Πιλοτικές "διαγνωστικές" εξετάσεις την άνοιξη στα σχολεία με χορηγό το ΕΣΠΑ. Τι επιδιώκει το υπουργείο Παιδείας με την «Ελληνική Pisa».
Τι επιδιώκει το υπουργείο Παιδείας με την “Ελληνική Pisa”
Το δεύτερο τρίμηνο του 2022 σχεδιάζει το υπουργείο Παιδείας να πραγματοποιήσει σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα στα σχολεία για τους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης των Δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ’ τάξης των Γυμνασίων (για το 2022 πιλοτικά σε 12.000 μαθητές σε επιλεγμένες σχολικές μονάδες της χώρας)
Σε συνέντευξή της η υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι η εφαρμογή της λεγόμενης "Ελληνικής Pisa" θα ξεκινήσει από φέτος στο τέλος του Δημοτικού και στο τέλος του Γυμνασίου και ότι "συνιστά ένα εργαλείο αποτίμησης της παρεχόμενης εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού συστήματος, της εφαρμογής των προγραμμάτων σπουδών, του βαθμού επίτευξης προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων".
Η λεγόμενη «Ελληνική Pisa» περιλαμβάνεται στον πρόσφατο νόμο 4823/2021 «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις». Στο άρθρο 104, «Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος» όπου σημειώνεται, ανάμεσα σε άλλα: «Κάθε σχολικό έτος διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές της Στ’ τάξης των Δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ’ τάξης των Γυμνασίων σε θέματα ευρύτερων / γενικών γνώσεων των γνωστικών αντικειμένων της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών».
Σύμφωνα με το νόμο σκοπός των ως άνω εξετάσεων είναι «η εξαγωγή πορισμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο, περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο σχολικής μονάδας».
Σχετικά με τη θέσπιση της «ελληνικής PISA», όπως ονομάστηκε, δεν πρόκειται για έναν αθώο σχεδιασμό του ΥΠΑΙΘ. «Ελληνική PISA», είναι ο όρος με τον οποίο παρουσίασε τα παραπάνω το υπουργείο Παιδείας, παραπέμποντας στις εκθέσεις αποτίμησης της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων από τον οικονομικό οργανισμό ΟΟΣΑ και που αποτελούν μοχλό για την προσαρμογή των εκπαιδευτικών συστημάτων στις απαιτήσεις των οικονομικών ελίτ.\
Στο Ετήσιο Σχέδιο Δράσης 2022 και στη Δράση με τίτλο «Διασφάλιση ποιότητας και αποτελεσματικότητας εκπαιδευτικού συστήματος» η «Ελληνική PISA» παρουσιάζεται ως σημαντικό έργο και σημειώνονται τα παρακάτω: «Αξιολόγηση εκπαιδευτικού συστήματος («Ελληνική PISA»): Έργο με στόχο την εξαγωγή πορισμάτων σχετικά με την πορεία της υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και το βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων. Η διάγνωση της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος θα επιτρέψει τον σχεδιασμό βελτιωτικών παρεμβάσεων».
O σχεδιασμός, η οργάνωση, η εποπτεία και η επιστημονική υποστήριξη των εθνικών διαγνωστικών εξετάσεων πραγματοποιείται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) και την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ). Aλλωστε, τα αποτελέσματα των εξετάσεων θα αξιοποιηθούν από το ΙΕΠ και την ΑΔΙΠΠΔΕ για τη διατύπωση προτάσεων προς το υπουργείο Παιδείας, για αλλαγές στα δομικά υλικά του εκπαιδευτικού συστήματος.
Στα πλαίσια αυτά δεν είναι ανεξήγητο το κονδύλι 251.816,00 € που προβλέπει η πρόσκληση ΕΣΠΑ, για την πιλοτική πρώτη εφαρμογή της Ελληνικής PISA, την ερχόμενη Άνοιξη εξετάσεις, πανελλαδικού τύπου, διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές της ΣΤ’ Τάξης των Δημοτικών Σχολείων και τους μαθητές της Γ’ Τάξης των Γυμνασίων.
Το ΕΣΠΑ χρηματοδοτεί Εθνικές εξετάσεις για μαθητές Δημοτικού και Γυμνασίου
Να πούμε καταρχάς ότι το ΕΣΠΑ χρηματοδοτεί το σχεδιασμό και την υλοποίηση με 252 χιλιάδες ευρώ περίπου. Η δράση που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ περιλαμβάνει:
• Τη διαμόρφωση θεωρητικού πλαισίου της διενέργειας εξετάσεων διαγνωστικού χαρακτήρα, βάσει των γνώσεων και δεξιοτήτων που προδιαγράφονται στα Προγράμματα Σπουδών για τη Γλώσσα και τα Μαθηματικά.
• Τη σύνταξη Οδηγού Εκπόνησης Θεμάτων (και των σχετικών ερωτήσεων) και την καταχώρηση των θεμάτων (και των σχετικών ερωτήσεων) σε ειδική εφαρμογή.
• Την προετοιμασία και τη διεξαγωγή δοκιμασιών αξιολόγησης στη Γλώσσα και στα Μαθηματικά σε αντιπροσωπευτικό δείγμα μαθητών (έως 6.000 μαθητές ΣΤ’ Δημοτικού και 6.000 μαθητές Γ’ Γυμνασίου) σε επιλεγμένες σχολικές μονάδες της χώρας.
• Τη διαμόρφωση εισηγήσεων για τη βελτίωση της εκπαιδευτικής πολιτικής στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Η υποβολή της πρότασης συνιστά και αίτηση χρηματοδότησης του δυνητικού δικαιούχου. Αναπόσπαστο στοιχείο της πρότασης αποτελούν τα δικαιολογητικά/έγγραφα, τα οποία συνοδεύουν το Τεχνικό Δελτίο Πράξης.
Τι κρύβεται πίσω από την επιμονή του υπουργείου να προγραμματίσει εθνικές εξετάσεις την Άνοιξη;
Πρώτον, είναι φανερό ότι όλη η υπόθεση μπορεί να εξελιχθεί σε έναν μηχανισμό «παρακυβέρνησης» της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθώς τα δοκίμια αξιολόγησης θα προωθούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, τον μαθητή κ.ά., που προβάλλουν (και ώς έναν βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κοντολογίς η «ελληνική Pisa» επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά της (μέσα από τον έλεγχο των γλωσσικών και μαθηματικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει την σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Δεύτερον, τα αποτελέσματα αυτών των τεστ θα αξιοποιηθούν ως εργαλείο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και θα χρησιμοποιηθούν και ως «κριτήρια» για την αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών. Είναι φανερό ότι το νέο καθεστώς που θα επιβάλει η «ελληνική PISA», με τον κύκλο των τεστ, μπορεί να βλάψει τους πιο αδύνατους μαθητές και να αποδυναμώσει τις σχολικές τάξεις, καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται πάνω και έξω από το σχολείο –και μεγάλο άγχος για τους εκπαιδευτικούς.
Όπως εύστοχα σημειώνει ο Πανεπιστημιακός Γιώργος Μαυρογιώργος η εφαρμογή της θα είναι ένα εντατικό φροντιστήριο δασκάλων και μαθητών/τριών για την εξοικείωσή τους με το «εξεταστικό ήθος» και την «κουλτούρα αξιολόγησης» του PISA/ΟΟΣΑ, έτσι ώστε η Ελλάδα να ξεκολλήσει από τη θέση του «ουραγού» στις επιδόσεις που παρουσιάζει σε όλους τους «γύρους», ανά τριετία, μετά το 2000. Απώτερος στόχος φαίνεται πως είναι να αναρριχηθεί στις λίστες του ΟΟΣΑ, έτσι ώστε να μπορεί η κυβέρνηση να επαίρεται ότι αναβάθμισε δραστικά τις επιδόσεις της ελληνικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης και ότι η «σαρωτική νεοφιλελεύθερη αποδόμηση» που έκανε δικαιώνεται από διεθνείς επιδόσεις. Μαζί με αυτό, σιγά-σιγά κι αθόρυβα, θα βγουν και οι ιεραρχικές κατατάξεις των σχολείων με βάση τις επιδόσεις και μαζί με αυτό, κι από κοντά, και η ελεύθερη επιλογή σχολείου και το «κουπόνι». Με λίγα λόγια, εκπαίδευση της αγοράς! Οπότε, θα έχουμε τη βίαιη ταξική αναδιάταξη του χάρτη των δημόσιων σχολείων της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Δεν είναι τυχαία η επιλογή της ΣΤ΄ Δημοτικού και της Γ ΄Γυμνασίου. Έτσι οι μαθητές/τριες του Δημοτικού από κάποια στιγμή και ύστερα θα προετοιμάζονται (φροντιστήριο) για τις εξετάσεις της ΣΤ’ Δημοτικού και οι μαθητές/τριες του Γυμνασίου θα προετοιμάζονται(φροντιστήριο) για τις εξετάσεις PISA Γ΄ Γυμνασίου. Αθέατα μπαίνουν από το "παράθυρο" με μεταμφιεσμένες εξετάσεις που επαναφέρουν το εξεταστικό κλίμα των απολυτήριων εξετάσεων Δημοτικού/εισαγωγικών προς το Γυμνάσιο κι αντίστοιχα απολυτήριων Γυμνασίου/εισαγωγικών προς το Λύκειο.
Στην πράξη, οι στόχοι της «ελληνικής Pisa» προωθούν, αντί της γνώσης, τη δεξιότητα. Για να πάει καλά ένα σχολείο στον διαγωνισμό, πρέπει οι μαθητές του να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές Επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί, αλλά στο πώς. Ετσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα, αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.