στοίβα: σωρός από όμοια ή ομοειδή πράγματα που είναι τοποθετημένα, συνήθ. πρόχειρα, το ένα επάνω στο άλλο ή ριγμένα κάπου.
στοίβα < στοιβάζω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < (ελληνιστική κοινή) στοιβάζω
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.
στοίβα: σωρός από όμοια ή ομοειδή πράγματα που είναι τοποθετημένα, συνήθ. πρόχειρα, το ένα επάνω στο άλλο ή ριγμένα κάπου.
στοίβα < στοιβάζω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < (ελληνιστική κοινή) στοιβάζω
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.