Γαβρόγλου. Η έρευνα αυτή, που δημοσιεύτηκε στη Διαδικτυακή Πύλη alfavita.gr, αποτυπώνει με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης την αιμορραγία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που προκαλείται από τον ασφυκτικό περιορισμό των προσλήψεων.
Σύμφωνα με την έρευνα, ενώ το τελευταίο έτος προ μνημονίων (2008-2009) προσλήφθηκαν 4220 μόνιμοι εκπαιδευτικοί, ο αριθμός αυτός για τη σχολική σεζόν 2015-2016 περιορίστηκε στο... μηδέν. Οπως το διαβάζετε. Τη σχολική χρονιά 2015-2016 το ελληνικό δημόσιο δεν προχώρησε σε ούτε μία πρόσληψη μόνιμου εκπαιδευτικού για τη δευτεροβάθια εκπαίδευση και όλες οι ανάγκες καλύφθηκαν από τους πίνακες των αναπληρωτών. Την ίδια δε χρονιά είχαμε 977 αποχωρήσεις εκπαιδευτικών, λόγω συνταξοδότησης, από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αντιλαμβάνεται εύκολα κάποιος τι κενά προκύπτουν και πως αυτά καλύπτονται (αν καλύπτονται τελικά).
Πολύ μεγάλη μείωση στα έτη από το 2012 μέχρι και το 2016 παρατηρήθηκε στις αμοιβές των πανεστημιακών. Το ποσό για το 2012 διαμορφώθηκε στα 530 εκ ευρώ ενώ για το 2016 μόλις στα 420 και αυτό ήταν κατά τι αυξημένο σε σχέση με το 2012 κάτι που σημαίνει ότι η μείωση μεταξύ των ετών 2012 και 2015 ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Σε ποσοστό η μείωση αυτή-μόλις σε τέσσερα χρόνια-διαμορφώνεται στο 20%!
Συγχωνεύσεις και λουκέτα ακόμα και το 2020
Από τα πρώτα μνημονιακά χρόνια επικράτησε το μοντέλο των συγχωνεύσεων σχολικών μονάδων στο όνομα του εξορθολογισμού του κόστους, μέτρο που φυσικά επιβλήθηκε λόγω των μνημονιακών καταναγκασμών. Ειδικά στην επαρχία-και ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες περιοχές-έγινε αυτό που κατά το κοινώς λεγόμενο ονομάζουμε "σφαγή". Σχολεία -ιδιαίτερα δημοτικά- έκλεισαν αν και μετρούσαν ικανό αριθμό μαθητών και παιδιά αναγκάστηκαν να πάνε σχολείο μακριά από τον τόπο διαμονής τους με ότι αυτό συνεπάγεται για τη διαμόρφωση της καθημερινότητάς τους.
Η "μόδα" αυτή όμως συνεχίζεται ακόμα και το 2020 και ενώ μάλιστα η πανδημία απαιτεί μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη. Μόλις τον περασμένο Ιούλιο το Υπουργείο Παιδεία δημοσίευσε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης Κοινή Υπουργική Απόφαση βάσει της οποίας καταργήθηκαν 26 σχολικές μονάδες, συγχωνεύτηκαν 33 και υποβιβάστηκαν άλλες 53. Ολες οι μονάδες αυτές βρίσκονταν στην ελληνική επαρχία (Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και αλλού).
Eν τω μεταξύ, μόνο για την Περιφέρια της Κεντρικής Μακεδονίας οι καταργήσεις σχολικών μονάδων (σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία) έφτασαν αυτό το καλοκαίρι τις 105! Και αν για κάποια σχολεία η κατάργηση ήταν μάλλον επιβλεβλημένη αφού δεν υπήρχαν μαθητές, για άλλα ως δικαιολογία οι υπεύθυνοι επικαλέστηκαν την έλλειψη κτιρίων! Το ελληνικό δημόσιο δηλαδή παραδέχεται ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει κτιριακές υποδομές για σχολεία που έχουν μαθητές και ελλείψει λύσεων, διατάσσει το κλείσιμό τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δημιουργούνται τμήματα με περισσότερους μαθητές στα σχολεία που καλούνται να "ενσωματώσουν" αυτά που κλείνουν. Και όλα αυτά εν καιρώ πανδημίας. Αν δεν είναι αυτό παραλογισμός, τότε τι είναι;
Ολα αυτά έρχονται να προστεθούν στις κατά γενική ομολογία μεγάλες περικοπές στον αριθμό των σχολείων κατά την πρώτη μνημονιακή περίοδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο μέσα στο 2011 προγραμματίστηκαν και έλαβαν τεικά χώρα μαζικές συγχωνεύσεις σχολείων που έφτασαν τις 1933 σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας μόνο για εκείνη τη χρονιά. Η τάση εξακολούθησε να υπάρχει μέχρι και την τελευταία ημέρα των μνημονίων, το 2018, αν και με λιγότερη ένταση.
Παρακάτω θα δείτε τις μειώσεις των σχολικών μονάδων ανά βαθμίδα από το 2011 στο 2012:
Η τάση πάντως να κλείνουν σχολεία (κυρίως στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση), όχι με την ίδια ένταση-ευτυχώς- διατηρήθηκε μέχρι και τη σεζόν 2017-2018, την τελευταία για την οποία υπάρχουν επίσημα αναλυτικά στοιχεία για το σύνολο της επικράτειας. Τη σεζόν αυτή έκλεισαν άλλα 23 δημοτικά σχολεία σ' όλη τη χώρα εκ των οποίων τα 22 ήταν δημοσια. Ευτυχώς ανέβηκε -όχι κατά πολύ- ο αριθμός του διδακτικού προσωπικού από 64463 εκπαιδευτικούς σε 65427 (αύξηση κατά 1,5%).
Παρακάτω θα δείτε τη σύγκριση των σεζόν 2016-2017 και 2017-2018.
Είναι, δηλαδή, σαφές ότι κατά την τελευταία 10ετία εντυπώθηκε μία κουλτούρα περιορισμών τόσο στα χρήματα όσο και στον αριθμό των σχολικών ομάδων ενώ η ελληνική εκπαίδευση επιχειρούσε να προσαρμοστεί στα θέλω του ΟΟΣΑ και της σχετικής εργαλειοθήκης του (η οποία δεν παράγει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα). Ειδικά κατά τα πρώτα χρόνια των μνημονιακών υποχρεώσεων αυτό έγινε αναγκαστικά και σε μεγάλο εύρος. Εν συνεχεία όμως και ακόμη περισσότερο τώρα έχει να κάνει και με τα ιδεολογικά πιστεύω των κυβερνώντων στα οποία φαίνεται ότι το δημόσιο σχολείο δεν κατέχει εξέχουσα θέση.
Και, αν τέλος πάντων, μπορεί να εξηγηθούν κάποιες από τις συγχωνεύσεις με το επιχείρημα της μείωσης του πληθυσμού σε πολλά γεωγραφικά διαμερίσματα της ελληνικής επαρχίας (αν και αυτή η δικαιολογία δεν ισχύει παντού και πάντα) δεν μπορεί κανείς να πεις το ίδιο για καθαρά πολιτικές επιλογές όπως είναι η αύξηση του αριθμού των μαθητών μέσα στις τάξεις των δημόσιων σχολείων όπως νομοθετήθηκε από την νυν υπουργό, Νίκη Κεραμέως.
Αποδεικνύεται πάντως ότι χωρίς γενναία αύξηση στη χρηματοδότηση και χωρίς επαρκείς διορισμούς νέου εκπαιδευτικού προσωπικού σε όλες τις βαθμίδες, το ελληνικό δημόσιο σχολείο θα εξακολουθεί να υποφέρει τα επόμενα χρόνια. Οχι φυσικά ότι δεν υπάρχουν και άλλα προβλήματα (δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία μέρους του προσωπικού, έλλειψη οράματος κτλ), ωστόσο η αύξηση των χρημάτων που επενδύονται στην ελληνική εκπαίδευση (γιατί περί επένδυσης πρόκειται σε τελική ανάλυση) θα ανοίξει νέους δρόμους που διαφορετικά θα παραμείνουν ερμητικά κλειστοί. Μαγικές λύσεις δεν υφίστανται όσες "εργαλειοθήκες" και αν κληθούν να εφαρμόσουν οι ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας από εδώ και πέρα.
Μιλούν τρεις πρώην Υπουργοί Παιδείας: Η ελληνική εκπαίδευση τον 21ο αιώνα
Στο δεύτερο μέρος του ρεπορτάζ τρεις πρώην Υπουργοί Παιδείας, από το σύνολο του πολιτικού φάσματος, απαντούν στο News247 σε δύο βασικά ερωτήματα για την ελληνική εκπαίδευση.
1ον: Ποιο είναι διαχρονικά το πιο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο χώρος της Παιδείας στην Ελλάδα;
2ον: Γιατί η χρηματοδότησή της παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, πάντα σε σύγκριση με τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κυρίως της ζώνης του ευρώ;
Η Μαριέττα Γιαννάκου υπήρξε Υπουργός Παιδείας στην πρώτη κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή και έμεινε στη θέση της για 3 1/2 χρόνια (από τις 10 Μαρτίου του 2004 μέχρι τις 19 Σεπτεμβρίου του 2007).
Απάντηση στο 1ο ερώτημα
Διαχρονικό και ταυτόχρονα πιο σημαντικό πρόβλημα στο χώρο της παιδείας υπήρξε η αδυναμία συνεννόησης στον πολιτικό και εκπαιδευτικό χώρο για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και την προσαρμογή στις διεθνείς τεχνολογικές εξελίξεις.
Η πραγματικότητα αυτή συνοδεύτηκε από την ανεπαρκή χρηματοδότηση ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία. Ευτυχώς ορισμένες από τις χρηματοδοτικές απαιτήσεις ικανοποιήθηκαν από την ευρωπαϊκή οικονομική στήριξη.
Το πρόβλημα ευρύτερης συνεννόησης για τις απαραίτητες μεταβολές επέφερε μεγάλη καθυστέρηση στις εξελίξεις, ιδιαίτερα στην ανώτατη εκπαίδευση για αυτό και χρειάστηκε όλες οι μεταρρυθμίσεις να πραγματοποιηθούν ταυτόχρονα στο διάστημα 2004 – 2007.
Ο χώρος της εκπαίδευσης επελέγη δυστυχώς από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις ως προνομιακός χώρος για την εξυπηρέτηση ευρύτερων πολιτικών συμφερόντων, ώστε να χρειαστεί αρκετός χρόνος για να συνειδητοποιηθεί το κόστος αυτών των επιλογών. Σήμερα ευτυχώς η κοινωνία έχει απορρίψει παλιές μεθοδολογίες χρησιμοποίησης της εκπαίδευσης για αλλότρια συμφέροντα και καταδικάζει στην μεγάλη πλειονότητα του την αντίσταση σε προσπάθειες θεσμικών μετασχηματισμών στον εκπαιδευτικό χώρο.
Απάντηση στο 2ο ερώτημα
Η χρηματοδότηση όπως προαναφέρθηκε, υπήρξε μειωμένη, ωστόσο στην ανώτατη εκπαίδευση κατά το διάστημα 2004 – 2007 ήταν πρώτη σε όλη την Ευρώπη, μαζί με την Ολλανδία με χρηματοδότηση που αναγόταν στο 1,3% του Α.Ε.Π.., για τα Α.Ε.Ι. και τα Τ.Ε.Ι.. Ταυτόχρονα ανέδειξε το ρόλο των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην έρευνα και τεχνολογία, πολιτική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η οικονομική επιτήρηση της χώρας από τους δανειστές της κατά την τελευταία δεκαετία δεν επέτρεψε να ανέλθει στο αναγκαίο επίπεδο η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, γεγονός που είχε σημαντικό κόστος στην επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό. Αυτό μαζί με την ανεπάρκεια εκσυγχρονισμού στις υποδομές δεν επιτρέπεται να παραμείνει περισσότερο. Ορισμένες κυβερνητικές κινήσεις αποδεικνύουν, ότι οι υπεύθυνοι συμμερίζονται την άποψη αυτή και ενεργούν προς τη δέουσα κατεύθυνση.
Η Αννα Διαμαντοπούλου διετέλεσε Υπουργός Παιδείας στις κυβερνήσεις του Γιώργου Παπανδρέου και του Λουκα Παπαδήμου. Παρέμεινε στο Υπουργείο από τις 7 Οκτωβρίου του 2009 έως τις 7 Μαρτίου του 2012.
Απάντηση στο 1ο ερώτημα
Απο την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ελληνικού κράτους η Εκπαίδευση των ελληνοπαίδων υπήρξε το κεντρικό στοιχείο της οργάνωσης και συγκρότησης του. Ήδη το 1837 η νομοθεσία ήταν εξαιρετικά προωθημένη με ενσωματωμένες έννοιες όπως η υποχρεωτική εκπαίδευση, η αποκέντρωση (την ευθύνη των σχολείων είχαν οι δήμοι) η ανεξιθρησκία (τα Θρησκευτικά ήταν προαιρετικά) ενώ παράλληλα λειτουργούσαν και ιδιωτικές δομές υψηλού επιπέδου.
Στην πορεία η ιστορία της εκπαίδευσης καταγράφει μείζονες συγκρούσεις με ιδεολογικά πολιτικά παιδαγωγικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά με πρωτοπόρους εκπαιδευτικούς και μεταρρυθμιστές πολιτικούς να αγωνιούν και να αγωνίζονται για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να καλλιεργεί τον εθνικό πολιτισμό και ταυτόχρονα να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχή και του κόσμου που συνεχώς αλλάζει. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα και μετά την μεταπολίτευση έκανε πολύ σημαντικά βήματα τα οποία δεν πρέπει να απαξιώνουμε αλλά έχει πλέον και πολύ σημαντικές στρεβλώσεις και αγκυλώσεις που δεν επιτρέπουν στη χώρα ν ανοίξει πανιά για τον 21ο αιώνα (το ένα πέμπτο του οποίου πέρασε).Οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν ήταν μέσα σε κλίμα πολιτικής σύγκρουσης και δεν υλοποιήθηκαν ποτέ συστηματικά και ολοκληρωμένα ώστε να υπάρξουν αποτελέσματα και μετά διορθώσεις. Ακόμη και σημαντικά στοιχεία των μεταρρυθμίσεων που επιβίωσαν δεν υπηρετούσαν πλέον το συνολικό σχέδιο, τμήματα του οποίου αποτελούσαν.
Οι ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις καταργούνται συστηματικά (από την αρχή του ελληνικού κράτους) και το νομοθετικό έργο των Υπουργών Παιδείας αφορά αποσπασματική επίλυση προβλημάτων ή ικανοποίηση επί μέρους αιτημάτων. Η συναίνεση επί ενός ολοκληρωμένου σχεδίου ώστε να έχει κοινούς στόχους σε βάθος χρόνου, ακόμα και όταν επετεύχθη μετά από περίπου 200 χρόνια, το 2011, δεν εστάθη ισχυρή για να υλοποιήσει τη μεταρρύθμιση. Οι συνεχείς κρίσεις εθνικές και οικονομικές βγάζουν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από το κάδρο των προτεραιοτήτων και αντί για τολμηρό και ολοκληρωμένο σχέδιο προχωράμε με βηματάκια εκεί που χρειάζονται άλματα. Σχέδιο (όχι μπαλώματα) συναίνεση (όχι δογματική φλυαρία) και τόλμη (όχι επιδεικτική ρητορεία)! Η έλλειψη αυτών είναι το μείζον πρόβλημα μας.
Απάντηση στο 2ο ερώτημα
Μια ματιά στους δείκτες του ΟΟΣΑ (Education at a glance 2020) για την Εκπαίδευση στην Ελλάδα, επιβεβαιώνει το γεγονός της χαμηλής χρηματοδότησης σε όλες τις βαθμίδες ,ενώ ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είμαστε κάτω από τον μέσο όρο των χωρών. Ιδιαίτερα στην δεκαετία της κρίσης η Ελλάδα δεν κράτησε σταθερές τις δαπάνες για την Παιδεία αλλά αυτές υπέστησαν αναλογική με το ΑΕΠ μείωση. Μια κορυφαία λανθασμένη επιλογή. Η Φινλανδία στην αντίστοιχη οικονομική κρίση και εν μέσω αυτής, προχώρησε σε εκ θεμελίων μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος με αύξηση του προϋπολογισμού του. Το αποτέλεσμα στην ανάπτυξη της χώρας την δικαίωσε.
Επιστρέφοντας στην έρευνα του ΟΟΣΑ, η αναλυτική μελέτη δείχνει ότι όσες χώρες έχουν πολύ υψηλές επιδόσεις έχουν υψηλή χρηματοδότηση, δεν συμβαίνει όμως και το αντίστροφο!! Αυτό σημαίνει ότι τα κονδύλια για την εκπαίδευση είναι μόνο ένας από τους παράγοντες των ποιοτικά υψηλών επιδόσεων. Αν δηλ. αυξηθούν οι μισθοί των εκπαιδευτικών, βελτιωθούν οι υποδομές, εκσυγχρονιστεί πλήρως ο εξοπλισμός, αντιμετωπισθεί επαρκώς το πρόγραμμα της μεταφοράς μαθητών, δεν σημαίνει ότι έχουμε απάντηση στο πρόβλημα του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Μια απόφαση για γενναία αύξηση του προϋπολογισμού της Παιδείας θα πρέπει να συνδέεται με μια επίσης γενναία ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση.
Μεταρρύθμιση βέβαια σημαίνει αλλαγή προσανατολισμού, σημαίνει νέο πνεύμα: απο το μοντέλο διοίκησης μέχρι τις παιδαγωγικές μεθόδους ,από τα προγράμματα σπουδών μέχρι την επιμόρφωση και την αξιολόγηση όλων των συντελεστών. Σημαίνει εξωστρέφεια, πολυμορφία ,αποκέντρωση ,πολλαπλά βοηθήματα σύνδεση με την κοινωνία και την οικονομία. Κυρίως προϋποθέτει Εθνικό Στόχο για την Ελλάδα της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης που το σχολείο θα πρέπει να συνδυάζει Αριστοτέλη και coding....πλήκτρο και πινέλο. Προς το παρόν η δημόσια συζήτηση για τους περιορισμένους πόρους μας, αφορά στις συντάξεις...
Ο Νίκος Φίλης ήταν Υπουργός Παιδείας στην δεύτερη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Παρέμεινε στο Υπουργείο από τις 23 Σεπτεμβρίου του 2015 μέχρι τις 5 Νοεμβρίου του 2016.
Απάντηση στο 1ο ερώτημα
Αντιλαμβάνεστε βέβαια ότι είναι αδύνατο να ορίσει κανείς «ένα βασικό πρόβλημα», γιατί η δημόσια εκπαίδευση είναι ένας περίπλοκος θεσμός, που διαρκώς εξελίσσεται, αλλάζει ταυτόχρονα με την κοινωνία και αντιμετωπίζει πλήθος διαφορετικών προβλημάτων, η ένταση των οποίων ποικίλει με την εποχή. Αυτό μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς «κατάρα» (πολλά προβλήματα…) αλλά μπορεί να το χαρακτηρίσει και «ευτύχημα». Γιατί σημαίνει ότι μια προοδευτική κυβέρνηση, δουλεύοντας με σχέδιο, μπορεί να φέρει αλλαγές και βελτιώσεις σε πολλούς τομείς ταυτόχρονα.
Αλλά καταλαβαίνοντας το πνεύμα της ερώτησής σας, να απαριθμήσω μερικά κρίσιμα προβλήματα. Σε καμία περίπτωση όμως δεν τα παραθέτω ιεραρχικά.
Η απομάκρυνση από την καλλιέργεια κριτικού πνεύματος. Σχεδόν κάθε τι που γίνεται στις τάξεις θα έπρεπε να συντελεί στο να αναπτύσσει το παιδί μια προσωπικότητα τέτοια που να το βοηθάει να αναζητά, να επιλέγει, να ζυγίζει, να κρίνει, να συζητά, να παραθέτει επιχειρήματα, αξιοποιώντας βέβαια επιστημονικά δεδομένα και γνώσεις. Δεν θα έπρεπε να αποστηθίζει τίποτα -ή μάλλον σχεδόν τίποτα. Δυστυχώς, αυτό ούτε γίνεται στις τάξεις πάντοτε, αλλά ούτε οι εκπαιδευτικοί μπορούν να το στηρίξουν, ακόμα και όταν θέλουν (και η συντριπτική πλειοψηφία τους το θέλει). Δεν βοηθάει δηλαδή ούτε το πρόγραμμα σπουδών, ούτε η μετατροπή των σχολείων σε εξεταστικά κέντρα.
Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που θα ‘πρεπε να «διδάσκονται» στην οικογένεια και στις τάξεις, αλλά δεν περιλαμβάνονται στη διδακτέα ύλη… Το να μάθει για παράδειγμα ένα νέο παιδί να αποδέχεται και να αγαπά τον διπλανό του παρότι είναι ενδεχομένως διαφορετικός, είναι μια τεράστιας σημασίας γνώση. Είναι κατάκτηση με επιπτώσεις στη μορφή της κοινωνίας, αύριο. Την λαμβάνουν αυτή τη γνώση οι μαθητές στο σχολείο μας;
Ας πάμε τώρα στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Τελειώνουν το πανεπιστήμιο, που δεν είναι προσανατολισμένο στην εκπαίδευση και μπαίνουν σε μια τάξη να διδάξουν… Πόσο εύκολο είναι αυτό; Ρωτήστε τους ίδιους, θα σας απαντήσουν. Στο ζήτημα αυτό, το υπουργείο θα έπρεπε να είναι δίπλα τους. Να φροντίζει για τη διαρκή επιμόρφωσή τους, που είναι παιδαγωγικά απαραίτητη και σε κάποια πεδία και επιστημονικά -θέλω να πω υπάρχουν επιστήμες που «τρέχουν» με μεγάλη ταχύτητα. Όταν κάποιος μένει 35 χρόνια χωρίς επιμόρφωση, το διάστημα είναι μεγάλο… Και κοιτάξτε: μιλώ για πραγματική επιμόρφωση, όχι προσχηματική, όχι σεμινάρια της οκάς τύπου «βάουτσερ Βρούτση». Ένα σημαντικό ποσοστό του εκπαιδευτικού δυναμικού θα έπρεπε κάθε χρόνο να μην βρίσκεται στις τάξεις αλλά σε πανεπιστήμια και άλλες δομές επιμόρφωσης.
Οπότε αυτό μας πηγαίνει στην επάρκεια του εκπαιδευτικού προσωπικού και στις προσλήψεις -άρα πίσω στο πρώτο ερώτημα, που μιλούσαμε για χρήματα. Δεν είναι δυνατό να έχουμε 40.000 αναπληρωτές, οι οποίοι μετακομίζουν κάθε χρόνο σε άλλο τόπο ή άλλο σχολείο και τους χάνουν οι μαθητές της επαρχίας κυρίως, των ορεινών κομωπόλεων και των μικρών νησιών. Τι φταίει για αυτό; Ολόκληρη τη μνημονιακή περίοδο σταμάτησαν οι προσλήψεις εκπαιδευτικών και φτάσαμε να ανέβει σε πρωτοφανή ύψη ο μέσος όρος ηλικίας των μόνιμων εκπαιδευτικών. Και αυτό δεν νομίζω ότι χρειάζεται να εξηγήσω γιατί είναι αρνητικό.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μας έβγαλε από τα μνημόνια και ξεκίνησε τη διαδικασία των πρώτων 15 χιλιάδων προσλήψεων εκπαιδευτικών μετά από μια δεκαετία. Είναι κάτι που πρέπει να συνεχιστεί.
Τέλος -για να μείνω σε λίγα και βασικά, όπως είπαμε- υπάρχει το ζήτημα της παραπαιδείας. Η Παιδεία μας δυστυχώς είναι στο όνομα μόνο δωρεάν. Στην πράξη οι γονείς, σε μεγάλο ποσοστό τουλάχιστον, καταβάλλουν χρήματα (δηλαδή εμμέσως φορολογούνται επιπλέον...) για τις βασικές σπουδές των παιδιών τους. Ακόμα και για την εκμάθηση της ξένης γλώσσας, για να είμαστε ειλικρινείς, που διδάσκεται στις τάξεις.
Πρόκειται για ένα βαθύ διαχρονικό πρόβλημα, για το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης είχε δοκιμάσει να κάνει βήματα, μειώνοντας τις εξετάσεις από τάξη σε τάξη και καταργώντας τις εισαγωγικές για ορισμένα, αρχικά, τμήματα αλλά προφανώς δεν είχε λύσει. Και φυσικά το πρόβλημα εδώ δεν είναι οικονομικό μόνο. Ότι πολλοί μαθητές περνούν το πρωί στο σχολείο και το απόγευμα και το βράδυ ατέλειωτες ώρες στο φροντιστήριο και στα ιδιαίτερα, έχει -φοβάμαι- εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες στην ψυχική τους ανάπτυξη.
Απάντηση στο 2ο ερώτημα
Το ελληνικό κράτος ήταν κάποτε πολύ φτωχό και είχε κύρια μέριμνα να τελειώσουν τα παιδιά το δημοτικό, άντε τα μισά από αυτά και το γυμνάσιο. Να υπάρχει μια στοιχειώδης μόρφωση για να δουλέψει η φάμπρικα και το εμπόριο. Ένας μικρός αριθμός νέων έφτανε στο πανεπιστήμιο, καταγόμενος κυρίως -όχι αποκλειστικά βέβαια- από τις εύπορες τάξεις που μπορούσαν να στηρίξουν σπουδές των παιδιών τους ως τα 22 και τα 25 τους χρόνια.
Σε αυτές τις συνθήκες είχε αναπτυχθεί το κίνημα του 15% για την Παιδεία, που ήταν βαθύτατα ταξικό και πολιτικό: δεν ζητούσε απλώς καλύτερες αίθουσες ή καλύτερα βιβλία ή αορίστως περισσότερα χρήματα -όλα αυτά ήταν η ορατή του έκφραση. Ζητούσε στην ουσία να αποκτούν όλοι οι πολίτες μέσω της μάθησης όσα εφόδια χρειάζονται ώστε να χειραφετούνται, να μαθαίνουν τα δικαιώματά τους, να μπορούν να κρίνουν, να πάρουν αποφάσεις, με δυο λόγια το μέλλον τους στα δικά τους χέρια.
Με τη Μεταπολίτευση, αλλά κυρίως από τη δεκαετία του ‘80 και μετά, οι πόροι για την Παιδεία αυξήθηκαν. Για παράδειγμα χτίστηκαν νέα σχολεία, πιο σύγχρονα, με καλύτερη αναλογία τετραγωνικών ανά μαθητή, με εργαστήρια, με αθλητικό εξοπλισμό και πολλά ακόμα. Και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, περισσότερων πλέον ειδικοτήτων, διέθεταν καλύτερα εφόδια. Ας θυμηθούμε π.χ. την πορεία των δασκάλων: κάποτε μονοετούς φοίτησης, αργότερα και ως τις αρχές της δεκ. ‘80 διετούς, κατόπιν τετραετούς.
Μαζικοποιήθηκαν την ίδια περίοδο τα πανεπιστήμια, με νέες σχολές και μεγάλες πανεπιστημιουπόλεις. Εξυπηρετούσε αυτό μια αναγκαιότητα της οικονομίας αλλά βοήθησε επίσης να σπουδάσουν τα παιδιά των μεσαίων και των φτωχότερων στρωμάτων. Το ξέρουμε οι μεγαλύτεροι, ότι τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70 όποιος δεν έμπαινε στο πανεπιστήμιο και είχε χρήματα, απλώς τον έστελναν οι γονείς να σπουδάσει στο εξωτερικό. Η μαζικοποίηση που σήμερα δυσφημείται λειτούργησε ως ασανσέρ ανακατάταξης στην ελληνική κοινωνία.
Πλην όμως, οι δαπάνες για την Παιδεία, αν και αυξήθηκαν, παρέμεναν χαμηλά ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ουραγοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με δυο τρεις πρώην ανατολικές χώρες πιο χαμηλά. Το χειρότερο από όλα δεν είναι το ποσοστό καθαυτό, αλλά ότι η χώρα μας βρίσκεται διαχρονικά και διαρκώς, κάτω από τον μ.ό. των 27. Με δυο λόγια, οι ελλείψεις συσσωρεύονται.
Ιδιαιτέρως όμως τα χρόνια των μνημονίων οι δαπάνες για την Παιδεία συρρικνώθηκαν δραστικά. Την εξαετία 2010-2016 μειώθηκαν κατά 22,7% για τη δευτεροβάθμια και 14,1% για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (πηγή ΙΟΒΕ). Μιλάμε για γιγαντιαία, συγκλονιστικά ποσοστά. Στην πράξη, δομές ολόκληρες κατέρρευσαν και ό,τι έμεινε όρθιο, έμεινε χάρη στην αυτοθυσία των εκπαιδευτικών. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέτρεψε αυτή την τάση, αυξάνοντας από το 2016 ως το 2019 τις δαπάνες. Από 4,2% (στρογγυλοποιώ τα νούμερα) το 2016, σε 4,4% το 2017, 4,6% το 2018, 4,8% το 2019. Έχει σημασία επίσης ότι για πρώτη φορά την ίδια περίοδο οι δαπάνες για την έρευνα έφτασαν στο 1% του ΑΕΠ βοηθώντας να εργαστούν στη χώρα και να παράγουν αποτέλεσμα χιλιάδες νέοι ερευνητές.
Κοντολογίς: το ελληνικό δημόσιο διαχρονικά, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, θεωρούσε την επένδυση στην Παιδεία δευτερεύουσα. Μη αποδοτική, μη παραγωγική, εμπόδιο σε άλλες δραστηριότητες. Σήμερα, ιδιαίτερα μετά τη μνημονιακή λαίλαπα, αποτελεί μονόδρομο η συνέχιση της τάσης του 2016-2019. Το εργαλείο υπάρχει: Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης που θέσπισε η Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω της πανδημίας πρέπει κατά προτεραιότητα να κατευθυνθούν στην δημόσια Παιδεία και τη δημόσια Υγεία. Είναι μια πολιτική επιλογή ρεαλιστική και αναγκαία. Μπορώ να το πω με δυο λόγια: δεν υπάρχει άλλη επιλογή, από το να ενισχύσουμε οικονομικά την Παιδεία.
Νίκος Γαννόπουλος, https://www.news247.gr