Σήμερα έχουμε την τιμή και τη χαρά να φιλοξενούμε πέντε ποιήματα του Γιώργου Τσιβελέκου από τη νέα του ποιητική συλλογή "Έρως νικημένε μάχαν".
Ο Γιώργος Τσιβελέκος γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1997 στην Αθήνα. Μέχρι τα οχτώ του χρόνια μεγάλωσε στη Νίκαια και από το 2005 διαμένει μόνιμα στην Ανάβυσσο. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών Αθηνών. Έχει παρακολουθήσει πληθώρα σεμιναρίων, ημερίδων και επιμορφωτικών προγραμμάτων, μεταξύ των οποίων για την Εγκληματολογία στο Εργαστήριο Αστεακής Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, όπου και ήταν συνεργάτης και μέλος της οργανωτικής επιτροπής των σεμιναρίων «Έγκλημα και Κινηματογράφος» για δύο χρόνια, την Ψυχολογία, τη Δημιουργική Γραφή και την Εικονογράφηση. Συνεχίζει τις σπουδές του στον τομέα της Λογοτεχνίας και Γλωσσολογίας με το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου με τη σύμπραξη του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Τα ποιήματά του «Τα μέσα σου τοπία» και «Επίγειος παράδεισος», καθώς και το διήγημά του «Στο άγνωστο», έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το διήγημά του «Η κληρονομιά» έχει συμπεριληφθεί στην ψηφιακή συλλογή διηγημάτων «Ταξίδια από χαρτί», η οποία είναι διαθέσιμη στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη. Κατά καιρούς, δημοσιεύονται ποιήματα και διηγήματά του σε διάφορους ιστότοπους και απαγγελίες ποιημάτων του στo YouTube. Επίσης, το Official Music Video «Η πιο όμορφη εικόνα» έχει σαν κατακλείδα το ομώνυμο ποίημά του.
Η ποιητική του συλλογή «Έρως νικημένε μάχαν» είναι η δεύτερη που εκδίδεται κατά σειρά από τις εκδόσεις Οσελότος. Η πρώτη του κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2021 με τον τίτλο «Ο επιμένων έρωτας νικά» και ο Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων (ΕΠΟΚ) την επέλεξε ως «Βιβλίο Χρονιάς 2021».
ΠΑΡΑΠΟΝΑ
Ούτε τα με κόπο υφαρπαγμένα υποσχόμενα
δεν μπορεί να μας δώσει.
Έχει άλλες δουλειές φαίνεται.
Κάθε ατζέντα του έχει πολλές υπενθυμίσεις
έλλειψης χρόνου κι ανελευθερίας κινήσεων,
σαν και τη δική σου που δεν είχε ποτέ κενό για ’μένα.
Κι έτσι, εγώ χάνομαι σε ποιητικές σημειώσεις,
μήπως και καταφέρω να μεταφέρω
τα παράπονά μου στον πνιγμένο Έρωτα.
Μήπως και φιλοτιμηθεί
να ρίξει μια ματιά
στις δακρυγόνες λέξεις μου.
ΞΕΠΕΣΜΟΣ
Έρως, πώς αντέχεις
τέτοιον ξεπεσμό στην επικαιρότητα;
Πώς δέχεσαι να εξαντλείται έτσι
η ακέραιη διαχρονικότητά σου;
Σ’ έναν πρόστυχο χορό προσωρινής παραπλάνησης;
Έρως, πώς υφίστασαι
σ’ ένα κόκκινο κουτί σοκολατάκια
άντε και μ’ ενός αρκουδιού συνοδεία,
χαριζόμενα μόνο στη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου;
Κατόπιν υπενθύμισης, προσφοράς και ζήτησης;
Έρως, πώς αναλώνεσαι
σε συμφεροντολογικά σ’ αγαπώ
που προφέρονται ενώ δεν εννοούνται,
εφόσον τ’ από καρδιάς δύσκολα ειπώνονται
κι η ποιότητά τους έγκειται στην έμπρακτη απόδειξή τους;
Έρως, έχεις κοιταχτεί στον χρυσοποίκιλτο καθρέφτη σου;
Να δεις που κατάντησες, αμαχητί παραδομένος,
άλλη μία συνηθισμένη κοινωνική σχέση,
χαμένη στα τυπικά ενός συμβολαίου
κι ενός επισυναπτόμενου συμφωνητικού;
Έρως, μας έχεις στήσει μπροστά σ’ έναν καθρέφτη;
Ήλεγξες πρώτα μη μας έδωσες κανέναν ραγισμένο;
Εμείς, ξέρεις, δε διαμαρτυρόμαστε στα σπασμένα.
Συνηθίσαμε, αρκούμαστε και βολευόμαστε στα θρύψαλα.
Εμείς οι ίδιοι φέρνουμε τα επτά χρόνια κακοτυχίας μια ζωή...
ΣΤΕΜΜΑ
Ποτέ δεν είναι σωσμένη η ζωή μας.
Να, και τώρα, ενώ μόλις μ’ έσωσες
και σ’ έσωσα παρά μία ανάσα
κι έπειτα από αμέτρητες θυσίες,
βλέπω κλαδιά να καίγονται
στο στέμμα μ’ ένα δάσος
που φοράς πάνω στο κεφάλι σου.
Τ’ αγριόχορτα να φουντώνουν,
να μας καλύπτουν και να μας πνίγουν,
μετατρέποντάς μας σε στάχυα.
Το τριαντάφυλλο που σου έδωσα
να φλέγεται μαραμένο στο χέρι σου
κι έπειτα ν’ αρπάζουμε κι εμείς φωτιά.
Κι απ’ τα στεγνά σου μάτια,
δάκρυα να τρέχουν και να γίνονται θεριά
που μας στραγγαλίζουν και μας καταπίνουν
και βιώνουμε τον τρόμο και τη δυστυχία
ακόμα και νεκροί μες στην κοιλιά του θανάτου.
ΑΜΟΙΒΑΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
Οι σχέσεις, για να καρποφορήσουν,
δε θέλουν μόνο αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Χρειάζονται κι αμοιβαίες κινήσεις.
Όπως τα χρυσά φύλλα του δρόμου
που κάμπτουν την ακινησία τους
κι ο αέρας τούς δίνεται μ’ ένα δυνατό φύσημα
για να στροβιλιστούν
στο πέρασμα της μεγαλειώδους περπατησιάς σου.
Όπως ο θάνατος που υπαναχωρεί
κι η ζωή τίθεται σε κίνηση,
ασχέτως αν στο τέλος επικρατεί πάντα
η μονόπλευρη θυσία.
ΤΖΑΜΙ
Με τ’ ακροδάχτυλά μας προσπαθούσαμε
ν’ αμβλύνουμε τις αιχμηρές γωνίες
του σπασμένου τζαμιού μας,
μα το μόνο που καταφέρναμε
ήταν να τις βάφουμε κόκκινες,
να μην μπορούμε να ιδωθούμε πλέον
μέσ’ απ’ τ’ άλικα νερά που έρρεαν
σαν τα ενοχλητικά χιόνια της τηλεόρασης
και το αίμα να στάζει μέχρι το περβάζι
της εύθραυστης ψυχής μας.
Γι’ αυτό σου έλεγα:
«Έλα να γκρεμίσουμε ολόκληρο το παράθυρο
μέχρι τα κουφώματά του,
κι ας μπάσει δυνατό το κρύο».
Έτσι, θ’ αναγκαζόμασταν να έρθουμε κοντά,
για να ζεσταθούμε με τη θερμότητα των σωμάτων μας,
αντί να προσπαθούμε να το μπαλώσουμε
ο καθένας από διαφορετική πλευρά
παριστάνοντας τους αλώβητους.
Και μετά, πολύ απλά, θα φτιάχναμε ένα καινούργιο αρραγές.
Μετά, πολύ απλά, οι κοφτές αναπνοές μας
που έβγαιναν απ’ τα σχισίματα στα δάχτυλα
-αλλά και τις άλλες πληγές
που προκαλούσαν τον δυνατότερο πόνο,
κι ας μην το παραδεχόμασταν ποτέ-
και θόλωναν όσο γυαλί είχε παραμείνει στη θέση του,
θα έβγαιναν για διαφορετικό λόγο,
αφού θα βρισκόμασταν στην ίδια μεριά,
και, αντί να εμποδίζουν τη μεταξύ μας οπτική επαφή,
θα μας έκρυβαν απ’ την κοινή θέα,
αποκρύπτοντας έτσι και τ’ ακατάλληλα
που θα κάναμε με περίσσιο πάθος
και δίνοντάς μας το ελεύθερο
να συνεχίσουμε ακάθεκτοι τους αναστεναγμούς απόλαυσης.