Η αυλή με την οποία συμπληρώνεται και αποσαφηνίζεται πλήρως η εικόνα του κεντρικού κτιρίου της Νεοανακτορικής εποχής (1700-1600 π.Χ.) είναι το κύριο εύρημα της φετινής ανασκαφής της Αρχαιολογικής Εταιρείας στο ορεινό ανάκτορο της Ζωμίνθου στον Ψηλορείτη υπό την διεύθυνση της δρος Έφης Σαπουνά-Σακελλαράκη. Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε στην περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου παρά τις δυσκολίες που προκάλεσε ο Covid-19 επιβάλλοντας αυξημένα μέτρα προστασίας, τα οποία λειτούργησαν αποτελεσματικά.
Αναφερόμαστε σε ένα τεράστιο και πολυτελές κτίριο, έκτασης 1.800 τ.μ. με 71 δωμάτια στο ισόγειο - συμπεριλαμβανομένων των εργαστηρίων και των αποθηκών - και με δύο κατασκευαστικές φάσεις. Τα συμπεράσματα τα οποία έχουν εξαχθεί από την ανασκαφή που βαίνει προς το τέλος της επιβεβαιώνουν περίτρανα την αρχική εκτίμηση, ότι αυτό το κτίριο, το πρώτο και μοναδικό ως σήμερα μινωικό ανάκτορο σε βουνό (υψόμετρο 1200 μ.) ήταν ένα ακμάζον θρησκευτικό κέντρο.
Η ανασκαφή στη Ζώμινθο άρχισε τη δεκαετία του ΄80 από τον Γιάννη Σακελλαράκη και ύστερα από μια διακοπή επαναλήφθηκε από το 2004 από τον ίδιο ως το 2010, όταν έφυγε από τη ζωή. Έκτοτε, από τον επόμενο χρόνο έως και σήμερα διενεργείται υπό την ευθύνη της Έφης Σαπουνά – Σακελλαράκη, συζύγου του.
Η ανασκαφική έρευνα επικεντρώθηκε στην περιοχή εκτός της βόρειας εισόδου του κεντρικού κτιρίου της Νεοανακτορικής εποχής (1700-1600 π.Χ.) όπου εντοπίσθηκε η προαναφερθείσα αυλή. Ηταν κατασκευασμένη επάνω σε πρωιμότερο στρώμα της Παλαιοανακτορικής εποχής που έδωσε νέα ευρήματα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, διευρύνοντας τη γνώση μας για την αρχιτεκτονική και την λειτουργία του ανακτόρου, καθώς και την ιστορία του.
Προηγμένη τεχνογνωσία
Το τμήμα της αυλής που ανασκάφηκε ήταν επιστρωμένο με μεγάλες, ακανόνιστες πλάκες, οι οποίες βρέθηκαν πεσμένες λοξά, ακολουθώντας την κλίση του παρακείμενου λόφου. Στο βόρειο τμήμα της μάλιστα έχει αποκαλυφθεί ένα περιτείχισμα, προφανώς για την συγκράτηση του εδάφους. Κατά την κατασκευή της εξάλλου, είχε υπάρξει μέριμνα ώστε όλη η επίστρωση να βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο, κάτι που δείχνει για μια ακόμη φορά την προηγμένη τεχνογνωσία της εποχής.
Συγκεκριμένα χρησιμοποιήθηκε συμπαγές χώμα, πάχους 0,35 μ. αναμεμειγμένο με μικροσκοπικά θραύσματα αγγείων, μία τεχνική, που εκτός από την ισοστάθμιση του χώρου, αποσκοπούσε και στην αποστράγγιση των υδάτων. Κάτι το οποίο επιβεβαιώθηκε από ειδικούς που κλήθηκαν για να εξετάσουν το έργο. Να σημειωθεί, ότι η πρακτική αυτή της αποστράγγισης είναι σημαντική προσθήκη στα λοιπά έργα ύδρευσης και αποχέτευσης του ανακτόρου, όπως οι λίθινοι και πήλινοι αγωγοί, καθώς και ανοίγματα απορροής υδάτων στη βάση των τοίχων. Στοιχεία, που έχουν πιθανώς σχέση και με κάθετες γωνιακές κατασκευές, οι οποίες εντοπίσθηκαν να ξεκινούν από όροφο, να φθάνουν στο ισόγειο και να καταλήγουν σε ανοίγματα- εξόδους στους τοίχους του κτιρίου.
Η επιστροφή μετά τον σεισμό και η ανέγερση νέου κτηρίου
Η αυλή διαμορφώθηκε κατά την Νεοανακτορική εποχή, όταν οι κάτοικοι της Ζωμίνθου επέστρεψαν μετά τον μεγάλο σεισμό, που είχε καταστρέψει το αρχικό κτίριο για να ανεγείρουν στην ίδια θέση, επάνω στα ερείπια ένα νέο, σαφώς ψηλότερο, μεγαλοπρεπές και στιβαρό, αν και ελαφρώς μικρότερο σε έκταση. Ο υπαίθριος χώρος - αυλή ήταν απαραίτητος για την λειτουργία των μινωικών ανακτόρων, καθώς εκεί, όπως γνωρίζουμε, λάμβαναν χώρα αθλοπαιδιές αλλά και τελετουργίες.
Στην αυλή του ανακτόρου της Ζωμίνθου (αλλά και της Κνωσού, των Αρχανών και της Φαιστού) καταλήγει ένας διάδρομος από το εσωτερικό του κτιρίου. Είναι ο διάδρομος πάνω στον οποίο, όπως φαίνεται από μικρογραφικές τοιχογραφίες της Κνωσού, περπατούν γυναίκες με το γνωστό μινωικό ένδυμα και τα χέρια υψωμένα σε τελετουργικές κινήσεις. Από παράθυρα του κτιρίου εξάλλου, φαίνεται να παρακολουθούν τα δρώμενα άλλες γυναικείες ενώ ανδρικές μορφές βρίσκονται στην αυλή.
Σημαντική αποκάλυψη: Κτίσματα της Παλαιοανακτορικής Περιόδου
Εξαιρετικά σημαντικό γεγονός κατά την φετινή ανασκαφική περίοδο υπήρξε η αποκάλυψη, κάτω από αυτήν την πλακόστρωτη αυλή, κτισμάτων, τα οποία χρονολογούνται στην Παλαιοανακτορική Περίοδο (από το 1900 π.Χ.) και καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση, τουλάχιστον 100 τ.μ. επιβεβαιώνοντας, ότι το αρχαιότερο ανάκτορο ήταν σαφώς μεγαλύτερο. Συγκεκριμένα εντοπίσθηκαν τρία δωμάτια ενώ, ας σημειωθεί, άλλα τρία είχαν βρεθεί παλαιότερα εκτός των ορίων της αυλής, όλα της Παλαιοανακτορικής εποχής.
Πλήθος κινητών ευρημάτων κάτω από τις λεγόμενες «αυγοθήκες»
Πλήθος κινητών ευρημάτων αυτής της περιόδου βρέθηκαν κάτω από τις πλάκες, όπως οι λεγόμενες «αυγοθήκες» (eggcups) σε μεγάλο αριθμό ακέραιες ή αποσπασματικές, λιγότερα κωνικά κύπελλα διαφόρων τύπων, κνωσιακής πιθανώς προέλευσης, στο εσωτερικό μάλιστα ενός από τα οποία υπήρχαν μικρά τεμάχια πυριτόλιθων. Επίσης πινάκια, δίσκοι, κυλινδρικά ανάγλυφα σκεύη του λεγομένου τύπου «snaketubes», καρποδόχες μεγάλες ή μικροσκοπικές, τμήματα ορείας κρυστάλλου, λίθινο ένθεμα σε σκεύος κ.ά. Πολλά από τα αγγεία αυτά ήταν τοποθετημένα σε θρανία. Η κατάσταση των περισσοτέρων ωστόσο είναι θραυσματική, δεδομένου ότι οι νέες κατασκευών επικάθισαν στις παλαιότερες.
Μια εγκατάσταση για τον έλεγχο του περίφημου Ιδαίου Αντρου στον Ψηλορείτη
Με την φετινή περίοδο η ανασκαφή στη Ζώμινθο οδεύει προς το τέλος της, αν και θα απαιτηθεί κάποιος χρόνος ακόμη ώστε να ολοκληρωθεί. Η ύπαρξη του Ιδαίου Άντρου στον Ψηλορείτη και η διαρκής λειτουργία του σε βάθος αιώνων ήταν αυτή, που είχε επιβάλλει στους άρχοντες της Κνωσού την δημιουργία μιας ενδιάμεσης ανακτορικής εγκατάστασης, τόσο για τον έλεγχο του ιερού, όσο και για την εκμετάλλευση του πλούτου του βουνού, επίσης όμως και για λόγους ευκολότερης πρόσβασης των προσκυνητών (για πολλούς μήνες το χειμώνα το Ιδαίο Άντρο ήταν απροσπέλαστο). Η ανεύρεση πριν από μερικά χρόνια ενός φορητού τελετουργικού βωμού με σύμβολα, καθώς και πινακίδας ιερογλυφικής /Γραμμικής Α γραφής, που ανακαλύφθηκε τελευταία παραπέμπουν, σύμφωνα με τη μελέτη επιγραφολόγων, ειδικών στην Μινωική περίοδο στις θρησκευτικές και διοικητικές λειτουργίες το κτιρίου.
Σε όλο αυτό το διάστημα έχει έρθει στο φως τεράστιος αριθμός κινητών ευρημάτων, τα οποία βρίσκονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου, αντικείμενα τα οποία μιλούν για τον θρησκευτικό χαρακτήρα της εγκατάστασης, για την σημασία που είχε για την Κνωσό –και μόνο το γεγονός ανέγερσης νέου κτιρίου μετά την καταστροφή του πρώτου από σεισμό δείχνει τη σημασία του– αλλά και για το υψηλό επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων του. Μικρό κέντρο πληροφόρησης για την αρχαιολογική ανασκαφή της Ζωμίνθου και για το Ιδαίο Άντρο λειτουργεί εξάλλου, εδώ και πέντε χρόνια στα Ανώγεια.
Να σημειωθεί, ότι ο Γιάννης Σακελλαράκης είχε εντοπίσει και τον οικισμό δίπλα στο ανάκτορο, πολύ κατεστραμμένο όμως, κυρίως εξ αιτίας της αγροτικής και κτηνοτροφικής χρήσης του χώρου κατά τη νεώτερη εποχή ενώ το νεκροταφείο, που επίσης έχει εντοπισθεί ήταν συλημένο.
Συμπληρωματικά να ειπωθεί, ότι η Ζώμινθος, είναι υποψήφια προς ένταξη στον κατάλογο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, μαζί με την Κνωσό, την Φαιστό, τα Μάλια, τη Ζάκρο και την αρχαία Κυδωνία.
Λίγα λόγια για την Εφη Σαπουνά - Σακελλαράκη
Η Έφη Σαπουνά-Σακελλαράκη γεννήθηκε στον Πειραιά και μεγάλωσε στην Αθήνα. Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Τμήματος Τουριστικών Επαγγελμάτων της Βιομηχανικής Σχολής, παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα στο Λονδίνο και στη Χαϊδελβέργη και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής στην Αθήνα. Εργάστηκε στα Μουσεία Ακρόπολης, Ολυμπίας, Ναυπλίου, Ηρακλείου και Κέρκυρας, καθώς και σε ανασκαφές στις αντίστοιχες περιοχές. Υπηρέτησε στις ανασκαφές της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αρχαία Αγορά Αθηνών ως γραμματέας, στο Τμήμα Αρχείων του Υπουργείου Πολιτισμού και στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων. Σημαντική υπήρξε η συμμετοχή της στις ανασκαφές της Ζάκρου, των Αρχανών και της Ζωμίνθου, τις οποίες συνδιηύθυνε με τον αρχαιολόγο σύζυγό της, Γιάννη Σακελλαράκη. Για την ανασκαφή των Αρχανών βραβεύτηκαν από την Ακαδημία Αθηνών. Ως έφορος Αρχαιοτήτων Ευβοίας, διενήργησε σημαντικές ανασκαφές σε όλο το νησί, στη Σκύρο και στις βοιωτικές ακτές. Η δημιουργία μουσείων, η επανέκθεση παλαιών και η ενημέρωση με Οδηγούς και εκπαιδευτικά προγράμματα υπήρξαν από τις κύριες φροντίδες της. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος συνεδρίων και έχει ταξιδέψει με τον σύζυγό της σε πολλές χώρες για επιστημονικές διαλέξεις. Το συγγραφικό της έργο ξεπερνά τους 150 τίτλους βιβλίων και επιστημονικών άρθρων. Είναι μέλος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, της Ελληνικής Νομισματικής Εταιρείας, του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών και των Αρχαιολογικών Ινστιτούτων του Βερολίνου και της Αμερικής. Από το 2010 είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Ψύχα, το οποίο χρηματοδοτεί ελληνικές ανασκαφές (ΠΗΓΗ: ikarosbooks.gr).
Κατερίνα Λυμπεροπούλου, https://www.huffingtonpost.gr