«Τι πρέπει να κάνω λοιπόν; Μισώ τον πόλεμο, η γυναίκα μου κλαίει απελπισμένα όταν με επιστρατεύουν, και τα παιδιά μου λιμοκτονούν, όταν οι στρατιές των προλετάριων καταλαμβάνουν τη χώρα μου, και τα πτώματα στοιβάζονται κατά εκατομμύρια… Εγώ αυτό που θέλω είναι να καλλιεργώ το χωράφι μου, και το βράδυ μετά τη δουλειά να παίζω με τα παιδιά μου, τη νύχτα να κάνω έρωτα με τη γυναίκα μου, και τις Κυριακές ν’ ακούω μουσική, να χορεύω και να τραγουδάω… Τι πρέπει να κάνω;
Δε θα κάνεις τίποτα διαφορετικό, θα συνεχίσεις να κάνεις αυτό που πάντα έκανες και θέλεις να κάνεις, να κάνεις τη δουλειά σου, να μεγαλώνεις τα παιδιά σου ευτυχισμένα… Αν τα έκανες αυτά, συνειδητά και με συνέπεια, δε θα υπήρχε ο πόλεμος, που αφήνει τα παιδιά να λιμοκτονούν στους δρόμους ορφανά, κι εσένα να ατενίζεις με γυάλινα μάτια στον γαλάζιο ουρανό, σε κάποιο μακρινό «ένδοξο πεδίο».
«Ναι, αλλά τι πρέπει να κάνω εγώ, που θέλω να ζω με τη δουλειά μου, τη γυναίκα μου και για τα παιδιά μου, και οι Ούννοι, οι Γερμανοί, οι Γιαπωνέζοι, οι Ρώσοι, ή όποιοι άλλοι μού επιβάλλουν τον πόλεμο; Δεν πρέπει τότε να υπερασπιστώ την πατρίδα και το σπίτι μου;».
Έχεις δίκιο, ανθρωπάκο. Όταν οι Ούννοι κάποιου έθνους σού επιτεθούν, πρέπει ν’ αρπάξεις το τουφέκι σου. Αυτό, όμως, που δε βλέπεις είναι ότι οι «Ούννοι» όλων των εθνών, δεν είναι παρά μυριάδες άλλα ανθρωπάκια που ζητωκραύγαζαν, όταν ο πρίγκιπας Κορδωμένος, ο ευγενής ιππότης, που δε δουλεύει, τους καλεί στα όπλα∙ ότι κι αυτοί, σαν κι εσένα, πιστεύουν πως δεν έχουν καμιά αξία και λένε: «Ποιος είμαι εγώ για να ‘χω δική μου άποψη;».
Όταν καταλάβεις ότι είσαι κάτι, ότι έχεις μια αληθινή, σωστή άποψη, κι ότι το χωράφι σου και το εργοστάσιό σου πρέπει να εξυπηρετούν τη ζωή κι όχι το θάνατο, τότε, ανθρωπάκο θα είσαι σε θέση να δώσεις μόνος σου απάντηση στο ερώτημα που μόλις μου έθεσες. Και δε χρειάζεται να είσαι διπλωμάτης για να το κάνεις. Αντί να ζητωκραυγάζεις και να καταθέτεις, ή να βάζεις να καταθέσουν στεφάνια στο μνημείο του «Άγνωστου Στρατιώτη» (ο «Άγνωστος Στρατιώτης» σου, μου είναι πολύ γνώριμος, ανθρωπάκο. Τον γνώρισα όταν πολεμούσα τον πατροπαράδοτο εχθρό μου στα βουνά της Ιταλίας. Ήταν ο ίδιος ανθρωπάκος με σένα, που πίστευε ότι δεν είχε δική του άποψη και έλεγε, ποιος είμαι εγώ, για να…;), αντί να βάζεις την εθνική σου συνείδηση στα πόδια του πρίγκιπα Κορδωμένου, του ευγενή ιππότη, ή του στρατάρχη όλων των προλετάριων όλων των χωρών, για να την ποδοπατήσουν, θα έπρεπε να τους αντιμετωπίσεις με την αυτοπεποίθησή σου και την εργατική σου συνείδηση…
«Ωραία και σωστά τα λες. Μόνο που εκείνοι τώρα έχουν ατομικές βόμβες, και μία και μόνο αρκεί για να σκοτώσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους!».
Ακόμα δε σκέφτεσαι ορθά, ανθρωπάκο. Πιστεύεις ότι ο πρίγκιπας Κορδωμένος, ο ευγενής ιππότης, κατασκευάζει ο ίδιος τις βόμβες του; Όχι, τις κατασκευάζουν τα ανθρωπάκια, που ζητωκραυγάζουν, αντί να πάψουν να κατασκευάζουν ατομικές βόμβες! Όπως βλέπεις, καταλήγουμε πάντα στον ίδιο παρονομαστή, σε σένα, ανθρωπάκο, σε σένα και τη σκέψη σου, σωστή ή λαθεμένη. Αν δεν ήσουνα τόσο μικρός, τόσο μικροσκοπικός, μεγάλε ερευνητή του 20ού αιώνα, θα είχες αναπτύξει παγκόσμια και όχι εθνική συνείδηση, και με την ανώτερη ευφυΐα σου θα είχες βρει τον τρόπο να μην προκύψει στον κόσμο αυτό η ατομική βόμβα∙ ή, αν αυτό ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο, θα είχες ασκήσει με ξεκάθαρο τρόπο την επιρροή σου, ώστε να μη χρησιμοποιείται ως απειλή.
Εξαρτάται αποκλειστικά από σένα, ανθρωπάκο, αν θα σε πάρουν ή όχι στον πόλεμο. Αρκεί να είσαι πεπεισμένος ότι δουλεύεις για τη ζωή και όχι για το θάνατο. Αρκεί να ξέρεις ότι όλα τα ανθρωπάκια στη γη είναι ακριβώς σαν εσένα, και στα καλά και στα άσχημα!
Αργά ή γρήγορα (όλα εξαρτώνται από σένα) δε θα ζητωκραυγάζεις πια, δε θα καλλιεργείς το χωράφι σου για να καταστρέφεται η σοδειά, ούτε θα δουλεύεις στο εργοστάσιο, για να γίνεται στόχος των κανονιών. Αργά ή γρήγορα, δε θα είσαι πια πρόθυμος να δουλεύεις για το θάνατο, αλλά μόνο για τη ζωή.