Γράφει η Αλεξάνδρα Ριζεάκου
Πώς προσεγγίζει η προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία την κατάθλιψη;
Η προσωποκεντρική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία ανήκει στην ομάδα των ανθρωπιστικών προσεγγίσεων. Η ομάδα αυτή μοιράζεται ένα κοινό στοιχείο που τη διαφοροποιεί αρκετά από το ιατρικό μοντέλο και τις άλλες δύο μεγάλες ομάδες προσεγγίσεων, τις ψυχοδυναμικές και τις γνωστικό-συμπεριφοριστικές. Το κοινό τους στοιχείο είναι η πεποίθηση πως ο άνθρωπος έχει μια εγγενής τάση πραγμάτωσης που τον οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερο επίπεδο ανάπτυξης, και ότι είναι σε θέση να απελευθερώσει το δυναμικό του αν το περιβάλλον του το επιτρέπει. Συχνά το κοινωνικό περιβάλλον όμως δεν είναι ιδιαίτερα προωθητικό της ανάπτυξης των ανθρώπων, και σε αυτές τις περιπτώσεις τοποθετούν οι εκπρόσωποι της ανθρωπιστικής σχολής τα αίτια των ψυχοπαθολογικών φαινομένων ως επί το πλείστο.
Συγκεκριμένα όσον αφορά την προσωποκεντρική προσέγγιση και την δική της τοποθέτηση πάνω στο θέμα της ψυχοπαθολογίας, εστιάζει στους όρους αξίας όπου εμποδίζουν την ολοκληρωμένη ανάπτυξη των ατόμων και την εκδίπλωση της τάσης πραγμάτωσής τους. Οι όροι αξίας έρχονται από πολύ μικρή ηλικία, και ουσιαστικά ορίζουν για κάθε άτομο τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες το άτομο αυτό θα είναι αποδεκτό από τους δικούς του και κατ επέκταση από το κοινωνικό σύνολο. Το άτομο επομένως αναγκάζεται να μην αναπτύσσει πτυχές της προσωπικότητάς του για να μην χάσει την αποδοχή των άλλων κι έτσι οδηγείται σε καθεστώς ασυμβατότητας. Η ασυμβατότητα αφορά στην εσωτερική σύγκρουση που βιώνει το άτομο ανάμεσα στις πραγματικές ανάγκες κι επιθυμίες του και στις πτυχές εκείνες του εαυτού του που εν τέλει μονομερώς εκφράζει προκειμένου να λαμβάνει αποδοχή από τους γύρω του. Η ασυμβατότητα αυτή βιώνεται με ψυχολογική ένταση, δυσφορία, άγχος, συχνά δεν βιώνεται συνειδητά και δεν εκφράζεται με ψυχολογικούς όρους, αλλά σωματοποιείται, ενώ πολλές φορές γενικεύεται ως μία ψυχική διαταραχή με συγκεκριμένα συμπτώματα.
Η κατάθλιψη γενικότερα ορίζεται ως η διαταραχή διάθεσης στην οποία το άτομο αποκτά αρνητική οπτική για τον εαυτό του, τον κόσμο και το μέλλον και προκειμένου να διαγνωστεί χρησιμοποιείται μια σειρά κριτηρίων που εξετάζουν τη παρουσία συμπτωμάτων που σχετίζονται με τη διάθεση, τη διατροφή, τον ύπνο, τη συγκέντρωση, και γενικά τη λειτουργικότητα του ατόμου στους τομείς της καθημερινότητας. Το ιατρικό μοντέλο χρησιμοποιεί τα κριτήρια ταξινόμησης των στατιστικών εγχειριδίων προκειμένου να καταλήξει στη διάγνωση της κατάθλιψης, και οι θεραπευτές από τις ψυχοδυναμικές και τις γνωστικό-συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις δουλεύουν με βάση τη διάγνωση αυτή.
Η προσωποκεντρική θεραπεία ωστόσο, αποφεύγει να λαμβάνει άκριτα υπόψη τις διαγνωστικές ταμπέλες και διαφωνεί με την ταξινόμηση των ανθρώπων με βάση τα συμπτώματα, καθώς πιστεύει πως αυτές οι πρακτικές παρεμβαίνουν στη σύναψη αυθεντικής σχέσης ανάμεσα σε θεραπευτή και θεραπευόμενο. Πιστεύει επίσης πως δημιουργούν απόμακρους και άνισους κοινωνικούς ρόλους, καθιστώντας τον κλινικό που διαγιγνώσκει ως «ειδικό» ενώ τον άνθρωπο που φέρει τη διάγνωση ως «εξαρτώμενο και αβοήθητο», ενώ ταυτόχρονα ενέχουν και τον κίνδυνο της παρεμβολής ενός συστήματος υποθέσεων για την προσωπικότητα του ανθρώπου με τη διάγνωση μέσα στη θεραπευτική σχέση. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη διάγνωση της κατάθλιψης, η προσωποκεντρική προσέγγιση θεωρεί ότι αυτόματα κατατάσσει τον άνθρωπο σε μία γενική κατηγορία με την ταμπέλα του καταθλιπτικού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την προαγωγή εσφαλμένων υποθέσεων ότι όλοι οι άνθρωποι με τη διάγνωση της Μείζονος Κατάθλιψης για παράδειγμα, είναι πανομοιότυποι ή ότι όλες οι διαγνώσεις είναι αντικειμενικές και ισοδύναμες. Η πεποίθηση αυτή, αυτόματα αποκλείει τη μοναδικότητα της εμπειρίας του εκάστοτε ανθρώπου που φέρει την ταμπέλα του «καταθλιπτικού» και περιγράφει την κατάθλιψη από μία εξωτερική οπτική ενός διαγνωστικού εγχειριδίου ή ενός βιβλίου ψυχοπαθολογίας. Αυτές οι δυνητικές στάσεις είναι βαθιά αντίθετες από το σκοπό της προσωποκεντρικής, ο οποίος εστιάζει στο να κατανοήσει τη μοναδικότητα της εμπειρίας του κάθε ανθρώπου εκ των έσω, από το δικό του δηλαδή μοναδικό εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς.
Αυτό που ενδιαφέρει τους προσωποκεντρικούς θεραπευτές είναι να κατανοήσουν πιο γρήγορα και πιο βαθιά αυτό που οι πελάτες τους προσπαθούν να τους πουν σε σχέση με την κατάθλιψη που βιώνουν. Τη διάγνωση της κατάθλιψης που ο κάθε πελάτης φέρει τη λαμβάνουν υπόψη τους ως ένα μέσο ώστε να συνδεθούν πιο άμεσα με τις εμπειρίες και με τον τρόπου που βιώνουν τη ζωή οι πελάτες τους, βασιζόμενοι στην υπόθεση πως πολλοί άνθρωποι που έχουν κατάθλιψη βιώνουν τον κόσμο με τρόπους που μοιάζουν μεταξύ τους. Αυτό τους δίνει μία ανοιχτότητα και μία πρόσβαση σε αυτόν το ευρύ κόσμο εμπειριών που συνδέονται με την κατάθλιψη. Ωστόσο, κάθε γενίκευση γίνεται με δοκιμαστικότητα και υπόκειται στην επιβεβαίωση από τον πελάτη κάθε φορά.
Μία επίσης σημαντική διαφορά της προσωποκεντρικής θεώρησης της κατάθλιψης και εκείνης που έχουν αναπτύξει συστήματα όπως το DSM, αφορά την οπτική γωνία από την οποία η κατάθλιψη περιγράφεται. Τα περισσότερα διαγνωστικά εγχειρίδια χρησιμοποιούν μία εξωτερική οπτική γωνία αναφοράς, δηλαδή τα σημεία και τα συμπτώματα περιγράφονται από την οπτική του κλινικού που κάνει τη διάγνωση, ενώ προκύπτουν μέσα από συγκεκριμένες ερωτήσεις προς τον ασθενή. Η πρακτική αυτή υπονοεί κατά κάποιο τρόπο ότι το πρόσωπο που κάνει τη διάγνωση είναι υγιές, ενώ το πρόσωπο που υπόκειται στη διάγνωση είναι παθολογικό και ότι οι δυο τους δεν μοιράζονται κοινές εμπειρίες. Η προσωποκεντρική προσέγγιση, αντιθέτως, χρησιμοποιεί το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του πελάτη, ενώ πιστεύει ότι αυτός που διαγιγνώσκει και αυτός που υπόκειται στη διάγνωση μπορεί να μοιράζονται κοινές εμπειρίες. Οι εμπειρίες αυτές δεν είναι ανάγκη να γίνονται αντιληπτές αποκλειστικά ως παθολογικές προκειμένου να είναι χρήσιμες ώστε να διαμορφωθεί μία διάγνωση. Ο προσωποκεντρικός θεραπευτής δεν μπαίνει στο ρόλο του υγιούς, του ειδικού, εκείνου που γνωρίζει καλύτερα τον εσωτερικό κόσμο του θεραπευόμενου, αλλά αντιθέτως προάγει μία ισότιμη σχέση και αντλεί από τις εμπειρίες του και τον δικό του κόσμο βιωμάτων ό,τι κάθε φορά μπορεί να αποτελέσει σημείο συνάντησης και σύνδεσης με την εμπειρία του πελάτη του.
Πώς θα με βοηθήσει η προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία αν έχω κατάθλιψη;
Η προσωποκεντρική προσέγγιση γεννήθηκε από τον δημιουργό της τον Carl Rogers στην Αμερική το 60, σε μία περίοδο που εργαζόταν σε ένα κέντρο για παιδία και εφήβους. Ο Rogers μέσα από την πρακτική του συνειδητοποιούσε ότι οι τεχνικές κι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν και γενικότερα οι τρόποι που δούλευαν τότε θεραπευτικά οι ψυχολόγοι και οι θεραπευτές, ήταν σε πολλές περιπτώσεις ανεπαρκείς και στερούνταν ουσίας και αποτελεσματικότητας. Σε μία συζήτηση με τη μητέρα ενός παιδιού το οποίο βρισκόταν σε θεραπεία με τον ίδιο, παρατήρησε πως η μητέρα απελευθερώθηκε και άρχιζε να μοιράζεται μαζί του δυσκολίες και προβλήματα που η ίδια αντιμετώπιζε σε σχέση με το παιδί της και γενικά με τη ζωή της, και αντιλήφθηκε πως αυτό το ξεκλείδωμά της ήταν αρκετά εν τέλει θεραπευτικό για την ίδια και κατ επέκταση βοηθητικό και για τη σχέση της με το παιδί της. Άρχισε να σκέφτεται σε αυτό το σημείο τι ήταν αυτό που έκανε τη συζήτηση με τη μητέρα θεραπευτική, και κατάλαβε πως της παρείχε κάποιες πολύ σημαντικές επικοινωνιακές συνθήκες που τη βοήθησαν να εκφραστεί χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη άμυνας. Οι συνθήκες αυτές ήταν η ενσυναίσθηση, η άνευ όρων αποδοχή, και η αυθεντικότητα, και σύμφωνα με το Rogers αυτές οι τρεις συνθήκες είναι εκείνες που χρειάζονται κατά βάση προκειμένου να προχωρήσει και να λειτουργήσει η θεραπεία, ενώ οποιαδήποτε άλλη τεχνική και παρέμβαση θεωρούνται δευτερεύουσας σημασίας, ενίοτε και τροχοπέδη στη θεραπευτική διαδικασία. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της κατάθλιψης, οπότε πάμε να δούμε πώς λειτουργεί θεραπευτικά η κάθε συνθήκη σε σχέση με αυτή την ψυχική κατάσταση:
Η ενσυναίσθηση αφορά στην προσπάθεια του θεραπευτή να ακούσει πολύ προσεκτικά το πρόσωπο που μοιράζεται την εμπειρία του προσπαθώντας να αισθανθεί σαν να ήταν εκείνος στη θέση του. Καθώς ένας άνθρωπος με κατάθλιψη επομένως, μιλάει για το βίωμά του, για το πώς αισθάνεται, τι σκέφτεται, πώς είναι να ζει με αυτόν τον τρόπο, ο θεραπευτής είναι σε θέση να μπαίνει στον κόσμο του και να αισθάνεται όπως ο ίδιος, να καταλαβαίνει το προσωπικό και μοναδικό νόημα που έχουν τα βιώματά του για εκείνον, και όλα αυτά να μπορεί να τα επικοινωνεί πίσω με έναν τρόπο που θα τον βοηθήσουν να ακούσει και να καταλάβει τελικά τον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο το πρόσωπο με κατάθλιψη μπορεί να συνδεθεί με την ίδια του την εμπειρία, κι έτσι παύει να αισθάνεται πλέον μόνος του σε αυτή αφού ένα άλλο πρόσωπο είναι πλέον μάρτυρας.
Η άνευ όρων αποδοχή είναι η δεύτερη συνθήκη του θεραπευτικού κλίματος που προτείνει η προσωποκεντρική θεραπεία, και αφορά στην αποδοχή του προσώπου ολόκληρου ανεξάρτητα από τις επιμέρους συμπεριφορές του. Ο προσωποκεντρικός θεραπευτής δεν κρίνει και δεν αξιολογεί τον θεραπευόμενο, όπως συχνά συμβαίνει στις ανθρώπινες σχέσεις. Όπως είδαμε και παραπάνω η υπό όρους αποδοχή εμποδίζει την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Στην περίπτωση της κατάθλιψης συχνά οι άνθρωποι αισθάνονται αρνητικά απέναντι στον εαυτό τους, έχουν δηλαδή ενδοβάλει τους όρους αξίας και δεν είναι σε θέση να αποδεχτούν τον εαυτό τους ολόκληρο για αυτό που είναι. Επομένως, η άνευ όρων αποδοχή του θεραπευτή μπορεί να λειτουργήσει πολύ διορθωτικά και να ενισχύσει την αυτό-αποδοχή του προσώπου με κατάθλιψη. «Αν ένας άνθρωπος με αποδέχεται για αυτό ακριβώς που είμαι έτσι όπως είμαι, τότε μπορώ να αρχίσω να αποδέχομαι κι εγώ τον εαυτό μου σιγά σιγά»: μέσα από αυτή τη φράση μπορεί κανείς να αντιληφθεί την ουσία της άνευ όρων αποδοχής.
Η αυθεντικότητα είναι η τρίτη συνιστώσα του προσωποκεντρικού θεραπευτικού κλίματος και αφορά σε μία εσωτερική στάση του θεραπευτή σύμφωνα με την οποία μπορεί να έχει επίγνωση σε οτιδήποτε συντελείται εντός του χωρίς να αισθάνεται απειλή από την εμπειρία αυτή. Με την αυθεντική στάση του θεραπευτής μπορεί να επικοινωνεί χωρίς άμυνες, και να αισθάνεται ολόκληρος στη σχέση. Μπορεί ακόμη να αισθάνεται ισότιμο πρόσωπο στη σχέση χωρίς να έχει την ανάγκη να μπαίνει σε ρόλο ειδικού και να χρησιμοποιεί κλινικά προσωπεία. Μπορεί ακόμη να αντλήσει ό,τι χρειάζεται από το δικό του βιωματικό κόσμο και να το προσφέρει στο θεραπευόμενο προκειμένου εν τέλει να συναντηθούν σε ένα κοινό σημείο μέσα από τις δικές τους ο καθένας βιωματικές διαδρομές. Ο προσωποκεντρικός θεραπευτής δε σχετίζεται ως υγιές, φυσιολογικό, κι ανώτερο πρόσωπο από το θεραπευόμενο με κατάθλιψη, αλλά ως ένα πρόσωπο που αξιοποιεί τις δικές του εμπειρίες ζωής προκειμένου να συνδεθεί με τις εμπειρίες του θεραπευόμενου. Η αυθεντικότητα του θεραπευτή τελικά λειτουργεί ως μοντέλο προκειμένου ο θεραπευόμενος να χτίσει τη δική του αυθεντικότητα.
Γιατί να επιλέξω την προσωποκεντρική προσέγγιση αν έχω κατάθλιψη;
Αν είσαι ένα άτομο που έχεις διαγνωστεί με κατάθλιψη (ή αισθάνεσαι πως βιώνεις κάτι τέτοιο ακόμη και χωρίς να έχεις διαγνωστεί με αυτό) και σκέφτεσαι να ξεκινήσεις να δουλεύεις με τον εαυτό σου ψυχοθεραπευτικά, παρακάτω θα μοιραστώ μαζί σου κάποιους καλούς λόγους για να επιλέξεις την προσωποκεντρική προσέγγιση και να αναζητήσεις έναν θεραπευτή που δουλεύει με βάση τις αρχές της:
- Ο προσωποκεντρικός θεραπευτής δεν θα προσπαθήσει να σε «φέρει στο φυσιολογικό» ή στο «μέσο όρο», να σε «κάνει καλά», να σε «διορθώσει». Δεν σε βλέπει ως «ασθενή», ως «προβληματικό», ως «αδύναμο», αλλά σαν ένα πρόσωπο που πονάει και που χρειάζεται φροντίδα. Θα πονάει μαζί σου νιώθοντας τον πόνο σου, αλλά ταυτόχρονα θα μπορεί και να αντέχει μέσα σε αυτόν τον πόνο, και θα μπορεί να βλέπει και πέρα από αυτόν. Θα αντέχει να κάθεται μαζί σου στο σκοτάδι, μέχρι να είσαι έτοιμος να βγεις στο φως σιγά σιγά, με το δικό σου βηματισμό, τόσο όσο εσύ αντέχεις, χωρίς να σε τραβήξει απότομα σε αυτό και να σε σπρώξει προς τα εκεί. Ξέρει πως η θεραπεία και η ανάπτυξη είναι μια διαδικασία που χρειάζεται χρόνο μέχρι να φανούν τα αποτελέσματα της και αυτό το χρόνο θα μπορέσει να σου τον δώσει μαζί με όση υποστήριξη χρειάζεσαι.
- Για τον προσωποκεντρικό θεραπευτή δεν είσαι ένας ακόμη «καταθλιπτικός» όπως όλοι οι άλλοι «καταθλιπτικοί». Δεν είσαι μια ταμπέλλα, μια λέξη με συγκεκριμένη σημασία, αλλά ένα μοναδικό πρόσωπο που έχει έρθει να γνωρίσει από την αρχή και να σχετιστεί σε βάθος μαζί του. Θα προσπαθήσει μέσα από τη σχέση σας να σου δώσει το χώρο και την ασφάλεια να μοιραστείς ό, τι εσύ θέλεις και όχι μόνο ό,τι αφορά στην κατάθλιψη και στα συμπτώματα της, γιατί πιστεύει ότι είσαι πολλά παραπάνω από αυτό. Δεν θα προσπαθήσει να κλείσει γρήγορα και βιαστικά την πληγή σου, ούτε θα τη σκάψει περισσότερο, αλλά θα προσπαθήσει να την ανακουφίσει και να την προσέχει μέχρι να επουλωθεί μόνη της, γιατί εμπιστεύεται τον οργανισμό σου και το δυναμικό σου, ακόμη κι αν εσύ δεν είσαι σε θέση να εμπιστευτείς τον εαυτό σου.
- Δεν θα χρησιμοποιήσει πάνω σου τεχνικές που εφαρμόζονται σε ανθρώπους με κατάθλιψη, αλλά θα σε ακολουθήσει και θα σε συναντήσει στο δικό σου μοναδικό τρόπο να βιώνεις τη θλίψη σου, τα συμπτώματά σου, τις σκέψεις σου και τις εμπειρίες σου. Θα τα τιμήσει και θα προσπαθήσει μέσα από αυτά να ακούσει το νόημά τους, να καταλάβει μαζί σου τι έχουν έρθει να σου πουν, τι σχέση έχουν αυτά με τη δική σου ιστορία και πώς μέσα από αυτά μπορείς να συνεχίσεις να υπάρχεις με ένα νέο τρόπο, ένα τρόπο που να ταιριάζει και να εξυπηρετεί εσένα, και όχι όπως ορίζεται από τους άλλους. Θα μπορεί να αντέχει και να υπομένει τις φορές που η θεραπεία ίσως να μην προχωρά ευθύγραμμα, αλλά που μπορεί να κάνει κύκλους, πισωγυρίσματα, παύσεις. Γιατί εμπιστεύεται τη δική σου μοναδική διαδρομή, και δεν έχει συγκεκριμένες προσδοκίες από εσένα.
- Η προσωποκεντρική προσέγγιση είναι ένας υπέροχος δρόμος, ανάμεσα σε άλλους εξίσου υπέροχους δρόμους, μέσα από τον οποίο μπορείς να γίνεις η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου, όπως εσύ επιλέγεις να την ορίσεις και όχι όπως ορίζεται από την κοινωνία. Αν αυτός ο δρόμος νιώθεις μέσα από αυτά που διάβασες ότι θα σου ταίριαζε, ελπίζω να βρεις τη δύναμη να κάνεις το πρώτο βήμα αυτού του ταξιδιού, είναι αρκετό για να ακολουθήσουν και τα επόμενα. Και μην ξεχνάς πως είσαι αρκετός και αξίζεις για αυτό ακριβώς που είσαι, αλλά ταυτόχρονα μπορείς να γίνεις και αυτό που θες!
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Rogers, C. R. (1957). The necessary and sufficient conditions of therapeutic personality change. Journal of Consulting Psychology, 21(2), 95–103.
Rogers, C. R. (1959). A theory of therapy, personality, and interpersonal relationships, as developed in the client-centered framework. Psychology: A Study of a Science, 3, 184-256.
Schneider, C. K., & Stiles, W. B. (1995). A person-centered view of depression: Women’s experiences. Person-Centered Journal, 2, 67-77.
Αλεξάνδρα Ριζεάκου, Ψυχολόγος, M.Sc. στην Προσωποκεντρική Προσέγγιση στη Συμβουλευτική και Ψυχοθεραπεία