Μία κορυφαία μορφή της σύγχρονης τέχνης, ο Πάμπλο Πικάσο άλλαξε με τα έργα του την πορεία της ζωγραφικής.
Δεν ήταν από τους καλλιτέχνες που έγραφε πολλά λόγια, τα περισσότερα συναισθήματα του «μιλούσαν» μέσα από τα έργα του, ωστόσο άφησε πίσω του ελάχιστα κείμενα στα οποία σκιαγραφείται ακόμα καλύτερα η προσωπικότητα του.
Αποσπάσματα από το βιβλίο Σκέψεις για την τέχνη (εκδ. Printa, Αθήνα 2002)
«Η δικτατορία της κοινής λογικής: Θα πρέπει να υπάρχει μία απόλυτη δικτατορία, μία δικτατορία ζωγράφων, μία δικτατορία ενός και μόνο ζωγράφου, για να εξολοθρεύσει όλους όσους μας πρόδωσαν, όλους τους απατεώνες, όλα τα τρικ και όλες τις μανιέρες, να εξολοθρεύσει τους ψευτομάγους, τον ιστορικισμό κι ένα σωρό άλλα ακόμη.
Αλλά η “κοινή λογική” έχει τελικά πάντα το πάνω χέρι. Πρέπει λοιπόν πριν απ’ όλα να κάνουμε μια επανάσταση εναντίον της! Ο γνήσιος δικτάτωρ ηττάται πάντα από τη δικτατορία της κοινής λογικής, μπορεί όμως και όχι!». «Όλα τα ντοκουμέντα κάθε εποχής είναι πλαστά! Όλα αναπαριστούν την ζωή “με τα μάτια του καλλιτέχνη”. Όλες οι εικόνες που έχουμε για τη φύση τις χρωστάμε στους ζωγράφους. Τη βλέπουμε μέσα από τα δικά τους μάτια. Αυτό και μόνο θα έπρεπε να μας κάνει δύσπιστους. […]
Την “αντικειμενική πραγματικότητα” θα’ πρεπε να τη διπλώναμε προσεκτικά σαν σεντόνι και να την κλείναμε σε μία ντουλάπα, μια για πάντα…».
«Μισώ αυτό το παιχνίδι της αισθητικής με τα μάτια και τις σκέψεις, το παιχνίδι αυτών των ειδημόνων, αυτών των μανδαρίνων, οι οποίοι “εγκρίνουν” την ομορφιά. Τι εστί γενικώς ομορφιά;
Στην πραγματικότητα η ομορφιά δεν υπάρχει καθόλου». «Δεν “εγκρίνω” ποτέ τίποτα κατά τον ίδιο τρόπο που δεν συμπαθώ ποτέ τίποτα. Αγαπώ ή μισώ. Όταν αγαπώ μια γυναίκα, η κατάστασή μου αυτή τινάζει στον αέρα τα πάντα, ακόμη και την ίδια μου τη ζωγραφική.
«Όλος ο κόσμος, μου ασκεί κριτική, επειδή έχω το θάρρος να ζω τη ζωή μου δημόσια, ίσως με περισσότερη ανατρεπτική διάθεση από ό, τι οι άλλοι, σίγουρα όμως και με περισσότερη ειλικρίνεια και αλήθεια».
«Αν είχαμε κουλτούρα, δεν θα είχαμε τόσο έντονη την αίσθηση ότι μας λείπει (ή απλώς θα τη θεωρούσαμε δεδομένη). Αντί γι’ αυτό, βαυκαλιζόμαστε με την ιδέα της κουλτούρας, αλλά αν γνωρίζαμε την α ληθινή αξία αυτής της λέξης, θα διαθέταμε και αρκετή κουλτούρα ώστε να μην της δίνουμε και τόσο πολλή σημασία. Εξίσου γελοίο θεωρώ και όταν θέλουμε να επιβάλουμε την “κουλτούρα μας” σε άλλους, όπως όταν παινεύουμε στο μουσαφίρη τις τηγανιτές πατάτες μας ή όταν τις προσφέρουμε πιεστικά στους γείτονές μας, χωρίς να μας νοιάζει αν τους αρέσουν ή αν θα τους βαρυστομαχιάσουν».