Το μέγεθος και οι αυλακώσεις του εγκεφάλου που χώρισαν τους ανθρώπους από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο χωρίζουν και τους ίδιους (με την επίδραση και του περιβάλλοντος όπου αναπτύσσονται), ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, φύλου, πλούτου, σπουδών, ιδεολογίας, σε δύο βασικές κατηγορίες: στους ΕΞΥΠΝΟΥΣ και στους ΒΛΑΚΕΣ. Αν και η μεταξύ τους διάκριση δεν είναι δύσκολη, όσοι ανήκουν στην πρώτη κατηγορία δεν το λένε και όσοι ανήκουν στη δεύτερη δεν το ξέρουν.
Η βλακεία είναι απρόβλεπτη. ‘Εχει τόση ποικιλία εκδηλώσεων, όσοι και οι βλάκες που ο καθένας ξεχωριστά είναι μια αστείρευτη πηγή εμπνεύσεων.
Κατά το χαριτολόγημα του Σαμφόρ, ο βλάκας ζει απερίσκεπτα σε έναν κόσμο που δεν ξέρει, όπως οι μύγες δεν ξέρουν φυσική ιστορία.
Η μήτρα της ευφυίας και της βλακείας ήταν ανέκαθεν αντικείμενο σκυλοκαυγά: γεννήθηκαν ή έγιναν; Έτσι βγήκαν από τα γεννοφάσκια τους ή τους γάνωσε το μυαλό ο κόσμος όπου φύτρωσαν; Με δύο λόγια, η νόηση είναι κληρονομική (γονίδιο) ή επίκτητη; (περιβάλλον). Νοητικά ο καθένας μας κληρονομεί ένα ορισμένο οικόπεδο, μικρό ή μεγάλο. Αν σου αναλογούν 200 τετραγωνικά, ανάλογα με το περιβάλλον μπορείς να κτίσεις παράγκα ή να φτιάξεις μια χαρά μεζονέτα, αλλά είναι αδύνατον να σηκώσεις πυραμίδα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι υποτιμούμε τον αριθμό των βλακών ανάμεσα μας, αφού το κρίσιμο ποσοστό που όλοι γνωρίζουμε ότι υφίσταται σε κάθε τυχαία πληθυσμιακή ομάδα παραμένει ως σήμερα απροσδιόριστο. Σύμφωνα με την καμπύλη του Gauss η οποία χρησιμοποιείται για την ανίχνευση διάφορων χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού, έχουμε το λιγότερο ένα ποσοστό 25% βλακών, 25% έξυπνων και 50% μέσης νοημοσύνης. Ο ένας στους τέσσερις είναι βλάκας…
Ένας ικανοποιητικός (και συνάμα πολύ γενικός) ορισμός για την ευφυία διατυπώθηκε από τον Μπερξόν και είναι ότι ευφυία θεωρείται η «ισορροπία ενστίκτων, συναισθημάτων και νόησης». Αντίθετα, η ανισσοροπία των ανωτέρω ιδιοτήτων ορίζει την βλακεία.
Οι έξυπνοι άνθρωποι είναι αισθαντικοί, έχουν μία αδιόρατη θλίψη πάνω τους. Το αντίθετο ισχύει με τον ηλίθιο, που είναι λίγο αδιάβροχος σε αυτά, αφού όσα λιγότερα εννοεί τόσα λιγότερα νοιώθει. Είναι όπως λέμε «χοντρόπετσος» δεν «συν- αισθάνεται». Συνήθως αντιλαμβάνεται και θαυμάζει ποσότητες, απτά μεγέθη, χειροπιαστά: ώρες δουλειάς και όχι αποτέλεσμα, μεγάλη ορχήστρα και όχι άκουσμα, πολλά λεφτά, μεγάλο σπίτι, πολύ φαϊ, μεγάλα βυζιά.
Οι εκτιμήσεις για την προσφορά των ηλίθιων είναι αντικρουόμενες. Μία λέει ότι «η ταχύτητα μιας νηοπομπής είναι η ταχύτητα του πιο αργού πλοίου» και μία άλλη ότι «κάποιοι έπρεπε να κάνουν τις σκατοδουλειές είτε είναι στην φάμπρικα είτε στην πολυεθνική».
Ο έξυπνος την πατάει κατ’ εξαίρεση και όχι κατ’ εξακολούθηση. Διαπράττει την ανοησία σχεδόν εις γνώση του , υποκύπτοντας στο ξύπνημα κάποιου βαθύτερου ενστίκτου, μιας έντονης παρόρμησης που καπελώνει το μυαλό και το εκτροχιάζει. Αν ο ευφυής είναι όντως ευφυής έχει την σύνεση να μην την ξαναπατήσει, τουλάχιστον στο ίδιο θέμα και με τον ίδιο τρόπο.
Ένας ηλίθιος άνδρας, όσο εμφανίσιμος και να είναι , απογοητεύει το θηλυκό, δεν του εμπνέει την αναγκαία αίσθηση σιγουριάς. Εκτός και αν τη χαζομάρα του αντισταθμίζει η οικονομική ή κοινωνική του θέση, οπότε το παλικάρι είναι λαχείο. Αντιθέτως μία νεαρή και όμορφη χαζοβιόλα είναι σταθερή αντρική φαντασίωση. Γενικώς, στα ερωτικά οι άντρες ψάχνουν τα μικρά, οι γυναίκες τα μεγάλα και η αποκολοκύνθωση καλά κρατεί. Η διαφορά είναι ότι ο ηλίθιος όταν καυλ…σει νομίζει ότι ερωτεύτηκε και η χαζή πιστεύει ότι όσοι θέλουν να την πη…ξουν θέλουν να την παντρευτούν.
Το πτυχίο δεν είναι πιστοποιητικό ευφυίας. Αν το μυαλό κάποιου φτάνει για να πάρει δίπλωμα οδήγησης, κατά πάσα πιθανότητα φτάνει και για πάρει ένα δίπλωμα σπουδών. Τα νοητικά απαιτούμενα είναι περίπου ισοδύναμα. Άπαξ και μπορεί να απομνημονεύσει το ΚΟΚ και τα σήματα, το μόνο που χρειάζεται για το «χαρτί» είναι να στρώσει τον κώλο του κάτω, να μουλαρώσει δεόντως και αμέτι μουχαμέτι, έστω και «νύχτα», θα το πάρει το στραβόχαρτο.
Όπως υποστηρίζει μία ομάδα ερευνητών που μελέτησε το θέμα σε μεγάλα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, εντόπισε το ίδιο ακριβώς ποσοστό «χοντροκέφαλων» ανάμεσα στις καθαρίστριες, τους διοικητικούς υπαλλήλους, τους φοιτητές και τους καθηγητές (C.M. Cipolla). Προφανώς, αν η έρευνα στρεφόταν και προς τους ίδιους τους ερευνητές θα ανακάλυπταν και το δικό τους ποσοστό μπούφων.
Το έχουν γράψει ο Κανέτι και παλιότερα ο Λεμπόν: «Οι άνθρωποι που ανήκουν σε μάζες τείνουν προς τη διανοητική τους εξίσωση»
Οι πρώτοι που θα τρέξουν να ενταχθούν σε σωματεία, συλλόγους, οργανώσεις, κυκλώματα είναι οι βλάκες και οι ατάλαντοι. Οι έξυπνοι και ταλαντούχοι τα βγάζουν πέρα μόνοι τους,δεν θέλουν κεχαγιά στο κεφάλι τους. Και επειδή, όπως λένε οι Γάλλοι, «οι βλάκες κινούνται μαζί», πολύ γρήγορα ορδές βλακών πνίγουν ελπιδοφόρες συσπειρώσεις και κινήματα και η ανθρώπινη ανάγκη για συλλογικότητα νεκρώνεται.
Ο βλάκας δεν χωράει στην πραγματικότητα. Δεν μπορεί να δώσει ούτε να δεχτεί εξηγήσεις για το πεπερασμένο της ύπαρξης και συνήθως αγκιστρώνεται σε κάτι που υπερβαίνει την εγκόσμια τάξη. Σε κάποιο θεό , σε μια ανώτερη δύναμη ή στο σύμπαν που συνωμοτεί για χάρη του. Η ευπιστία του ηλίθιου είναι παροιμιώδης: γοητεύεται, αναπαράγει ή εφευρίσκει ο ίδιος θρησκευτικά θαύματα, οράματα, εξωγήινα όντα, μετεμψυχώσεις, μεταλλαγμένους, λείψανα αγίων, τσαγιέρες που περιστρέφονται στο Διάστημα, προϊστορικούς γίγαντες, νεράιδες, λυκάνθρωπους, ψυχές που βουρλίζονται γύρω μας.
Αν το καταφύγιο του ανθρώπου είναι η κοινωνία, του βλάκα είναι η ομάδα, η συσπείρωση με άλλους βλάκες…
Ο πιο πονηρός βλάκας είναι ο σοβαρός. Το υστερικά τυπικό και λιγόλογο ανθρωπάκι που οχυρώνεται καχύποπτο προς όλους πίσω από ένα προσωπείο σοβαρότητας…. ‘Ενας τέτοιος έφτασε να γίνει και πρωθυπουργός…
…Αλησμόνητη είναι η σκηνή του εν λόγω όταν μετά τους σεισμούς του 1999 πήγε με τις κάμερες να επισκεφθεί τους καταυλισμούς των σεισμοπλήκτων. Κοίταξε ξινά τα παιδάκια που πλατσούριζαν ξυπόλητα στις λάσπες ανάμεσα στα κοντέϊνερ και, κάνοντας προσπάθεια να φερθεί ανθρώπινα, τα ρώτησε: Πού είναι πιο καλά, εδώ ή στο σπίτι;”…
Το λειψό μυαλό “πόση αλήθεια μπορεί να αντέξει;” Δεν μπορεί να δώσει ούτε να δεχτεί εξηγήσεις για το πεπερασμένο της ύπαρξης και συνήθως αγκιστρώνεται σε κάτι που υπερβαίνει την εγκόσμια τάξη, σε κάποιο Θεό, σε μια ανώτερη δύναμη ή στο σύμπαν που συνωμοτεί για χάρη του. Η ευπιστία του κουφιοκεφαλάκη είναι παροιμιώδης: Γοητεύεται, αναπαράγει και εφευρίσκει ο ίδιος θρησκευτικά θαύματα, οράματα, εξωγήινα όντα, μετεμψυχώσεις, μεταλλαγμένους, λείψανα αγίων, τσαγιέρες που περιστρέφονται στο Διάστημα, προϊστορικούς γίγαντες, νεράϊδες, λυκανθρώπους, ψυχές που βουρλίζονται γύρω μας. Και βέβαια είναι πρώτος πελάτης για κάθε είδους τσαρλατάνους και απατεώνες που ρίχνουν τα χαρτιά, βλέπουν το φλιτζάνι, διαβάζουν τα άστρα, κάνουν μαγιολίκια, λένε τη μοίρα (μέλλον), ρυθμίζουν τα φενγκ σούι, δίνουν θετική ενέργεια, διαβάζουν ευχές και μυστικά βιβλία, αλλά στην πργαματικότητα διαβάζουν τη φάτσα του ηλίθιου που έχουν απέναντί τους.
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Εγχειρίδιο Βλακείας» του Διονύση Χαριτόπουλου.
Περισσότερα ενδιαφέροντα κείμενα εδώ.