Κρατώντας δύσκολα την ισορροπία του, ένας άντρας εμφανώς τύφλα στο μεθύσι στηρίζεται σ’ ένα φανάρι του δρόμου και φέρνει βόλτες ολόγυρα, με τα μάτια στο έδαφος.
Ο αστυνομικός, που τον κοιτάζει να κάνει πιρουέτες από την απέναντι γωνία, τον πλησιάζει και βαστώντας τον γερά και συμπονετικά, τον ρωτάει:
«Μα τι ψάχνεις;»
«Το κλειδί… Έχασα το κλειδί του σπιτιού μου και δεν μπορώ να το βρω… Το έδαφος κουνιέται πέρα-δώθε συνέχεια.»
«Ναι, βέβαια» λέει χαμογελώντας ο αστυνομικός, «κουνιέται πέρα-δώθε σαν μεθυσμένος. Κοίταξε… στηρίξου καλύτερα στον τοίχο, ειδάλλως θα πέσεις και θα χτυπήσεις και θα καταλήξουμε και οι δύο στο νοσοκομείο… Θα σου βρω εγώ το κλειδί…»
Την επόμενη μισή ώρα ο αστυνομικός ψάχνει μία προς μία όλες τις πλάκες του πεζοδρομίου κι ερευνά ευσυνειδήτως ολόγυρα το δρόμο.
«Είσαι σίγουρος ότι το έχασες εδώ;» ρωτάει τελικά.
«Α, όοοοοχιιιι» λέει ο μεθυσμένος. «Το έχασα πέρα εκεί, δυο δρόμους πιο κάτω, την ώρα που πήγαινα να μπω στο σπίτι.»
«Μα τότε» ρωτάει το όργανο της τάξης, «γιατί το ψάχνεις εδώ αφού το έχασες αλλού;»
«Μα, εκεί που το έχασα…» αποκρίνεται ο μεθυσμένος, «δεν έχει φως!»
Και τώρα που είπα το ανέκδοτό μου, αν έχω την άδεια να προσθέσω κάτι ακόμα, θα εξηγούσα στους νεότερους ότι, όπως ακριβώς μας δείχνει αυτή η ιστορία:
Δεν μπορείς να ψάχνεις έξω αυτό που έχασες μέσα.
Όσο φως κι αν πέσει στα πράγματα που πουλιούνται με λεφτά, το δικό σου το κενό δεν θα το γεμίσει κανένα λαμπερό αντικείμενο.
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΝΟΙΑ ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ
Περισσότερα ενδιαφέροντα κείμενα εδώ.