Η Άννα Πετρίδου έζησε και μεγάλωσε στον Άγιο Στέφανο Αττικής. Τελείωσε το Δημοτικό και Γυμνάσιο στον Άγιο Στέφανο και στη συνέχεια το Λύκειο στην Ν. Ερυθραία Αττικής. Σπούδασε Παιδαγωγικές Επιστήμες στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, όπου και αποφοίτησε το 1987 . Πέρασε με υποτροφία στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και συνέχισε τις σπουδές της στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης με κατεύθυνση τη Δημοσιογραφία. Ολοκλήρωσε τον κύκλο των Παιδαγωγικών σπουδών στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάσκει τα τελευταία χρόνια στα δημοτικά σχολεία της Ηλιούπολης. Αποφοίτησε με μεταπτυχιακό Τίτλο , από το τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΑΠΚΥ με την ιδιότητα της θεατρολόγου. Είναι μέλος του Συλλόγου Εκ/κων Α/θμιας Εκ/σης της Ηλιούπολης με την επωνυμία "Παπαμαύρος". Μιλά Αγγλικά και Γαλλικά και ασχολείται με τις νέες τεχνολογίες. Της αρέσει η μουσική, ο χορός και το κολύμπι. Είναι χορωδός alto στη χορωδία του Δήμου Αλίμου με μαέστρο τον κο Γ. Μπακόπουλο, και μέλος του Δ.Σ της χορωδίας. Αγαπάει τις Επιστήμες και τα Γράμματα, ιδιαίτερα την Ποίηση. Η συμπόρευση με την ποίηση αρχίζει από τα φοιτητικά χρόνια. ¨Όπως λέει η ίδια «Αγαπώ τις λέξεις που μεταφέρουν, σημαίνουν και σηματοδοτούν με τη δύναμη της ψυχής συναισθήματα, βιώματα, εμπειρίες, ιδιαίτερα και πιο βαθιά νοήματα, οράματα με τρόπο που αποτυπώνουν απλά και ανεπιτήδευτα ή περίτεχνα και πιο αφαιρετικά το ύφος και το είδος της ποίησης και της γραφής. Το έναυσμα για δημιουργία αποτελεί η χαρά που συντελείται από την ποιητική δημιουργία και τη δημιουργική γραφή μέσα από μια συνεχή αναζήτηση. Έμπνευση μπορεί να αποτελέσει το θυμικό, το βίωμα, , ένα έντονο συναίσθημα, ένα κοινωνικό ή ιστορικό γεγονός, μια κατάσταση, μια σκέψη, μία εικόνα από το περιβάλλον ή ακόμα μία εικόνα φανταστική» Έχει γράψει παραμύθια, πεζά κείμενα, ποιήματα, έμμετρα και σε ελεύθερο στίχο, τάνκα, χαϊκού, γνωμικά, παραβολές, εκπαιδευτικά σενάρια κ.ά Στη ζωή τη συντροφεύουν ο σύζυγός της και τα δυο της παιδιά.
Ποιήματα
Άδολη αγάπη
Βρήκα μία άδολη αγάπη να στέλνω χαιρετίσματα στα λουλούδια του χειμώνα, κόκκινα να βγαίνουν γεμάτα με ανθηρούς μύστες.
Με ανοιχτή προσμονή ένα δυνατό απάντημα μιας γαλήνιας ψυχής που επαφίεται στην παλάμη της γης.
Μακρινό όραμα μιας φιλόξενης σχέσης προχωρά σε δύσβατα μονοπάτια από την αρχή της πίστης στο κέντρο της αβύσσου.
Βρήκα μια άδολη αγάπη να ποτίζει το χώμα γυναίκα, τη θάλασσα βροχή, την άμμο ηλιαχτίδες.
Βρήκα μια άδολη αγάπη,
Χελιδόνια(παιδικό)
Χελιδόνι μου μικρό
που πετάς στον ουρανό,
τη χαρά φέρεις στα χείλη
χρώμα και νερά τ’ Απρίλη.
Η μαμά η χελιδόνα
έχει μπει μες στον αγώνα
τα μικρά της να φροντίσει
να ποτίσει να ταΐσει.
Το ταξίδι σχεδιάζουν
όνειρά στην πλάτη βάζουν,
να διασχίσουν το Αιγαίο
με καιρό καλό και ωραίο.
Πριν πεινάσουν μαγειρεύουν
μυγογεύματα χωνεύουν,
το ταξίδι τους μεγάλο
δύσκολο ,σκληρό, εάλω.
Μια φωλίτσα τα προσμένει
καλοκαίρι περιμένει.
Ας γλυτώσουν το ανέμι,
της ερήμου το μελτέμι.
Άσε στη φωλιά τραγούδια
και μυρωδιστά λουλούδια,
μην κοιτάς την ξενιτιά
μείνε εδώ παντοτινά.
Με κοτσύφια θα χορέψεις
τα σπουργίτια θα φιλέψεις
μπάλες έντομα ,γλυκό
μακριά πάρε το κακό.
Χελιδόνι μου μικρό
που πετάς στον ουρανό
γλύκανε μας τον καιρό.
Διάλεξε γη ή ουρανό
χελιδόνι αλαργινό.
Σ΄ εκκλησία ερημική
σαν άσπρο περιστέρι
ανέβηκε ο νιος κι η νια
ν΄ ανάψουν τ΄ αγιοκέρι .
Τον Αϊ Λια παρακαλούν
ψηλά πάνω στα βράχια
να δώσει μια καλή βροχή
ν 'ανθίσουνε τα στάχυα.
Μια προσευχή στον Άγιο
όσο ψηλά γινόταν
σ΄ εκκλησία μοναχική
με δύναμη δινόταν .
Ο Άγιος με το άρμα του
στον ουρανό πετούσε.
Τον δράκοντα με κεραυνούς
πάνωθεν κυνηγούσε.
Ζήτησε να ξεκουραστεί
όχι να θαλασσεύει.
Στον ώμο ρίχνει το κουπί
σ΄ ύψωμα αγναντεύει.
Ο κόρακας λίγο ψωμί
στο ράμφος του κρατούσε.
Τον Αϊ Λια στην έρημο
μ΄ αυτό τον συντηρούσε.
Τους νιους Θεός τους φώτισε
σαν έκαναν τον κόπο.
Τώρ΄ έρχονται κάθε χρονιά
αγιάζονται απ΄ τον τόπο.
Χωρίς φτερούγες δεν μπορείς πια να πετάξεις
καινούργια όνειρα σ΄ αγάπη να μην τάξεις.
Κλώθεις γύρω απ’ το ίδιο, σκούρο μαγκάνι,
μα η αθανασία "χωρίς" έχει πεθάνει.
Φτερά του Ικάρου, πάντα ίδια φυλακή!
Στον ήλιο αν φτάσεις το σπαθί σου ως εκεί
καινούργια λάμψη θ΄ αποκτήσεις, νέα φώτα
μια ζωή χαρούμενη, όχι όπως πρώτα.
Ζητάς μία έμπνευση να’ ναι μοναδική!
Σκαφίδι του νου, πατρίδα γη ποιητική!
Να ταξιδέψεις σε καινούργιους γαλαξίες
θα δώσει στη ζωή πιο μεγάλες αξίες.
Γεννιέμαι και ξανά γεννιέμαι.
Μόνο εσύ και η τέχνη αυτό το πετυχαίνετε.
Τώρα απόκτησα χρώμα.
Ψυχής χρώμα, αθώο!
Τόσο άρτιο αποτέλεσμα, δεν το περίμενα!
Θα ΄λεγε με φωνή πέτρινη
-Πριν από εσένα ήμουν όνειρο.
Ζηλεύω την τέχνη του μικρού
π ' ενέχει εκ φύσεως έναν νέο δημιουργό
μια φρέσκια ματιά, ένα χέρι καθαρό.
Στάσου και πες μου
τι διαδρομή ακολούθησες, ψυχή μου;
Σα σκιά πέρασα στο φως που έπεφτε
από ψηλά στα βάθη της νόησης
Από μια ιδέα στο πίσω μέρος του μυαλού
δεν ήμουν πάντα από μάρμαρο
Ήμουν πρώτα αέρας, σύννεφο βροχερό
μετά έγινα αστραπή και κόπηκα
στα δύο, στα πέντε, στα οκτώ
Όταν μύρισα το δάσος έγινα γραμμή
κι άλλη γραμμή, όλες καμπύλες
κι απέκτησα φύλο .
Μόλις δέχτηκα την πρώτη πελεκιά λύγισα...
δε ήμουν πάντα από μάρμαρο...
Με πήραν δετό... άρχισαν να με ταξιδεύουν
πάνω σε μία μόνο γραμμή...
Τα μάτια κοφτερά
με είδαν παντού να τρέχω, να στέκομαι...
Μου χάρισαν μέλη κορμό, κεφάλι...
μ΄ έπιασαν με τα χέρια,
έπαψα να είμαι μάζα...
Όταν την πρώτη φορά μ΄ ακούμπησαν ανθρώπινα χέρια
σκίρτησε κάτι μέσα μου
Άρχισα να κουνιέμαι έντονα
άλλαζα διαρκώς
Άρχισα να αποκτάω φλέβες πράσινες
δέρμα σκληρό όλο λάμψη
Κι από τότε τα μάτια μού δίνουν ζωή
μόνη αίσθηση...
Όπως τώρα… εδώ… τη στιγμή που μιλάμε!
Μα, η καρδιά μου απόμεινε μόνη
δεν άλλαξε από τότε
είναι ακόμη από μάρμαρο
Έχω ακούσει πολλές φορές
«Κόκκινη κλωστή δεμένη
τραβηγμένη απ΄ του Ουρανού
τα τσιγκέλια, χαραυγή της τέχνης»
Αυτό το κυπαρισσί στο φρύδι του Ουρανού
μοιάζει με το χρώμα των ματιών του καλοκαιριού.
Είναι καιρός που ο χρόνος κουβαλούσε μαυροφόρες σκέψεις.
Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά,
αυτά που ορέγονται οι ανίεροι …
Πόση στάχτη άραγε, έχει ακόμη φυλαγμένη
για να πλυθούν οι μαρμαρένιοι κίονες;
Ανανέωση φωνάζουν οι λόγγοι ,
τα βουνά ριγούν.
Η μοίρα κάνει στην άκρη.
Τα χέρια ιδρώνουν να λύσουν τα σχοινιά.
Πόσα καράβια απόμειναν στο μουράγιο;
Πόσες ελιές δεν έχουν βγάλει το λάδι τους ακόμη;
Κι είναι η θάλασσα με τα πλωτά όνειρα!
Βαμμένη με το τυρκουάζ της ομορφιάς
στα βλέφαρά της
το «κακό μάτι» δεν μας πιάνει.
Κι ας έρθει ο Αιώνας ο Άπαντας
πεντόβολα στα χέρια μας ο χρόνος
και λίγα μαραμένα φύλλα βερυκοκιάς.
... η πέτρα είναι πέτρα· δεν αλαφραίνει.
Μόνο ο ουρανός κάποιες φορές ανοίγει
και οι λέξεις γίνονται έργα φωτεινά,
έργα με άρωμα Πολιτισμού.
... βγαίνει από μια καταπακτή
βολιδοσκοπεί όλα γύρω της
Σου δείχνει το κατώφλι να δεις με το μυαλό σου
την αλήθεια· αυτό πολύ το κατέχει
Συλλέγει τη γνώση,
όπως οι μέλισσες το Νέκταρ από τα λουλούδια
και τη φυλάει σε κυψέλες στον Νου ·
εκδηλώνεται όπου γεννιέται ένα νέο ρήγμα
απ΄ το οποίο βγαίνει ένα διάφανο φως...
Η Σοφία περιπατεί ξυπόλυτη
πηγαίνει από την περπατημένη...
σε δρόμους διπλής κατεύθυνσης,
πολλές φορές διασταυρώνεται με την εμπειρία,
την εξυπνάδα, την αντίληψη.
Αφουγκράζεται τις δονήσεις
π΄ έρχονται από τα έγκατα της ζωής
έχει μια μακριά ποδιά να σκεπάζει τα καλάμια της.
Είναι το απαύγασμα της νιότης.
Θα τη συναντήσεις σε ύστερα χρόνια
γι΄ αυτό και δε βιάζεται...
Έρχεται σιγά σιγά και κρατά μεγάλο καλάθι
συλλέγει καρπούς που βγάζει η γνώση…
Απ’ ένα σπόρο που μόλις ξεκινά το ταξίδι του,
απ΄ άλλο σπόρο μέσα σ΄ ένα αυγό,
πιο βαθιά πηγαίνει σ΄ ένα σπόρο που άφησε
ρίζα για να μεγαλώσει...
Η Σοφία δεν έχει ταίρι, όμως έχει πολλούς φίλους
που της μοιάζουν
και παλιά και τώρα
Μόνο με την καλοσύνη δεν μπορεί να αναμετρηθεί
μόλις γεννήθηκε , όταν η καλοσύνη
είχε φτάσει στα πέρατα του κόσμου.
Ενυπάρχει σ΄ όλα, που τέλος πάντων,
ποιήθηκαν και έγιναν
γη και ύδωρ,
πνοή και φως,
σάρκα και αίμα
και διαιωνίζονται νυν και αεί.
Ο εαυτός μου
(Ποιητική βιογραφία)
Σ΄ έναν καθρέφτη στάθηκα και ώρα πολλή κοιτούσα.
Ποια ’να ’μαι εγώ και ψάχτηκα •μοναχή μου μιλούσα.
Από τα μάτια πιάστηκα να πούνε την αλήθεια
από ποια ουσία φτιάχτηκα και ζω με παραμύθια;
Ο Έρωτας με γέλασε μικρό κοπελουδάκι
και ανταμώνουμε οι δυο σε κάθε λουλουδάκι.
Από όλα τα ερωτήματα στου βίου μου τη ρότα,
η σκέψη μου κάνει άλματα και όποιον θέλεις ρώτα.
Τη γνώση παίρνω από το βυθό, τα νιάτα κουλαντρίζω.
Δασκάλα είμαι και ποθώ να ανθίσει ότι αγγίζω.
Όλη η φτιαξιά μου μάλαμα, διαμάντι και χρυσάφι
ο χαρακτήρας μου αν πεις σπίρτο, φωτιά και θειάφι.
Καταγωγή απ΄ την Εύβοια και τη Μικρά Ασία.
Και για τα προσφυγόπουλα μεγάλη ευαισθησία!
Κι οι δυο γονείς εργατικοί, μας δώσαν την ψυχή τους
λιγάκι υπερπροστατευτικοί , μαγικό φυλακτό η ευχή τους.
Κάποτε ευτύχησα κι εγώ και ντύθηκα νυφούλα
ο αδερφός μου ρώταγε : «περνάς καλά αδερφούλα;»
Ο σύζυγος με κοίταζε σαν άστρο του Πουνέντε
γι’ αυτό και γω του χάρισα νιους γιους, μα και λεβέντες.
Οι αξίες μου όλες υψηλές στο βάθος του αιώνα
γίνονται ασπίδες και οπλές για δίκαιο και αγώνα.
Και όσοι λίγο με ξέρουνε, πολλά θα φανταστούνε.
Στο δίπλα σπίτι αν μένουνε, τραγούδια μου θα ακούνε.
Πως τα λουλούδια αγαπώ, της φύσης τα καλούδια
τη θάλασσα, τον ουρανό, τους αγίους , τ’ αγγελούδια.
Οι Τέχνες και τα Γράμματα ανάσα και πνοή μου
αν έλειπαν θα έχανε νόημα η ζωή μου.
Κι αν ρωτάτε πώς τάξη βάζω στα μαθήματα
ε, αυτό το καταφέρνω με απλά ποιήματα.
Χαρά ’χω στις καλές στιγμές, να περνάμε ωραία,
με ηδύποτο γλυκόπιοτο, «γεια» όμορφη παρέα.