Γράφει ο Ντίνος Ρητινιώτης
Ύλη και πνεύμα. Φως και Σκοτάδι. Ανήφορος και Κατήφορος. Ο δυισμός του μέγιστου των Ελληνικών γραμμάτων διαποτίζει κάθε μια από τις δεκάδες χιλιάδες σελίδες της εργογραφίας του και με αυτόν ως εργαλείο, επιχειρεί το αδιανόητο: να φτάσει μια χεριά απόσταση από τα μεγάλα και δυσεπίλυτα μυστήρια της ζωής. Να περπατήσει στα μονοπάτια που μονάχα οι λίγοι και ξεχωριστοί περπατούν, μονοπάτια – που έτσι κι αλλιώς είναι – ανοιγμένα από τους ίδιους.
Αυτός, λοιπόν, ήταν ο σκοπός του Νίκου Καζαντζάκη και γι’ αυτόν ξόδεψε περισσότερο από μισό αιώνα ακατάπαυστης πνευματικής εργασίας. Ήταν από εκείνους τους ευλογημένους που μπορούσαν να σκορπίσουν τις σκέψεις τις οποίες κατέγραφαν πάνω σε μια λευκή κόλλα χαρτί, μέσα σε χιλιάδες, εκατομμύρια εγκεφάλους ανά τον κόσμο. Κι όμως, από κανένα σημείο του έργου του δεν προκύπτει ότι διεκδικούσε το μονοπώλιο της αυθεντίας, ούτε βεβαίως προσπαθούσε να σπείρει ψήγματα στείρου διδασκαλισμού. Αυθεντίες και διδασκαλισμοί, άλλωστε, προϋποθέτουν το στοιχείο του δογματισμού και της βεβαιότητας ότι το υπό διάδοση μήνυμα βρίσκεται μια ανάσα μόλις από την απόλυτη αλήθεια. Και ο μεγάλος αυτός Ηρακλειώτης, που ασπαζόταν και απέρριπτε ολόκληρες κοσμοθεωρίες κατά πώς τον οδηγούσε το στοιχείο της αμφιβολίας, μόνο δογματικός δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Κανένας πνευματικός εφησυχασμός, κανένα ιδεολογικό απάγκιο. Η ζωή και το έργο του, μια συνεχής κι ακάματη προσπάθεια να σκαρφιστεί απαντήσεις. Το Θείο και ο Άνθρωπος, η Ζωή και ο Θάνατος, το «Είναι», ο Αγώνας και πάνω από όλα, η Θέωση. Η μετατροπή της ύλης σε πνέμα και ο ανηφορικός δρόμος προς τον Υπεράνθρωπο, αφού πρώτα γίνει το βήμα προς το αυτονόητο (και πολλές φορές ακατόρθωτο): να γίνεις, απλά, Άνθρωπος.
Το έργο του, για δεκαετίες παραγκωνισμένο από την ελληνική πολιτεία μα ακουμπισμένο σε κάθε βιβλιοθήκη της οικουμένης, να μας υπενθυμίζει τον τρόπο με τον οποίο πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του: αναγνωρισμένος στο εξωτερικό, διωκόμενος στο εσωτερικό. Οι ξένοι να τον προτείνουν (πολλάκις) για το βραβείο Νόμπελ, οι συμπατριώτες του (με ράσα ή με γραβάτες) να τον δείχνουν με το δάχτυλο.
Δεν μπορούμε, επομένως, παρά να είμαστε χαρούμενοι για το γεγονός ότι ανήκουμε στη γενιά της καθολικής αποδοχής κι αναγνώρισής του. Δεν έχουμε παρά να πέσουμε με λαχτάρα στις σελίδες που μας χάρισε…
1.
«Ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου τόσο όσο μπροστά στον Ζορμπά», αναφέρει ο Καζαντζάκης για τον συνεργάτη και συνοδοιπόρο του. Για τον ενσαρκωτή της Ζωής που τον έμαθε σε λίγους μόλις μήνες (όσο κράτησε δηλαδή η συνεργασία τους για την εξόρυξη λιγνίτη στην Πραστοβά της Μάνης) όλα όσα δεν κατάφεραν τα βιβλία χρόνια ολάκερα. Και τον ντρεπόταν γιατί ο Ζορμπάς προσπάθησε να του εμφυσήσει αλήθειες με τρόπο απλοϊκό, τη στιγμή που ο ίδιος δεν μπορούσε να αποτινάξει από πάνω του τη συνθετότητα με την οποία έχει μάθει να διαχειρίζεται τον κόσμο ένας «καλαμαράς» (όπως αποκαλεί ο ίδιος τους λόγιους). Τα δίπολα Λογικής-Συναισθήματος και Καθωσπρεπισμού-Αυθορμητισμού, αποτυπωμένα σε μια ιστορία που μας πείθει ότι ο δρόμος προς το ευ ζειν δεν είναι ένας κακοτράχαλος λαβύρινθος, αλλά ένα άκρως προσβάσιμο μονοπάτι.
Ο αγώνας για την Ελευθερία. Αυτό είναι το κεντρικό μοτίβο ενός έργου όπου οι αυτοβιογραφικές αναφορές μπερδεύονται με τη μυθιστορία. Το αίτημα της υπόδουλης Κρήτης για Ένωση με τη μητέρα Ελλάδα, οι φιγούρες ηρωικών Κρητών που μάχονται για να διώξουν τον κατακτητή, η καθημερινότητα στο Μεγάλο Κάστρο, έτσι όπως την είχε «αιχμαλωτίσει» το μυαλό του πιτσιρικά Νίκου Καζαντζάκη. Το μυαλό ενός παιδιού, που πήρε το πρόταγμα της εθνικής ελευθερίας και στην μετέπειτα ζωή του τη σχηματοποίησε σε διάφορα περιβάλλοντα: «Ελευθερία από την αμάθεια, από τις ψεύτικες ιδέες τις φανταχτερές, ελευθερία από τα είδωλα ακόμη κι από εκείνα που είναι πιο σεβαστά κι αγαπημένα.»
Η μυθιστορηματική βιογραφία του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, αυτό το ιδιαίτερο συναξάρι που ετοίμασε ο μεγάλος Κρητικός για τον καθολικό Άγιο, αποτελούσε κάτι σαν την εκπλήρωση ενός ιδιότυπου τάματος: «Μου έχει σώσει τη ζωή δύο φορές», εκμυστηρεύεται ο ίδιος σε συνέντευξη. Το έργο στραγγίζει το βίο και την πολιτεία εκείνης της εμβληματικής προσωπικότητας που ύμνησε την Υπομονή και τη Φτώχεια, που περιφρόνησε πλούτη και θάνατο, που έβρισκε φωνή στο στόμα ενός ζώου και απαντήσεις στο άνθισμα ενός φυτού.
Οι έννοιες της «προσφυγιάς» και του «ξεριζωμού» ακούγονται και χρησιμοποιούνται καταιγιστικά στις ημέρες μας, μα ακόμη περισσότερο ξεχωρίζουν οι φοβικές αναφορές προς το «ξένο». Η εποχή μας, επομένως, φαντάζει ως η ιδανικότερη για να ξεφυλλίσει κανείς το συγκεκριμένο μυθιστόρημα που πραγματεύεται την αλληλεπίδραση ντόπιων και ξεριζωμένων με τρόπο ρεαλιστικό και λυρικό ταυτόχρονα. Τα Πάθη του Χριστού, βίος παράλληλος για τους – καταδιωκόμενους από τους Τούρκους – κατοίκους ενός μικρασιατικού χωριού. Οι τελευταίοι ψάχνουν να πιαστούν από την αλληλεγγύη των ομοεθνών που ζουν στην κοντινή Λυκόβρυση. Εκεί, οι ντόπιοι έχοντες και προύχοντες, τους απορρίπτουν. Εκείνοι, όμως, που δεν κατέχουν άλλα πέρα από μια καθαρή ψυχή, σπεύδουν να τους αγκαλιάσουν και να τους βοηθήσουν.
«Δεν είναι ο Χριστός το τέλος, είναι η αρχή. Δεν κάθεται αναπαμένος σε μαλακά σύννεφα, θαλασσοδέρνεται μαζί μας. Γι’ αυτό θα πάω μαζί του». Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος Έλληνας λογοτέχνης που να έχει υμνήσει περισσότερο – όχι αυτήν την ίδια την υπόσταση του Θεού αλλά – το πρωταρχικό χριστιανικό δόγμα, το «Αγάπα τον Πλησίον Σου ως Εαυτόν». Κι όμως, το συγκεκριμένο έργο, μαζί με τον «Καπετάν Μιχάλη», υπήρξε η αφορμή για το στιγματισμό του συγγραφέα από τους κύκλους όχι μόνο της Ελλαδικής, αλλά ακόμη κι αυτής της ίδιας της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Θεάνθρωπος Ιησούς, γδυτός από τη θεϊκή του υπόσταση, παρουσιάζεται στις σελίδες του καζαντζακικού έργου με όλες εκείνες τις αδυναμίες και όλα εκείνα τα πάθη ενός κοινού θνητού, στον οποίο έλαχε να φέρει εις πέρας μια υπεράνθρωπη αποστολή. Ο Πειρασμός ελλοχεύει, το Καθήκον νικά.
Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο παπα-Γιάνναρος, συνοψίζει μέσα του όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα είχε η προσωποποιημένη Ομόνοια. Είναι εκείνος, που μέσα στη δίνη του Εμφύλιου Πολέμου και τον αδελφοσκοτωμό, προσπαθεί με νύχια και με δόντια να καταλαγιάσει το πολιτικό μίσος ανάμεσα στους κατοίκους ενός χωριού που έχουν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα. Ούτε με τους αντάρτες, ούτε με τον τακτικό στρατό, ο γενναίος ιερέας στέκεται μόνος και ανήμπορος. Στέκεται πάραυτα.
Ένα έργο φιλοσοφικό και κατεξοχήν θεολογικό (τέτοιο το «βάπτισε» ο ίδιος ο Καζαντζάκης). Στην εποχή του, απετέλεσε την αφορμή για τη δικαστική του δίωξη χαρακτηριζόμενο ως «άθεο» και «ασεβές». Στις μετέπειτα δεκαετίες, το νιτσεϊκά ντυμένο έργο αναγνωρίστηκε από μεγάλο κομμάτι του αναγνωστικού κοινού ως «Ευαγγέλιο». Τα αντιθετικά αισθήματα που έχει γεννήσει το καταιγιστικό αυτό βιβλίο, οι σελίδες του οποίου σχεδόν… ματώνουν στην προσπάθειά τους να αποτυπώσουν τον ανηφορικό δρόμο του ανθρώπου προς τη θέωση, θα σε γείρουν νομοτελειακά είτε προς τη μία, είτε προς την άλλη πλευρά. Σε κάθε περίπτωση, αν αναζητάς φουρτούνιασμα ψυχής μέσα από την ανάγνωση, η «Ασκητική» είναι το βιβλίο σου.
Λίγο πριν την δύση της ψυχής του, ο Καζαντζάκης στέκεται πιστός στρατιώτης μπροστά στον Στρατηγό, τον παππού του τον Κρη, τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο. Με ειλικρίνεια και με αποφασιστικότητα, του υποβάλει την τελική του αναφορά, τον τελικό απολογισμό για τα πεπραγμένα και τις παραλείψεις του. Ο ίδιος ο δημιουργός αρνείται να δώσει τον τίτλο της «Αυτοβιογραφίας», ωστόσο είναι ξεκάθαρο από τις πρώτες κιόλας σελίδες το βιωματικό στοιχείο. Σε κάθε περίπτωση, η προσωπική χροιά του κειμένου, το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του Αγώνα και οι αναφορές στους μεγάλους του διδασκάλους, τον Χριστό, τον Βούδα, τον Λένιν και τον Οδυσσέα, γίνονται το προσωπικό χαλί πάνω στο οποίο θα πατήσει μια συλλογική συνείδηση που, ο ίδιος ευελπιστούσε ότι, θα σχηματοποιούνταν από όλους εκείνους που θα έρχονταν σε επαφή με το έργο του.
25 χρονών. Μεταπτυχιακός φοιτητής στο Παρίσι και ο Νίκος Καζαντζάκης επιχειρεί την πρώτη του μυθιστορηματική απόπειρα. Με τις «Σπασμένες Ψυχές», οι οποίες βρίθουν από βιωματικά στοιχεία, συστήνεται στο αθηναϊκό αναγνωστικό κοινό (δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στον θρυλικό «Νουμά») και παρουσιάζει τη ζωή ενός νέου, του Ορέστη Αστεριάδη, που σπουδάζει στη γαλλική πρωτεύουσα. Μέσα στο μυαλό του τελευταίου, έχει γεννηθεί η ιδέα της θεμελίωσης μιας νέας, οικουμενικής θρησκείας που θα ακύρωνε την εθελοδουλεία του ανθρώπου στις υφιστάμενες θρησκείες και θα τον εξύψωνε μέσα από το εργαλείο της Επιστήμης. Κι όλα αυτά, διανθισμένα από παράλληλες ερωτικές ιστορίες που θολώνουν μάλλον, παρά ξεδιαλύνουν τον εσωτερικό πόλεμο που ταλανίζει τον Ορέστη.
Ξενίζει όταν ακούς τον ίδιο τον Κρητικό συγγραφέα να αναφέρει πως δεν τον νοιάζει να χαθεί ολόκληρο το συγγραφικό του έργο σε μια ενδεχόμενη καταστροφή, αρκεί να σωζόταν η Οδύσεια. Και ξενίζει, γιατί συγκριτικά με τα μυθιστορήματα που τον έκαναν παγκοσμίως γνωστό, το κομμάτι του αναγνωστικού κοινού που έχει έρθει σε επαφή με την «Οδύσεια» είναι σαφώς περιορισμένο. Στο ποιητικό αυτό δημιούργημα, όπου περιγράφεται η ζωή του Οδυσσέα αφότου γύρισε στην Ιθάκη και έφυγε εκ νέου για νέες, άγνωστες περιπέτειες στις άκριες του κόσμου, η λεξιπλαστική δεινότητα του συγγραφέα επαληθεύεται με τον πλέον εμφατικό τρόπο: 7.500 λέξεις που δεν περιλαμβάνονται σε κανέναν λεξικό της ελληνικής γλώσσας, μπορεί να εντοπίσει κανείς στους 33.333 στίχους του τιτάνιου αυτού έργου.