Οι δευτερεύουσες προτάσεις, τα είδη τους, οι ονοματικές προτάσεις ,ενότητα 9,Θεωρία-Ασκήσεις,Αρχαία Γ΄ Γυμνασίου
ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ-ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥΣ
ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ-ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥΣ
Bασική μονάδα του λόγου, το πιο σύντομο δηλαδή τμήμα του που περιέχει ένα νόημα, είναι η πρόταση: Οι προτάσεις διακρίνονται:
1. Ως προς το περιεχόμενό τους σε προτάσεις:
α) Kρίσης· εκφράζουν μια κρίση, μια σκέψη ή δίνουν μια πληροφορία· δέχονται άρνηση οὐ. β) Eπιθυμίας· εκφράζουν μια ευχή ή μια επιθυμία (προτροπή, προσταγή, παράκληση κ.τ.ό.)· δέχονται άρνηση μή: γ) Eπιφωνηματικές· εκφράζουν έντονο συναίσθημα, όπως έκπληξη, θαυμασμό κ.ά.: δ) Eρωτηματικές· με αυτές διατυπώνεται μια ερώτηση
2. Ως προς το ποιόν τους σε προτάσεις: α) Aρνητικές ή αποφατικές· περιέχουν άρνηση: β) Kαταφατικές· δεν περιέχουν άρνηση:
3. Ως προς τη σχέση τους με άλλες προτάσεις σε προτάσεις:
α) Kύριες ή ανεξάρτητες· εκφράζουν ένα αυτοτελές νόημα και μπορούν να σταθούν μόνες τους στον λόγο: Ἡ χιὼν ἐκάλυψεν πᾶν τὸ πεδίον.
β) Δευτερεύουσες ή εξαρτημένες· δεν μπορούν να σταθούν μόνες τους στον λόγο, αλλά προσδιορίζουν μια άλλη πρόταση από την οποία και εξαρτώνται. Η πρόταση που προσδιορίζουν μπορεί να είναι κύρια ή άλλη δευτερεύουσα:
π.χ. Λέγει ὅτι μανθάνει ἃ οὐκ ἐπίσταται. (Η δευτερεύουσα πρόταση «ἃ οὐκ ἐπίσταται» εξαρτάται από τη δευτερεύουσα «ὅτι μανθάνει».)
4. Ως προς τους όρους τους σε προτάσεις: α) Aπλές· αποτελούνται μόνο από τους κύριους όρους, δηλαδή το υποκείμενο και το κατηγόρημα. β) Σύνθετες· έχουν περισσότερα από ένα υποκείμενα, κατηγορούμενα ή αντικείμενα που είναι ομοιόπτωτα και συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά ή χωρίζονται με κόμμα. γ) Eλλειπτικές· παραλείπονται από αυτές ένας ή περισσότεροι όροι, επειδή εύκολα εννοούνται από τα συμφραζόμενα ή από την κοινή γλωσσική πείρα. δ) Eπαυξημένες· περιλαμβάνουν εκτός από τους κύριους όρους και δευτερεύοντες. Oι δευτερεύοντες αυτοί όροι είναι λέξεις που συμπληρώνουν την έννοια των κύριων όρων, προκειμένου το περιεχόμενο της πρότασης να γίνει πιο σαφές, και ονομάζονται προσδιορισμοί.
ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Στον λόγο χρησιμοποιούνται συχνά δευτερεύουσες προτάσεις, για να διευκρινιστεί ή να συμπληρωθεί το νόημα των κύριων προτάσεων. Η σύνδεση δευτερευουσών προτάσεων με κύριες (ή με άλλες δευτερεύουσες διαφορετικού είδους) ονομάζεται υποτακτική σύνδεση προτάσεων .
Για να αναγνωρίσουμε μια δευτερεύουσα πρόταση μέσα στον λόγο λαμβάνουμε υπόψη τα εξής:
Πώς εισάγεται: με ποια λέξη αρχίζει η δευτερεύουσα πρόταση.
Από πού εξαρτάται: τι δηλώνει το ρήμα της πρότασης από την οποία εξαρτάται η δευτερεύουσα και τίνος χρόνου είναι (αρκτικού ή ιστορικού).
Πώς εκφέρεται: σε ποια έγκλιση βρίσκεται το ρήμα της δευτερεύουσας πρότασης.
Ποιος είναι ο συντακτικός ρόλος της: πώς χρησιμοποιείται στον λόγο η δευτερεύουσα πρόταση.
Οι δευτερεύουσες προτάσεις, με βάση τον συντακτικό ρόλο τους, διακρίνονται σε:
Oνοματικές· είναι οι δευτερεύουσες προτάσεις που χρησιμοποιούνται στον λόγο όπως και τα ονόματα: ως υποκείμενα ,αντικείμενα, κατηγορούμενα, ονοματικοί προσδιορισμοί.
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν
οι ειδικές
οι ενδοιαστικές
οι πλάγιες ερωτηματικές
και, σε κάποιες περιπτώσεις, οι αναφορικές προτάσεις.
Επιρρηματικές· είναι οι δευτερεύουσες προτάσεις που εκφράζουν επιρρηματικές σχέσεις και χρησιμοποιούνται στον λόγο ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν:
οι αιτιολογικές
οι τελικές
οι συμπερασματικές
οι υποθετικές
οι εναντιωματικές
οι παραχωρητικές
οι χρονικές
και, σε κάποιες περιπτώσεις, οι αναφορικές προτάσεις.
Oι δευτερεύουσες προτάσεις εκφέρονται με: α) Απλή οριστική και δηλώνουν κάτι πραγματικό: Οἶδα ὅτι οἱ τύραννοι ἐλάχιστα μετέχουσι τῶν μεγίστων ἀγαθῶν.
β) Δυνητική οριστική (οριστική ιστορικού χρόνου + δυνητικό ἂν) και δηλώνουν κάτι που ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί στο παρελθόν, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε (το μη πραγματικό):Κλέαρχος εἶπεν ὅτι Κῦρος ἄριστος ἂν ἄρχων ἦν, εἰ ἐβίω.
γ) Δυνητική ευκτική (ευκτική, εκτός μέλλοντα, + δυνητικό ἂν) και δηλώνουν κάτι που είναι δυνατόν να γίνει στο παρόν ή στο μέλλον: Ἀπεκρίθη ὅτι ἄνευ Ἀθηναίων οὐδὲν ἂν πράξειαν.
δ) Υποτακτική και δηλώνουν το προσδοκώμενο με βεβαιότητα: Ὁ δ’ Ἀρταξέρξης συλλαμβάνει Κῦρον, ἵνα ἀποκτείνῃ. (για να τον σκοτώσει)
ε) Ευκτική του πλάγιου λόγου (αντί της οριστικής ή της υποτακτικής), ύστερα από ρήμα εξάρτησης ιστορικού χρόνου, και δηλώνουν γνώμη υποκειμενική για γεγονότα και απόψεις του παρελθόντος: Ξενοφῶν ἐφοβεῖτο μὴ κακὰ γένοιτο τῇ πόλει.
ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ:
ΕΙΔΙΚΕΣ | Με τους ειδικούς συνδέσμους: ὅτι, ὡς | 1. αντικείμενο 2. υποκείμενο 3. επεξήγηση | 1. Οὗτοι ἔλεγον ὅτι Κῦρος τέθνηκεν 2. Οὐ γὰρ ἠγγέλθη αὐτοῖς ὅτι τεθνηκότες εἶεν 3. Ταῦτα λέγω, ὡς τὸ παράπαν οὐ νομίζεις θεούς. |
ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ |
μή ή μὴ οὐ ή ὅπως μή 3. επεξήγηση 3. Ἔστι μάλιστα τοῦτο δέος, μὴ τρέψηται τι τούτων.
ΠΛΑΓΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ | Με το: εἰ Όταν είναι διμερείς με τα: εἰ - ἤ, εἴτε - εἴτε πότερον - ἤ, πότερα - ἤ Με τις ερωτηματικές αντωνυμίες: τίς, πότερος, πόσος, ποῖος, πηλίκος, ποδαπός Με τις αναφορικές αντωνυμίες: ὅς, ὅστις, ὁπότερος, ὅσος, ὁπόσος, οἷος, ὁποῖος, ἡλίκος, ὁπηλίκος, ὁποδαπός. Με τα ερωτηματικά επιρ.: ποῦ, ποῖ, πόθεν, πῇ, πῶς Με τα αναφορικά επιρ. οὗ, ὅπου, οἷ, ὅποι, ὁπόθεν, ᾗ, ὅπῃ, ὡς, ὅπως | 1. αντικείμενο 2. υποκείμενο 3. επεξήγηση | 1. Ἐρήσομαι ὅστις ἐστὶν ὁ διδάσκαλος. 2. Οὔκ ἐστιν ὅπως ἡσυχίαν σχήσει Φίλιππος. 3. Τοῦτ’ αὐτό απόκριναι, εἰ ἀληθῆ λέγομεν ἤ οὐκ ἀληθῆ |
ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ | Με τις αναφορικές αντωνυμίες: | 1. υποκείμενο | 1. Ὅστις ἑαυτὸν φιλεῖ μετ’ ἐμοῦ μαχέσθω. |
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
| |
Αναφορικές επιρρηματικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις που αναφέρονται σε όρο της πρότασης εξάρτησης, ο οποίος υπάρχει ή εννοείται, αλλά συγχρόνως εκφράζουν και κάποια επιρρηματική σχέση.
N.E.: Πηγαίνει όπου τον καλούν. (εκεί όπου)
Eισαγωγή: Oι αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις εισάγονται με τα αναφορικά επιρρήματα οὗ, ᾗ, οἷ, ὅθεν, ἔνθεν, ὅπου, ὅποι, ὅπῃ .
Έτσι έχουμε τις εξής κατηγορίες :αναφορικές υποθετικές προτάσεις, αναφορικές αιτιολογικές, αναφορικές τελικές και αναφορικές συμπερασματικές.
ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ(αναλυτικά)
1.Ειδικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που ειδικεύουν το γενικό και αόριστο περιεχόμενο της πρότασης από την οποία εξαρτώνται, προσδιορίζουν δηλαδή ακριβέστερα το νόημά της. Δέχονται άρνηση οὐ.
Εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους:
α) ὅτι, όταν δηλώνουν κρίση αντικειμενική·
β) ὡς, όταν δηλώνουν κρίση υποκειμενική.
Oι ειδικές προτάσεις εκφέρονται με: α) Oριστική, όταν δηλώνουν κάτι πραγματικό: Λέγει Πτολεμαῖος ὅτι Περδίκκας πρῶτος ἐνέβαλεν ἐς τῶν Θηβαίων τὴν προφυλακήν.
β) Δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν το δυνατόν στο παρελθόν ή το μη πραγματικό: Δῆλον ἦν ὅτι ῥᾳδίως ἂν ἐδύναντο πολεμεῖν αὐτοῖς.
γ) Δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν το δυνατόν στο παρόν ή στο μέλλον: Οἶδα ὅτι πάντες ἂν ὁμολογήσαιτε. (ότι όλοι θα συμφωνούσατε)
δ) Eυκτική του πλάγιου λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο, και δηλώνουν υποκειμενική γνώμη: Ἔλεγον ὅτι βασιλεὺς σφίσι φίλος ἔσοιτο.
Συντακτικός ρόλος
Oι ειδικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη N.E., ως
α) Αντικείμενα σε ρήματα λεκτικά (λέγω, διδάσκω, ἀγγέλλω, δηλῶ, ἀποκρίνομαι ..), δεικτικά (δείκνυμι, ἀποδείκνυμι ...), γνωστικά και αισθητικά (γιγνώσκω, οἶδα, μανθάνω, ἐπίσταμαι, πυνθάνομαι, αἰσθάνομαι, ἀκούω…)
Λέγει ὡς ἄρα Ἀργεῖοι ἦσαν οἱ ἐπικαλεσάμενοι τὸν Πέρσην ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα. (πως δήθεν) Οἶδα ὅτι μάτην σοι αὐτὰ λέξομεν. Πυνθάνομαι ὡς χρήματα εἴληφεν Aἰσχίνης. (ότι τάχα)
β)Υποκείμενα σε απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις που σημαίνουν ό,τι και τα παραπάνω ρήματα (λέγεται, ἀγγέλλεται, μαρτυρεῖται, δέδεικται, δῆλόν ἐστι, ἄδηλόν ἐστι, φανερόν ἐστι, σαφές ἐστι κ.τ.ό.): Ἠγγέλθη ὅτι τεθνηκότες εἶεν. Ὡς δὲ ἠδίκουν σαφές ἐστι.
γ) Επεξηγήσεις σε όρο της προηγούμενης πρότασης, συνήθως σε δεικτική αντωνυμία ουδέτερου γένους: Τοῦτο δ' ὁ λόγος λέγει, ὅτι φιλάργυροι σοφίζονται τὸ θεῖον χάριν φιλαργυρίας. (ότι δηλαδή)
Tα (εὖ) οἶδ' ὅτι, (εὖ) ἴσθ' ὅτι, ἴστε ὅτι, δῆλον ὅτι, όταν δεν ακολουθεί ρήμα, χρησιμοποιούνται ως βεβαιωτικά επιρρήματα με τη σημασία του «βέβαια», «βεβαιότατα», «προφανώς».. Ἀκούετε μὲν οὖν εὖ οἶδ' ὅτι καὶ ὑμεῖς Ἰάσονος ὄνομα.
2.Ενδοιαστικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που δηλώνουν ενδοιασμό, φόβο ή ανησυχία μήπως συμβεί κάτι κακό ή μήπως δεν πραγματοποιηθεί κάτι επιθυμητό. Δέχονται άρνηση οὐ.
Oι ενδοιαστικές προτάσεις εισάγονται με τους ενδοιαστικούς συνδέσμους:
α) μὴ ή ὅπως μή, όταν δηλώνουν φόβο μήπως γίνει κάτι ανεπιθύμητο·
β) μὴ οὐ, όταν δηλώνουν φόβο μήπως δε γίνει κάτι επιθυμητό.
[Tο μὴ μπορεί να είναι ενδοιαστικός σύνδεσμος ή αρνητικό μόριο:
Φοβοῦμαι μὴ κακόν τι πάθω. (ενδοιαστικός σύνδεσμος)
Συμβουλεύω ὑμῖν μὴ παραδιδόναι τὰ ὅπλα. (αρνητικό μόριο) ]
Oι ενδοιαστικές προτάσεις εκφέρονται με:
α) Υποτακτική, ύστερα από αρκτικό χρόνο, και δηλώνουν φόβο προσδοκώμενο: Oἱ τύραννοι φοβοῦνται μὴ αἱ πόλεις ἐλεύθεραι γένωνται.
β) Ευκτική του πλάγιου λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο, και δηλώνουν φόβο υποκειμενικό και αβέβαιο στο παρελθόν. Ἔδεισαν μὴ ἀποθάνοιεν. (Φοβήθηκαν μην πεθάνουν.)
Σπάνια εκφέρονται και με :απλή οριστική και δυνητική ευκτική.
Συντακτικός ρόλος
Oι ενδοιαστικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη N.E., ως:
α) Αντικείμενα σε ρήματα που δηλώνουν φόβο, δισταγμό, ανησυχία (φοβοῦμαι, δέδοικα, ὀκνῶ, ὁρῶ, προσέχω, ὑποπτεύω ….): Ὁρᾶτε ὅπως μή τι αἰσχρὸν πράξωμεν. (Προσέξτε να μην κάνουμε κάτι κακό.)
β) Υποκείμενα σε απρόσωπες εκφράσεις ανάλογης σημασίας με τα παραπάνω ρήματα (δεινόν ἐστι, δέος ἐστί, κίνδυνός ἐστι, φόβος ἐστί, φοβερόν ἐστι κ.τ.ό.): Φόβος ἐστί μὴ ἀδικία τις ἡμῖν γένηται.
γ) Επεξηγήσεις σε όρο της προηγούμενης πρότασης, κυρίως σε δεικτική αντωνυμία ουδέτερου γένους. Ἐφοβήθη τοῦτο, μὴ οὐκ ἔλθοι ἡ βοήθεια.
(Τα ρήματα που δηλώνουν φόβο συντάσσονται συνήθως και με: α) πλάγια ερωτηματική πρόταση· β) αιτιολογική πρόταση· γ) αναφορική ονοματική πρόταση· δ) τελικό απαρέμφατο· ε) έναρθρο απαρέμφατο· στ) ουσιαστικό.)
3. Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις ονομάζονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που εκφράζουν ερώτηση, όπως και οι ευθείες ερωτήσεις. Η διαφορά τους από αυτές είναι ότι η ερώτηση δε διατυπώνεται ευθέως από αυτόν που ρωτά, αλλά με τη μεσολάβηση κάποιου ρήματος εξάρτησης, γι' αυτό και στο τέλος δεν έχουν ερωτηματικό. Δέχονται άρνηση οὐ ή μή: Ευθεία ερώτηση: Ἦλθον οἱ πρέσβεις; Πλάγια ερώτηση: Ἐρωτᾷ εἰ ἦλθον οἱ πρέσβεις.
Οι πλάγιες ερωτήσεις, ανάλογα με τον βαθμό άγνοιας που εμπεριέχουν, διακρίνονται σε:
α) Oλικής άγνοιας, όταν εκφράζουν ερώτηση που αφορά το ρήμα της πρότασης και η οποία μπορεί να απαντηθεί με ένα ναί ή ένα οὐ· με τη σειρά τους διακρίνονται σε:
Μονομελείς, όταν έχουν ένα μέλος, ζητείται δηλαδή απάντηση σε ένα ερώτημα. Όταν είναι μονομελείς εισάγονται με το ερωτηματικό μόριο εἰ (μήπως, αν) και σπανιότερα με τα ἐάν, ἄν, ἢν
Διμελείς, όταν έχουν δύο μέλη, αποτελούνται δηλαδή από δύο ερωτήσεις. Όταν είναι διμελείς εισάγονται με τα ζεύγη εἰ - ἢ (εάν - ή), πότερον (πότερα) - ἢ (ποιο από τα δύο - ή), εἴτε - εἴτε (εάν - ή):
β) Μερικής άγνοιας, όταν εκφράζουν ερώτηση που αφορά έναν μόνο όρο της πρότασης και συγκεκριμένα τη λέξη εισαγωγής της. Οι πλάγιες ερωτήσεις μερικής άγνοιας εισάγονται με ερωτηματικές ή αναφορικές αντωνυμίες και με ερωτηματικά ή αναφορικά επιρρήματα(διαβάστε τις αναφορικές και ερωτηματικές αντωνυμίες και τα επιρρήματα εδώ .)
Oι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις εκφέρονται με:
α) Oριστική, όταν δηλώνουν ερώτηση για το πραγματικό.
β) Δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν ερώτηση για το δυνατόν στο παρελθόν ή για το μη πραγματικό.
γ) Δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν ερώτηση για το δυνατόν στο παρόν ή στο μέλλον.
δ) Aπορηματική υποτακτική (κάποιες φορές + αοριστολογικό ἄν), όταν δηλώνουν απορία σχετικά με αυτό που πρέπει να γίνει.
ε) Eυκτική του πλάγιου λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο, και δηλώνουν υποκειμενική γνώμη.
Συντακτικός ρόλος
Oι πλάγιες ερωτήσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη N.E., ως:
α) Αντικείμενα σε μεταβατικά ρήματα που σημαίνουν ερώτηση, απορία (ἐρωτῶ, ἀπορῶ, πυνθάνομαι, θαυμάζω κ.τ.ό.), γνώση, άγνοια (γιγνώσκω, οἶδα, ὁρῶ, αἰσθάνομαι, ἀγνοῶ, ἀπόρως ἔχω κ.τ.ό.), απόπειρα, φροντίδα (πειρῶμαι, παρασκευάζομαι, πράττω, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι κ.τ.ό.), σκέψη, προσοχή (σκοπῶ, σκοποῦμαι, ἐξετάζω, βουλεύομαι κ.τ.ό.), δείξη, ανακοίνωση (δείκνυμι, δηλῶ, λέγω, ἀποκρίνομαι ….): Ἠρώτα εἰ εἴη ἄλλη ὁδός. Ἀπορῶ τί πρῶτον εἴπω.
Αὐτός τε θηρᾷ καὶ τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖται ὅπως ἂν θηρῶσιν. Εἰπέ μοι πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη.
β) Υποκείμενα σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις ανάλογης σημασίας με τα παραπάνω ρήματα (ἄδηλόν ἐστι, ἀφανές ἐστι, ἄπορόν ἐστι, ἀπόρως ἔχει, φανερόν ἐστι, θαυμαστόν ἐστι, λέγεται, δέδεικται κ.τ.ό.):
Ἐλέγετο καὶ ᾧ τρόπῳ ἡ ναυμαχία ἐγένετο.
γ) Επεξηγήσεις σε όρο της προηγούμενης πρότασης, συνήθως σε δεικτική αντωνυμία ουδέτερου γένους: Τοῦτο σκεψώμεθα, εἰ ἀληθῆ λέγεις.
4.Αναφορικές προτάσεις ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που αναφέρονται σε όρο άλλης πρότασης, ο οποίος είτε υπάρχει είτε εννοείται. Όταν βρίσκονται σε στενή λογική σχέση με τον όρο που προσδιορίζουν, λειτουργούν ως αναγκαίοι προσδιορισμοί και κανονικά δε χωρίζονται με κόμμα. Aντίθετα, όταν περιλαμβάνουν πρόσθετες πληροφορίες που μπορεί να παραλειφθούν, ονομάζονται προσθετικές και χωρίζονται με κόμμα:
Γιγνώσκουσιν ἅπανθ' ἃ Φίλιππος παρασκευάζεται. [αναγκαίος προσδιορισμός] Δερκυλίδας, ὅσπερ πολέμιος ἦν αὐτῷ, ἐν Ἀβύδῳ ἔτυχεν ὤν. [προσθετική]
Oι δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις εισάγονται:
α) Mε αναφορικές αντωνυμίες:
β) Mε αναφορικά επιρρήματα:
Οι δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις διακρίνονται σε:
α) ονοματικές και β) επιρρηματικές.
Αναφορικές ονοματικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις που χρησιμοποιούνται στον λόγο ως ονόματα:
Oὐ καλά γ᾿ ἦν ἃ ἔπραξα.
Oι αναφορικές ονοματικές προτάσεις εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες(δείτε τις παραπάνω): Ἐβουλόμην ἰσχύειν τοὺς νόμους οὓς ἐνομοθέτησεν ὁ Σόλων.
Mερικές φορές η αναφορική αντωνυμία δε βρίσκεται σε πτώση αιτιατική, όπως απαιτεί η σύνταξη του ρήματος της αναφορικής πρότασης, αλλά σε γενική ή δοτική, επειδή έλκεται από την πτώση (γενική ή δοτική) της λέξης την οποία προσδιορίζει. Tο φαινόμενο αυτό ονομάζεται έλξη του αναφορικού. Ἐμέμνητο τῶν συμφορῶν ὧν ἔπαθεν. [αντί: τῶν συμφορῶν ἃς ἔπαθεν]
Oι αναφορικές ονοματικές προτάσεις εκφέρονται, ανάλογα με τη σημασία τους και τον χρόνο του ρήματος εξάρτησης (αρκτικό ή ιστορικό):
α) Όταν είναι προτάσεις κρίσης (άρνηση οὐ), με οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και ευκτική του πλάγιου λόγου (ύστερα από ρήμα εξάρτησης ιστορικού χρόνου).
β) Όταν είναι προτάσεις επιθυμίας (άρνηση μή), με υποτακτική, ευχετική ευκτική, προστακτική και ευκτική του πλάγιου λόγου (ύστερα από ρήμα εξάρτησης ιστορικού χρόνου).
Συντακτικός ρόλος
Oι αναφορικές ονοματικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο κυρίως ως:
α) Υποκείμενα :Ὅστις ζῆν ἐπιθυμεῖ, πειράσθω νικᾶν. [Υ στα πειράσθω(=ας προσπαθεί) και νικᾶν]
β) Αντικείμενα :Ὃ σὺ μισεῖς, μὴ ποιήσῃς. [Α στο μὴ ποιήσῃς]
γ) Κατηγορούμενα :Οὗτός ἐστιν ὃς ψεύδεται.
δ)Oμοιόπτωτοι προσδιορισμοί (παραθέσεις, επεξηγήσεις, επιθετικοί προσδιορισμοί): Tόδ' ἐστὶ τὸ στρατόπεδον ὃ κατεκαύθη ὑπὸ τῶν Συρακοσίων. [τὸ στρατόπεδον τὸ κατακαυθέν· επιθετικός προσδιορισμός στη λέξη τὸ στρατόπεδον]
ε) Ετερόπτωτοι προσδιορισμοί σε μια από τις πλάγιες πτώσεις:
Βούλομαι λαβεῖν τι ὧν ἔχεις. [γενική διαιρετική]
(Η θεωρία και τα παραδείγματα στηρίζονται στο σχολικό Συντακτικό της Αρχαίας ελληνικής γλώσσας)
ΑΣΚΗΣΕΙΣ:
Να υπογραμμίσετε τις δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις στις παρακάτω περιόδους ,να αναγνωρίσετε το είδος και τη συντακτική τους θέση :
Λέγει ὡς ὑβριστὴς εἰμί.
Βούλομαι τοῦτο ἐπιδεῖξαι, ὅτι οὗτοί εἰσιν ἀδικώτατοι.
Σκέψαι ἐάν τόδε ἀρέσκῃ.
∆ῆλον οὖν ἐστὶ ὅτι οὐκ ἂν προέλεγεν, εἰ μὴ ἐπίστευεν.
Ἐτύγχανον λέγων ὅτι πολλαὶ καὶ καλαὶ ἐλπίδες ἡμῖν εἶεν σωτηρίας.
Ἐφοβήθησαν μὴ καὶ ἐπὶ σφᾶς χωρήσῃ ὁ στρατός.
∆έδοικα μὴ οὐκ ἔχω ταύτην τὴν σοφίαν.
Εἰ συμπονήσεις και συνεργάσῃ, σκόπει.
Ἠρώτα εἴ τις ἐθέλοι αὐτῷ συμπορεύεσθαι.
Σκοποῦμεν ὅπως οἱ νέοι ἄριστοι ἔσονται.
Ὑμεῖς δὲ δείξετε ἥντινα γνώμην ἔχετε περὶ τῶν πραγμάτων.
Ἐπυνθάνοντο εἴ τι νεώτερον γένοιτο.
Φόβος ἐστί μὴ ἀδικία τις ἡμῖν γένηται.
Ἐφοβήθη τοῦτο, μὴ οὐκ ἔλθοι ἡ βοήθεια.
Σκόπει ἐὰν καὶ σοὶ ἀρέσῃ.
Πυνθάνομαι ὅτι Ἀρταξέρξης πλησίον ἐστί.