Άνοιξα το παράθυρο κι αντίκρισα παιδάκια να κλαίνε απ' την πείνα, μητέρες να ζητιανεύουν για γάλα, πατέρες να ψάχνουν στα σκουπίδια για ψωμί. Έκλεισα το παράθυρο μην αντέχοντας το αποτρόπαιο αυτό θέαμα. Έμεινα καιρό κλεισμένος μέσα φοβούμενος να δω την κατάστασή τους, αλλά αναλογιζόμενος πάντα τα προβλήματά τους. Όταν κάποτε ξανάνοιξα το παράθυρο είδα πως τα παιδιά τα καθησύχαζαν με παραμύθια ψεύτες της αντιπολίτευσης, στις μανάδες έδιναν γάλα τα προσωρινά επιδόματα της μονίμως ανίκανης κυβέρνησης και τους μπαμπάδες τους τάιζαν φασίστες με ψωμί κλεμμένο από μετανάστες. Και τότε αποφάσισα παράθυρο ποτέ μην ξανακλείσω. Όχι γιατί μου άρεσε το θέαμα που αντίκριζα, αλλά για να τιμωρούμαι συνεχώς βλέποντας τι επέτρεψα να γίνει με το να κλείσω το παράθυρο• να κυριαρχήσουν στην κοινωνία οι ψεύτες, οι ανίκανοι και οι φασίστες.
"Το παράθυρο", Αποστόλης Ζυμβραγάκης.