«Πώς πάει το Λεξικό;» είπε ο Γουίνστον, υψώνοντας τη φωνή του για ν΄ ακουστεί.
«Αργεί», είπε ο Σάιμ. «Βρίσκομαι στα επίθετα. Είναι συναρπαστικό».
Έλαμψε αμέσως μόλις έγινε λόγος για τη Νέα Ομιλία. Έσπρωξε από μπροστά του τη γαβάθα, πήρε το ψωμί στο ένα ντελικάτο χέρι και το τυρί στο άλλο, κι έσκυψε πάνω στο τραπέζι για να μπορεί να μιλάει χωρίς να φωνάζει.
«Η Ενδεκάτη Έκδοση είναι η οριστική» είπε. Δίνουμε στη γλώσσα την τελική της μορφή, τη μορφή που θα έχει όταν κανείς δε θα μιλάει άλλη γλώσσα. Όταν τελειώσουμε, άνθρωποι σαν κι σένα θα πρέπει να την μάθουν απ΄αρχής. Πιστεύεις, θα έλεγα, ότι η κύρια δουλειά μας είναι να εφεύρουμε νέες λέξεις. Αλλά δε συμβαίνει καθόλου κάτι τέτοιο. Καταστρέφουμε λέξεις – δεκάδες, εκατοντάδες λέξεις κάθε μέρα. Πετσοκόβουμε τη γλώσσα ως το κόκκαλο. Η Ενδεκάτη Έκδοση δεν θα περιέχει ούτε μια λέξη που να μπορεί να θεωρηθεί απαρχαιωμένη πριν από το 2050».
Δάγκωσε πεινασμένα το ψωμί του, κατάπιε δύο μπουκιές και συνέχισε να μιλάει σχολαστικότητα. Το αδύνατο σκούρο πρόσωπό του είχε ζωντανέψει, τα μάτια του είχαν χάσει την ειρωνική τους έκφραση και είχαν γίνει ονειροπόλα.
«Ωραίο πράγμα η καταστροφή των λέξεων. Βεβαίως, το μεγάλο κόψιμο γίνεται στα ρήματα και τα επίθετα, αλλά υπάρχουν επίσης και εκατοντάδες ουσιαστικά που μπορούμε να ξεφορτωθούμε. Δεν είναι μόνο τα συνώνυμα∙ υπάρχουν επίσης και τα αντίθετα. Στο κάτω κάτω , ποιος ο λόγος ύπαρξης μια λέξης που απλώς είναι αντίθετη μιας άλλης; Μια λέξη εμπεριέχει από μόνη της το αντίθετό της. Πάρε, ας πούμε, τη λέξη "καλός". Τι χρειάζεται η λέξη "κακός"; "Μηκαλός" είναι το ίδιο και καλύτερο γιατί είναι ακριβώς το αντίθετο του "καλός", ενώ η άλλη λέξη δεν είναι.
Αν πάλι θέλεις μια λέξη πιο δυνατή από το "καλός", τι νόημα έχει να υπάρχει ολόκληρη σειρά από αόριστες και άχρηστες λέξεις όπως "θαυμάσιος", "υπέροχος" και όλα τα υπόλοιπα; Η λέξη "δίσκαλος" καλύπτει πλήρως την έννοια ή "τρίσκαλος" αν θέλεις κάτι ακόμα πιο έντονο.
Φυσικά, αυτούς τους τύπους τους χρησιμοποιούμε ήδη, αλλά στην τελική έκδοση της Νέας Ομιλίας δεν θα υπάρχει τίποτα άλλο. Στο τέλος όλη η θεωρία του καλού και του κακού θα καλύπτεται από έξι λέξεις μόνο, στην πραγματικότητα από μία και μόνη. Δε βλέπεις τι ομορφιά υπάρχει σ΄ αυτά, Γουίνστον; Φυσικά», πρόσθεσε αμέσως μετά, «η αρχική ιδέα ήταν του Μεγάλου Αδελφού».
Στο όνομα του Μεγάλου Αδελφού ένα είδος βλακώδους ενδιαφέροντος φάνηκε στο πρόσωπο του Γουίνστον. Ωστόσο ο Σάιμ παρατήρησε αμέσως κάποια έλλειψη ενθουσιασμού.
«Δεν εκτιμάς αληθινά τη Νέα Ομιλία», είπε σχεδόν θλιμμένα.
«Ακόμα και όταν την γράφεις, εξακολουθείς να σκέφτεσαι στην Παλαιά Ομιλία. Διάβασα μερικά από τα άρθρα τα οποία γράφεις πού και πού στους Τάιμς. Είναι αρκετά καλά, αλλά είναι μεταφράσεις. Κατά βάθος, θα προτιμούσες να παραμείνεις πιστός στην Παλαιά Ομιλία, μ’ όλη την αοριστολογία της και τις άχρηστες αποχρώσεις των εννοιών. Δεν συλλαμβάνεις την ομορφιά της καταστροφής των λέξεων. Το ξέρεις ότι η Νέα Ομιλία είναι η μόνη γλώσσα στον κόσμο που το λεξιλόγιό της λιγοστεύει κάθε χρόνο;»
Ο Γουίνστον το ήξερε, φυσικά. Χαμογέλασε συγκαταβατικά, έτσι τουλάχιστον έλπιζε, μιας και δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του για να μιλήσει. Ο Σάιμ δάγκωσε άλλη μια μπουκιά από το μαυριδερό ψωμί, μάσησε γρήγορα και εξακολούθησε:
«Δεν βλέπεις ότι ο όλος σκοπός της Νέας Ομιλίας είναι να στενέψει τα όρια της σκέψης; Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το έγκλημα της σκέψης, γιατί δεν θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς. Κάθε γενική έννοια που μπορεί ποτέ να χρειαστεί θα καλύπτεται από μια μόνο λέξη, το νόημα της οποίας θα είναι αυστηρά καθορισμένο και όλες οι παραπλήσιές της έννοιες θα έχουν εκλείψει και ξεχαστεί. Ήδη, στην Ενδέκατη Έκδοση, δεν απέχουμε πολύ απ΄ αυτό το σημείο. Αλλά η διαδικασία θα συνεχίζεται και πολύ αργότερα, όταν εσύ κι εγώ θα ‘χουμε πεθάνει. Κάθε χρόνο ολοένα και λιγότερες λέξεις, και οι ορίζοντες της συνείδησης ολοένα και θα στενεύουν.
{Κατά κανόνα, ο πόλεμος είναι πάντα οργανωμένος έτσι ώστε να καταβροχθίζει το πλεόνασμα που θα μπορούσε να υπάρχει αφού καλυφθούν οι στοιχειώδεις ανάγκες του πληθυσμού. Στην πράξη, υπολογίζουν τις απαραίτητες υλικές ανάγκες του πληθυσμού πάντα κάτω από το πραγματικό τους επίπεδο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την χρόνια έλλειψη του μισού των απαραίτητων για τη ζωή αγαθών, όμως αυτό θεωρείται πλεονέκτημα. Κρατούν όλο τον κόσμο, ακόμα και τις προνομιούχες τάξεις, κοντά στα όρια της φτώχειας, κατόπιν εσκεμμένης πολιτικής. Η γενική στέρηση αυξάνει την σπουδαιότητα των μικρών προνομίων και έτσι μεγεθύνει την διάκριση μεταξύ των ομάδων. Κατά τα πρότυπα των αρχών του εικοστού αιώνα, ακόμα και τα μέλη του Εσωτερικού Κόμματος ζουν με αυστηρό τρόπο ζωής που κυριαρχείται από την εργασία. Εν τω μεταξύ, οι μικρές πολυτέλειες που απολαμβάνουν- το μεγάλο τους καλοεπιπλωμένο διαμέρισμα, το καλύτερο ύφασμα των ρούχων τους, η καλύτερη ποιότητα της τροφής, του καπνού και του ποτού, οι δυο τρεις υπηρέτες τους, το ιδιωτικό αυτοκίνητο ή το ελικόπτερο, τους εντάσσουν σε έναν κόσμο διαφορετικό από ένα μέλος του Εξωτερικού Κόμματος. Και τα μέλη του Εξωτερικού Κόμματος έχουν παρόμοια πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τις απόκληρες μάζες που ονομάζουμε «προλεταριάτο» . η κοινωνική ατμόσφαιρα είναι όμοια με πολιορκημένης πόλης, όπου το να κατέχεις λίγο αλογίσιο κρέας σηματοδοτεί τη διαφορά μεταξύ φτώχειας και πλούτου. Την ίδια στιγμή, η συναίσθηση της εμπόλεμης κατάστασης και, κατά συνέπεια, του κινδύνου κάνει ώστε η παράδοση όλης της εξουσίας σε μία μικρή κάστα να φαίνεται σαν κατάσταση φυσική και αναπόφευκτη για την επιβίωση.
Ο πόλεμος, όπως θα δούμε, όχι μόνο πραγματοποιεί τις απαραίτητες καταστροφές, αλλά τις πραγματοποιεί με τρόπο ψυχολογικά αποδεκτό. Κατά πρώτον, θα ήταν πολύ απλό να σπαταληθεί το πλεόνασμα του μόχθου των ανθρώπων χτίζοντας ναούς και πυραμίδες, ανοίγοντας λάκκους και γεμίζοντάς τους πάλι, ή ακόμα παράγοντας μεγάλες ποσότητες αγαθών και βάζοντάς τους έπειτα φωτιά. Αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν αρκετό για την οικονομική και όχι για την συναισθηματική βάση μιας ιεραρχικής κοινωνίας. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ δεν είναι το ηθικό των μαζών, των οποίων η στάση δεν έχει καμία βαρύτητα- αρκεί να συνεχίζουν να εργάζονται-, αλλά το ηθικό του ίδιου του Κόμματος. Ακόμα και από το ασήμαντο μέλος του Κόμματος ζητούν να είναι ικανός, εργατικός και ακόμα ευφυής σε ορισμένα όρια. Είναι όμως επίσης απαραίτητο να είναι ένας εύπιστος αδαής φανατικός με κύρια χαρακτηριστικά του το φόβο, το μίσος, τη χαμέρπεια και την οργιώδη θριαμβολογία. Με άλλα λόγια, πρέπει να έχει την νοοτροπία που είναι απαραίτητη στην εμπόλεμη κατάσταση, δεν έχει σημασία να γίνεται πραγματικά πόλεμος και, αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καμιά αποφασιστική νίκη, δεν έχει σημασία η καλή ή η κακή έκβαση του πολέμου. Το απαραίτητο είναι να υπάρχει η εμπόλεμη κατάσταση. Η συστηματοποίηση της νοημοσύνης που απαιτεί το Κόμμα από τα μέλη του, και που επιτυγχάνεται πιο εύκολα σε μια ατμόσφαιρα πολέμου, είναι τώρα σχεδόν παγκόσμια, αλλά παρατηρείται ακόμα πιο έντονα όσο ψηλότερα ανεβαίνει κανείς στην κοινωνική κλίμακα.}
Τζωρτζ Όργουελ – 1984 Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ (απόσπασμα)
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ