Σάββατο ή Σαββάτο; → Σάββατο (προφορικά και Σαββάτο)
Σάββατο το [sávato] Ο40 & (προφ.) Σαββάτο το [saváto] Ο39 : η έβδομη μέρα της εβδομάδας: Tο Σάββατο είναι ημέρα αργίας για τις δημόσιες υπηρεσίες αλλά τα καταστήματα είναι ανοιχτά. Mέγα / Mεγάλο Σάββατο, το Σάββατο της Mεγάλης Εβδομάδας. Tο Σάββατο του Λαζάρου, το Σάββατο πριν από την Kυριακή των Bαΐ ων. ΦΡ το μήνα που δεν έχει Σάββατο, ποτέ. στην τούρλα* του Σαββάτου. || για τους Εβραίους, ημέρα αργίας και ανάπαυσης αφιερωμένη στη λατρεία. ΠAΡ Ξεκίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι ήταν ημέρα Σάββατο, για εμπόδια που εμφανίζονται, όταν επιτέλους κάποιος παίρνει την απόφαση να κάνει κτ.
[ελνστ. Σάββατον < εβρ. shabbāth (αρχική σημ.: `ανάπαυση΄)· μετακ. τόνου με βάση τη γεν. Σαββάτου, Σαββάτων]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη(παρόμοια καταχώριση στο — Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη)
Σάββατο
(το) ουσ. η έβδομη μέρα της εβδομάδας: Μέγα κ. Μεγάλο Σάββατο (το της Μεγάλης Εβδομάδος, η παραμονή της Κυριακής του Πάσχα) | φρ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, ποτέ, ουδέποτε - στην τούρλα του Σαββάτου, την τελευταία στιγμή, για μεγάλη φασαρία ή εσπευσμένη ενέργεια
[<μτγν. Σάββατον < εβρ. Sabbath (= ανάπαυση)]
Μείζον ελληνικό λεξικό - Τεγόπουλος-Φυτράκης
Σάββατο
το / Σάββατον, ΝΜΑ, και Σαββάτο Ν· (στους Εβραίους) 1. η τελευταία ημέρα τής εβδομάδας κατά την οποία, σύμφωνα με την ΠΔ, αναπαύθηκε ο Θεός αφού τελείωσε τη δημιουργία· 2. ημέρα λατρείας, εορτής και ανάπαυσης («Σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου», ΚΔ)· || (νεοελλ.) 1. η έβδομη ημέρα τής εβδομάδας· 2. (φρ.) α) «Μέγα Σάββατο» ή «Μεγάλο Σάββατο»· η παραμονή τού Πάσχα, το Σάββατο τής Μεγάλης Εβδομάδας· β) «το μήνα που δεν έχει Σάββατο»· (λέγεται για απραγματοποίητα πράγματα) ποτέ· γ) «στην τούρλα τού Σαββάτου»· λέγεται για εσπευσμένη και θορυβώδη ενέργεια που γίνεται την τελευταία στιγμή· || (αρχ.) περίοδος επτά ημερών, εβδομάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. sabbāth < sabāth «αναπαύομαι»].
— Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.