Στίβα ή στοίβα;

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

στοίβα: σωρός από όμοια ή ομοειδή πράγματα που είναι τοποθετημένα, συνήθ. πρόχειρα, το ένα επάνω στο άλλο ή ριγμένα κάπου.

στοίβα < στοιβάζω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < (ελληνιστική κοινή) στοιβάζω

Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.



Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)