Ο Κωνσταντίνος Μαρούγκας γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και κατοικεί σήμερα. Σπούδασε Παιδαγωγική στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας συνεχίζοντας Μεταπτυχιακές Σπουδές στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Θεωρία, Πράξη και Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου: Εκπαιδευτικός Σχεδιασμός». Ταυτόχρονα σπούδασε Θεατρολογία στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Αθήνας. Έχει ειδίκευση στο θεατρικό παιχνίδι και τη δραματοποίηση κειμένων, όπου η δεύτερη αποτελεί το επιστημονικό του ενδιαφέρον. Ωστόσο, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εργαστηρίων καλύπτει σημαντικό μέρος της ζωής του, καθώς εργάζεται ως θεατρολόγος/εμψυχωτής σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία στην Αττική. Από μικρή ηλικία έδειξε την έφεσή του στις τέχνες, δίνοντας έμφαση στη δημιουργικότητα που πηγάζει από τον χαρακτήρα του. Ασχολείται με το θέατρο μέσω ομάδων, συμμετέχοντας σε παραστάσεις ως ηθοποιός σε θέατρα και φεστιβάλ. Παράλληλα είναι συγγραφέας λογοτεχνικών κειμένων, που σύμφωνα με τον ίδιο είναι ο καλύτερος τρόπος για να εκφραστεί, ενώ παράλληλα μπορεί να θίγει ζητήματα που τον απασχολούν υπό το πρίσμα της λογοτεχνίας. Έχει συγγράψει δύο βιβλία αλληγορικού χαρακτήρα: Ασυνήθιστα Μύρτιλλα, εκδ. Φυλάτος (2015), Ατελή Αγάλματα, εκδ. Πνοή (2019). Τέλος, διατηρεί ιστοσελίδα με προσωπικά λογοτεχνικά κείμενα (www.sxediasmata.com) και με απόψεις για λογοτεχνικά βιβλία (www.99lexeis.weebly.com).
«Ό,τι μεγαλώνει στο σκοτάδι γίνεται αγρίμι».
Κάθε έργο τέχνης απαρτίζεται από δύο ιστορίες που το χαρακτηρίζουν και το κάνουν μοναδικό: του καλλιτέχνη και της πραγματικότητας μέσα στην οποία δημιουργήθηκε. Η παρούσα ιστορία όμως στέκεται μόνη της, χωρίς σαφή διαχωριστικά όρια μεταξύ καλλιτέχνη και έργου. Μοιάζει με σιαμαία ένωση μεταξύ φαντασίας και ρεαλισμού· ένα πρωτόγνωρο πέρασμα από την ανθρώπινη παιδικότητα στη σκληρή βιαιότητα της ανθρώπινης φύσης.
Αυτή είναι η ζωή του Δημιουργού, ενός νεαρού γλύπτη που μεγάλωσε και εξελίχθηκε ως καλλιτέχνης έγκλειστος σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Το κύριο καλλιτεχνικό του γνώρισμα ήταν η τελειότητα των έργων του. Η μόνη του διέξοδος, η ευχή να δίνει ζωή στα αγάλματά του. Κάθε τέτοιο «αμάρτημα» όμως έχει τις συνέπειές του…
Απόσπασμα από το βιβλίο Ατελή Αγάλματα (εκδ. Πνοή 2019) από το κεφάλαιο Μητέρα (η).
Ο Δημιουργός ανέμενε τα υλικά, του φαινόταν πως είχαν αργήσει. Έτσι συμβαίνει όμως. Όταν αδημονούμε για κάτι, ο χρόνος περνάει βασανιστικά αργά και κάθε μας ενέργεια συρρικνώνεται, συνοδευόμενη με ταχυκαρδία κι ένα χτύπημα στο πάνω μέρος του στομαχιού. Έτσι ένιωθε κι εκείνος από την ώρα που του ανακοίνωσαν την αποστολή του.
Ένας ήχος από το πόμολο της πόρτας ήταν αρκετός για να του δώσει την απαραίτητη δόση αδρεναλίνης να σηκώσει το κορμί του. Η εγρήγορση στην οποία βρέθηκε τον γέμισε ενέργεια. Οι υπόλοιποι δεν έδωσαν σημασία· βρίσκονταν ακόμη στην προηγούμενη νεκρώσιμη κατάσταση και προσπαθούσαν να την κάνουν κτήμα τους.
Ο Δημιουργός είχε μπροστά του όλα όσα χρειαζόταν και θα ξεκινούσε να φτιάχνει τη Μητέρα. Με μια τροποποίηση όμως: τη Μητέρα όπως περίμενε να τη δει, απαλλαγμένη από τα βάρη και τις πιέσεις που τη γέμισαν οι γονείς και ο σύζυγός της. Μια Μητέρα δυνατή και προστατευμένη. Θα την έκανε να περπατάει. Να κρατάει ένα μαχαίρι που σκίζει τα δεσμά της, διατηρεί το φύλο της, τη μαγεία της μητρότητας, αλλά που προχωράει χωρίς να έχει ανάγκη κάποιον να τη συντηρεί.
Ξεκίνησε να τη φτιάχνει με τον τρόπο που ήξερε και της μιλούσε ψιθυριστά. Ένιωθε σαν οι ρόλοι πια να αντιστρέφονταν – θα γινόταν ο πατέρας της. Ο Δημιουργός θα γεννούσε τη Μητέρα του. Οι κινήσεις του ήταν προσεκτικές. Η όψη της θα ήταν όπως τη θυμόταν τότε, πριν από οκτώ χρόνια. Ήταν σίγουρος ότι θα είχε αλλάξει, αλλά ήθελε να την ξανασυναντήσει όπως τότε. Οι ψίθυροί του μαζί με τις κινήσεις του πάνω στον κρύο πηλό ακούγονταν ερεθιστικά στ’ αφτιά των υπόλοιπων, που δεν είχαν να ερωτοτροπήσουν με κάποια μορφή τέχνης.
«Μητέρα, ελευθέρωσέ με», ψιθύριζε με μάτια στεγνά.
Δεν είχε άλλα δάκρυα· τα είχε ξοδέψει όλα πριν στο δωμάτιο όπου είδε την οπτασία της. Όταν τελείωσε με τον σκελετό και τα απαραίτητα –για τη στήριξη του εξωτερικού στρώματος πηλού– όργανα, έπρεπε να μεταβεί στο σώμα της. Δεν την είχε δει ποτέ γυμνή και οι αναμνήσεις του από την εποχή που θήλαζε ήταν πενιχρές. Συνεπώς θα έπρεπε να αυτοσχεδιάσει κάθε απόκρυφο σημείο της και με θάρρος να ξεπεράσει κάθε ανασταλτικό παράγοντα που θα ματαίωνε την έμπνευσή του.
Δεν είχε σταματήσει στιγμή – για αρκετές ώρες έφτιαχνε το άγαλμα έτσι όπως το ήθελε. Αποσκοπούσε να βελτιωθεί σε σχέση με το προηγούμενο και να μπορέσει να έχει κανονική ζωή. Δεν πίστευε ότι το ονειρεύτηκε. Όντως το πρώτο του άγαλμα ήταν σχεδόν τέλειο, σχεδόν ζωντανό. Οπότε κι αυτή τη μέρα θα έβλεπε ξανά τη Μητέρα του. Δεν θα ήθελε τίποτα από εκείνη, παρά μόνο μια τρυφερή αγκαλιά. Ο χρόνος άρχισε να κινείται γρήγορα, ή έστω έτσι νόμιζε. Έπινε λίγο νερό μόνο πού και πού, χωρίς τροφή, και αφοσιώθηκε στην ολοκλήρωση του δημιουργήματός του.
Κωνσταντίνος Μαρούγκας, Ατελή Αγάλματα, εκδόσεις Πνοή, Αθήνα: 2019, σσ. 142-143.