Ο Γιώργος Ι. Χίτζιος, κατάγεται από το Σιδηρόκαστρο Σερρών. Είναι πτυχιούχος του Τ.Ε.Φ.Α.Α του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάζεται ως Καθηγητής Φυσικής Αγωγής στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο γραπτός λόγος από τα μαθητικά του χρόνια, ήταν ο αγαπημένος του τρόπος έκφρασης. Μέσω της ποίησης, βρίσκει τον τρόπο να «δραπετεύει» από την πραγματικότητα, να γεμίζει δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο του και να περνά στο χαρτί σκέψεις και συναισθήματα.
Ποιήματα
Εχθές, σήμερα, αύριο
Εχθές,
Τα πέτρινα κρεβάτια, θαυμαστά παλάτια.
Ιδρώτων στιγμές, κήπος από λεμονιές.
Τα ζοφερά των δωματίων σκοτάδια, υπέρλαμπρα φεγγάρια.
Σήμερα,
Το σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς
Ακούγεται σαν αντίλαλος στο βουνό.
Εγώ αλλού κοιτώ, εσύ αλλού κοιτάς.
Δρόμος κοινός, κόπηκε στα δυο.
Λιγότερο το κρασί, πιότερο το νερό.
Αύριο,
Τα απαρνημένα παλάτια, πέτρες και σκόνη, σκορπισμένα κομμάτια.
Ο κήπος με τις λεμονιές, ανοιχτές που όζουν, πληγές.
Τα υπέρλαμπρα φεγγάρια, αναχωρήσεων πράσινα φανάρια.
Βελόνα η καρδιά, κλωστή η ζωή
Με βελόνα την καρδιά και κλωστή τη ζωή,
σχεδίαζα μικρό παιδί τα όνειρα μου.
Σ’ ένα κομμάτι λευκό πανί,
αποτύπωνα το χρόνο τον μέλλοντα μου.
Περάσανε τα χρόνια κι ήρθε η στιγμή,
να βάλω τάξη στου μυαλού τα συρτάρια.
Φανερώθηκε μπροστά μου, ξεχασμένο κουτί,
μ’ έμβλημα μια βελόνα και μια κλωστή.
Αγγέλοι φτερουγίζανε σε κήπους κρεμαστούς.
Παιδιά, μ’ άστρα στα χέρια κρατημένα.
Αγαπημένους δίπλα-δίπλα,πλούσιους και φτωχούς.
Κλαδιά ελιάς σε ράμφη περιστεριών πιασμένα.
Ξεθώριασαν των κλωστών τα χρώματα,
στο κιτρινισμένο με τα χρόνια πανί.
Έχει η βελόνα στραβώσει και ξεβάψει η κλωστή.
Της Μυτιλήνης ματωμένο φεγγάρι
Στις επάλξεις του κάστρου αγκαλιά,
μαγεμένοι κι οι δυο μας
από το ματωμένο φεγγάρι του Μάη.
Ματωμένη κι η δική μας καρδιά.
Αγάπη μου, το ξέρεις, το ξέρω,
του χρόνου την ίδια βραδιά,
το ίδιο φεγγάρι,
ο καθένας, απ’ αλλού, θα κοιτάει.
Καθρεφτίζεται στης Μυτιλήνης τα νερά.
Ως Νάρκισσος, επιβεβαιώνει,
την αδιαμφισβήτητη του ομορφιά,
σ’ όλη του τη ζήση.
Ο Ελύτης, συνεπαρμένος, το εξυμνεί.
Ξημερώνει· βυθίζεται στο Αιγαίο πέρα μακριά,
μαζί θεέ μου μ’ ό,τι έχουμε ζήσει,
κάθε αξημέρωτο βράδυ, κάθε γλυκοφιλημένο πρωί.
Της νύχτας την πιο σκοτεινή στιγμή
Άνεμος αλήτης βοσκός,
μπιστικός του εγώ πιστός,
τα σκορπισμένα ερίφια του μαζεύω.
Ποιος καθορίζει τι ΄ ναι λύπη, τι’ ναι χαρά;
Όταν ψαρεύεις σε θολά νερά,
τι δόλωμα θα δολώσεις, δεν έχει σημασία.
Κάποτε, μ΄ αγάλματα μιλούσα.
νερά ποταμών, απάλευτα, πίσω γυρνούσα.
Τα πρώτα ψυχή και μιλιά απέκτησαν,
τα δεύτερα, παραδομένο, με κατέκτησαν.
Εδώ που μ’ έριξε η ζωή,
μισός στεριά, μισός νησί,
το υπόλοιπο θα ζήσω.
Αντέστε ψάξτε παλιοί καιροί,
γιατί ,της νύχτας την πιο σκοτεινή στιγμή,
άπλετο φως με λούζει.
Φύλακας άγγελος, προστάτης
Σταμάτα το ορμητικό ποτάμι.
Είναι όνειρα που γοργά κυλούν.
Γυρεύουν καταρράκτη, που όμοιο του δεν έχει,
από εκεί να γκρεμιστούν.
Φύσα δυνατά, τα σύννεφα να φύγουν.
Να ξαστερώσει ο ουρανός.
Σκέπη τ’ άστρα να γίνουν,
του άγνωστου δρόμου, οδηγός.
Μην κόψεις τα ισχνά λουλούδια.
Τον ταλαιπωρημένο κήπο της ψυχής στολίζουν.
Μ’ όλου του κόσμου τα τραγούδια,
νεράιδες, τα ξυπνούν και τα κοιμίζουν.
Φύλακας άγγελος ,προστάτης,
δίπλα της στάσου.
Του σκοταδιού της γίνε φανοστάτης
κι ύστερα… κι ύστερα,
αν θέλει, από τη ζωή της, χάσου.
Χρόνια γυρεύω έναν έρωτα παλιό, |
Αγγελοπούπουλα
Συνάντησα σ' όνειρο, έναν άγγελο απτό.
Χάιδεψα για λίγο τα φτερά του.
Όταν απότομα ξύπνησα απ’ αυτό,
έμειναν στα χέρια μου, μόνο τα πούπουλα
του.
Τι ήταν αυτό που για λίγο έζησα;
Τι ήθελε τ’ όνειρο να μου πει; Σε τι κόσμο
μπήκα;
Όταν την πραγματικότητα έξυσα,
μόνο αίμα από πληγές βρήκα.
Υπάρχουν άγγελοι που μας αγαπούν;
Υπάρχουν άγγελοι που το χέρι μας ,τρυφερά
κρατούν;
Θέλω ένας απ’ αυτούς να μ’
αγκαλιάσει.
Θέλω ένας απ’ αυτούς,
στην αληθινή αγάπη, να μοιάσει.
Τ’ όνειρο, όμοιο με παραμύθι.
Μας ταξιδεύει, σε κόσμους φανταστικούς,
νοερά.
Εγώ, ένιωσα στα αλήθεια,
στα χέρια μου τ’ αγγέλου τα φτερά.
Κανείς, δεν θα μου πάρει πίσω τη χαρά,
κι ας λένε πως είναι όλα παραμύθια.
Τσιγάρο στριφτό
Κουρελής και σκεφτικός, κάθεσαι στον
καφενέ. |
Τελευταία
Τελευταία, Σε λίγο όλα θα ΄ναι φανερά. θα την δει ακόμη και ......αόμματος, |
Το βέλος
Ταξίδι καλοκαιρινό
Στη Σίκινο, τη Σαντορίνη, την Αμοργό,
το καλοκαίρι αυτό θα αλητέψω.
Την πίκρα, τη μιζέρια, το στεναγμό,
σε παραλίες μαγικές θα τα γιατρέψω.
Στων αρμυρικιών τη σκιά θα κοιμηθώ.
Με των τζιτζικιών το τραγούδι θα ξυπνάω.
Στη γκρίζα ράχη των δελφινιών θ’ ανεβώ,
στο πέλαγος βόλτα, παρέα τους θα πάω.
Σε σμαραγδένια νερά, κόλπων κρυφών,
με γοργόνες κρυμμένες στα μάτια των
πολλών, θα πλαγιάσω.
Προσκυνητής των κορμιών τους των γλυφών,
νύχτες αξημέρωτες μαζί τους θα περάσω.
Κάθε δείλι και αυγή,
στην εκκλησιά τη λευκή, με το γαλάζιο
τρούλο,
θα ανάβω στην Παναγιά κερί.
Θα της ζητώ ευλαβικά, να φυλά, τον κόσμο
ούλο.
Εσύ
Θαλασσοδαρμένος, χάλασα
τη μισή ζωή,
στα κύματα φουρτουνιασμένης
θάλασσας,
όταν φάνηκες εσύ.
Πανιά μου στο κατάρτι
κι ούριος άνεμος μαζί,
όταν μέσα μου απλώθηκες και φύσηξες
εσύ.
Στο ποτήρι, το κρασί,
το έπινα γλυκό, το γευόμουν πικρό,
ώσπου, σε ήπια, με ήπιες κι εσύ.
Βασιλικό και δυόσμο γιόμισε η αυλή,
μοσχομύρισε όλος ο κόσμος,
όταν άνθισες εσύ.
Ταξιδευτής στο σώμα σου
Τα χείλη μου στο στόμα σου,
γαλήνια θάλασσα κι ανασαιμιά μου εσύ.
Πότε θα φανούν;
Πάνω από τ’ αφρισμένα κύματα,
της Οδύσσειας θάλασσας,
πετούν πεινασμένοι γλάροι,
νεκρά σχεδόν, νηστικά αισθήματα.
Ακολουθούν καράβια φαντάσματα,
χαμένα στην ομίχλη,
με πυξίδες ανάποδες,
με πανιά, μπαλωμένα μεταξωτά υφάσματα.
Απ’ των καπεταναίων τα λερωμένα χέρια,
τρέφονται, μπουκιές αλμυρή αγάπη.
Νερό γλυφό τους ξεδιψά, σε χαμένα νησιά
του χάρτη.
Σ’ αυτά προσωρινά, όμοια
τους βρίσκουν ταίρια.
Της Ερεσού η παραλία η πλατιά, η Γοργόνα
Παναγιά, πότε θα φανούν;
Ν’ ακούν το τραγούδι της Σαπφούς, τον
λόγιο Μυριβήλη,
και με φιλί, γλυκό κρασί στα χείλη,
σιγά, σιγά, να μάθουν να ξεχνούν.
Αγάπη παντοτινή
Εκεί που το κύμα τη χρυσή άμμο φιλά,
εκεί φιληθήκαμε για πρώτη φορά.
Σαν παιχνίδι το είδαμε, ήμασταν παιδιά.
Περάσανε τα χρόνια, τα χέρια, ξερά
κλαδιά.
Τα πόδια καλάμια, λυγάνε, δεν
αντέχουνε πια.
Μα ακόμη, δυο χείλη
φιλάνε, δυο χείλη, γλυκά.
Αγάπη παιδική, εφηβική, μεσήλικη, γεροντική,
όταν σε πρωτοφίλησα, το ’νιωσα
πως θα σαι μία και μοναδική.
Μαζί θα μας πάρει στα βάθη της η θάλασσα,
μαζί.
Τα χείλη μας ενωμένα θα τα βρει,
στο τελευταίο, αιώνιο φιλί.
Αγκαλιασμένοι θα το δώσουμε, εκεί
που ΄γινε αρχή.
Αγάπη μου παιδική,
εφηβική, μεσήλικη, γεροντική, αγάπη μου παντοτινή.
Χρώμα και ουλές
Γκρίζα μαλλιά, ραγάδες στην κοιλιά.
Φύλλα δέντρου σοφίας, πηγή νέας κοινωνίας.
Παρελθοντικά παιδιά ,μεγάλωσαν πια.
Χρώμα και ουλές,
σπόροι που φυτρώνουν,
σε γη χέρσα και ενώνουν,
το παλιό με το νέο.
Το παρόν, βιβλίο πεταμένο σε αγράμματες
αυλές,
ανθρώπων μορφωμένων,
που επισταμένα εξετάζουν το παρελθόν
και το μέλλον,
μα αυτό, το βλέπουν,
σαν κάτι φευγαλέο.
Του ρολογιού ασταμάτητοι οι δείκτες,
μετρούν την ώρα, μα πρώτα το τώρα.
Άντρες που σοφία εγκυμονούν,
γυναίκες που νέα ζωή με πόνο γεννούν,
φωτίζουν, τις σκοτεινές μας νύχτες.
|
Θα είμαι εκεί, θα είμαι παρών
Θα είμαι εκεί,
στις σκάλες της δουλειάς σου,
να περιμένω ανυπόμονα να πάρω τα φιλιά
σου.
Θα είμαι παρών,
όταν στη θύμηση αγαπημένου κλαις.
Tο τσιγάρο στα χείλη, που στη μνήμη του
καις.
Θα είμαι εκεί,
όταν κοιτάς τον πάγο στο άδειο σου ποτήρι.
Θα είμαι παρών,
‘οταν προσεύχεσαι κι ανάβεις το καντήλι.
Πατημασιά στην παραλία, που προηγείται.
Κοχύλι στ’ αυτί, που την αγάπη μας αφηγείται.
Τις νύχτες, το μαξιλάρι στο κρεβάτι,
που’ χεις αγκαλιά σου.
Το καλύτερο όνειρο απ’ τα όνειρα σου.
Θα είμαι εκεί,
να σου φέρνω στο ποτήρι, το μαχαίρι
με νερό,
όταν έξαφνα, λόξυγκας σε πνίγει.
Θα είμαι παρών,
‘οταν το νυχτολούλουδο στο μπαλκόνι
σου ανοίγει.
Θα είμαι εκεί,
Που δίνεις το φιλί σου.
Θα είμαι παρών,
σε κάθε στιγμή της ζωής σου.
Σε ηλιοβασιλέματα και χαραυγές, όταν
ο ουρανός μπλαβίζει,
Αερικό θα γίνομαι που στο μυαλό σου τριγυρίζει.
Όταν ξυπνάς, κι όταν κοιμάσαι,
Στιγμές μας όμορφες, πάντα θα θυμάσαι.