Το 1923 την 16η Φεβρουαρίου δεν ακολούθησε η 17η. Η Ελλάδα έγινε η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που έκανε την μετάβαση από το Ιουλιανό στο Γρηγοριανό ημερολόγιο με ένα «άλμα» 13 ημερών που την έφερε από τις 16 Φλεβάρη στην 1η Μαρτίου. Πώς όμως πάρθηκε η απόφαση και γιατί μέχρι και σήμερα υπάρχουν αντιδράσεις.
Ιουλιανό και Γρηγοριανό
Στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας ανέθεσε στον αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη την αναμόρφωση του ρωμαϊκού ημερολογίου που είχε μεγάλες ατέλειες. Ο Σωσιγένης προσέθεσε 90 ημέρες στο έτος και η 1η Μαρτίου 44π.Χ έγινε 1η Ιανουαρίου. Το νέο ημερολόγιο ήταν σαφώς πιο ακριβές και ανταποκρινόταν καλύτερα στη διαδοχή των εποχών. Όριζε τη διάρκεια του έτους 365,25 ημέρες. Η μικρή διαφορά καλύπτονταν από μία επιπλέον ημέρα που προστίθετο κάθε τέσσερα χρόνια, μετά την «έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου», που ονομαζόταν «bis sextus». Έτσι, η ημέρα αυτή, επειδή τη μετρούσαν δυο φορές, ονομάζεται ακόμα και σήμερα «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει δίσεκτο.
Το Ιουλιανό ημερολόγιο είχε ένα σφάλμα 11 λεπτών και 14 δευτερολέπτων ανά έτος το οποίο φάνηκε μακροπρόθεσμα. Τον 16ο αιώνα είχαν χαθεί έντεκα ολόκληρες μέρες και υπήρχε πλέον ο κίνδυνος τα Χριστούγεννα να γίνονται φθινόπωρο και το Πάσχα τον χειμώνα.
Βλέποντας τα προβλήματα του Ιουλιανού ημερολογίου ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος αποφάσισε να αλλάξει το σύστημα. Το νέο ημερολόγιο βασίστηκε σε αστρονομικές έρευνες προηγουμένων ετών και μια πρόταση που είχε καταθέσει ο Αλοΐσιους Λίλιους, γιατρός και αστρονόμος από την Καλαβρία. Αρχιτέκτονας πάντως του Γρηγοριανού θεωρείται ο Γερμανός μαθηματικός Κρίστοφερ Κλάβιους.
Τελικά στις 4 Οκτωβρίου του 1582 ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος ανακοίνωσε την αλλαγή σύμφωνα με την οποία προστέθηκαν 10 ημέρες, ενώ για να αποφευχθούν ανάλογες ασυμφωνίες και στο μέλλον, αποφασίστηκε κάθε τέσσερις αιώνες να θεωρούνται δίσεκτα, αντί για 100 χρόνια μόνο τα 97. Στις 15 Οκτωβρίου 1582 οι καθολικές ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία, Καθολικές Κάτω Χώρες, Λουξεμβούργο και οι αποικίες τους) υιοθέτησαν το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Σταδιακά και παρά τις αντιδράσεις το νέο ημερολόγιο κυριάρχησε στον πλανήτη καθώς αναγνωρίστηκε ως πιο ακριβές. Το Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι σαφώς πιο ακριβές από το Ιουλιανό, καθώς βελτιώνει την προσέγγιση του παλιού ημερολογίου για τη διάρκεια του έτους. Έτσι, το μέσο έτος διαρκεί 365,2425 μέσες ηλιακές ημέρες, που προκαλεί σφάλμα περίπου μίας ημέρας κάθε 3.300 έτη, σε αντίθεση με το Ιουλιανό που έμενε πίσω μία ημέρα κάθε 128 έτη.
Η αλλαγή στην Ελλάδα
Η αλλαγή του ημερολογίου ήταν θέμα διαξιφισμού για πολλά χρόνια στην χώρα μας. Τον Ιανουάριο του 1923 η κυβέρνηση διόρισε επιτροπή, από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριο Αιγινήτη, Αμίλκα Αλιβιζάτο και Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Κοφινά και τον νομικό Παντελή Τσιτσεκλή, για να προτείνει τον ακριβή τρόπο εισαγωγής του Γρηγοριανού Ημερολογίου. Η επιτροπή αυτή («Επιτροπή Κοφινά») πρότεινε την εισαγωγή του Γρηγοριανού Ημερολογίου ως πολιτικού, ενώ η Εκκλησία μπορούσε να κρατήσει το Ιουλιανό και σε συνεννόηση με τις άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες, να το διορθώσει.
Τελικά το 1923 η Ελλάδα έγινε η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που υιοθετεί το Γρηγοριανό. Η αλλαγή έγινε με βασιλικό διάταγμα. Τρία χρόνια μετά ακολούθησε η Τουρκία και περίπου έναν αιώνα μετά το 2016 το έκανε και η Σαουδική Αραβία (αμφότερες ως πολιτικό ημερολόγιο).
Με την... εξαφάνιση 13 ημερών η Ελλάδα εναρμονίστηκε με το νέο ημερολόγιο παίρνοντας από την 16 Φεβρουαρίου του 1923 απευθείας στην πρώτη Μαρτίου. Οι μεγάλες αντιδράσεις υπήρξαν κυρίως για θρησκευτικούς λόγους.
Η στάση της Εκκλησίας
Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία για αιώνες δεν δεχόταν να χρησιμοποιήσει το Γρηγοριανό ημερολόγιο καθώς είχε δημιουργηθεί με απόφαση του Παπά. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β’ ο Τρανός, που κλήθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ να εισαγάγει το νέο ημερολόγιο, συγκάλεσε θρησκευτική σύνοδο και απάντησε αρνητικά, με το επιχείρημα ότι αποτελεί προσπάθεια προσηλυτισμού των ορθόδοξων χριστιανών.
Το 1895 όμως ο οικουμενικός πατριάρχης Άνθιμος Ζ’ το 1895 εξέφρασε την ευχή να υπάρξει ενιαίο ημερολόγιο για όλους τους χριστιανικούς λαούς. Επτά χρόνια αργότερα ο Ιωακείμ Γ’ έστειλε το 1902 εγκύκλιο σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να μελετήσουν το ζήτημα του ημερολογίου και ζητούσε τις απόψεις τους. Η Εκκλησία της Ελλάδος απάντησε ότι δεν απορρίπτει καταρχήν την προοπτική αλλαγής του ημερολογίου. Συστήθηκε μάλιστα επιτροπή μελέτης, η οποία το 1919 αποφάνθηκε ότι: "η μεταβολή, μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους, ηδύνατο να γίνη μετά συνεννόησιν πασών των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδία δε του Οικουμενικού Πατριαρχείου". Περιμένοντας να γίνει μια τέτοια συνεννόηση, η Εκκλησία της Ελλάδος συνέχισε να χρησιμοποιεί το Παλαιό Ιουλιανό ημερολόγιο και συμφώνησε να εισαγάγει η Πολιτεία το Γρηγοριανό ημερολόγιο μόνο για πολιτική χρήση.
Το πρώτο πρόβλημα προέκυψε όμως άμεσα. Την 25η Μαρτίου 1923 σύμφωνα με τον διαχωρισμό πολιτικού, θρησκευτικού ημερολογίου θα έπρεπε να διαχωριστεί η γιορτή του Ευαγγελισμού από την γιορτή της Επανάστασης. Η Εκκλησία της Ελλάδος για να αρθεί το αδιέξοδο, αποφάσισε να χρησιμοποιεί το Γρηγοριανό ημερολόγιο για τις θρησκευτικές γιορτές με εξαίρεση τη γιορτή του Πάσχα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συγκατατέθηκε στην αλλαγή με τηλεγράφημα του πατριάρχη Γρηγορίου Ζ’ της 23 Φεβρουαρίου 1924, το οποίο ανέφερε: "Συνοδική αποφάσει ενεκρίθη οριστικώς προσαρμογή εορτολογίου και πολιτικού ημερολογίου από 10ης προσεχούς Μαρτίου". Έτσι την 10η Μαρτίου 1924 εισήχθη το Γρηγοριανό ημερολόγιο στη χώρα μας και η μέρα αυτή υπολογίστηκε ως 23η Μαρτίου.
Νέο Διορθωμένο Ιουλιανό
Για να ακριβολογούμε η Εκκλησία της Ελλάδος το 1924 αποδέχθηκε όχι το Γρηγοριανό, αλλά το Νέο Διορθωμένο Ιουλιανό (είναι ουσιαστικά το Γρηγοριανό, με την προσθήκη 13 ημερών στο Ιουλιανό και καμία παρέμβαση στον λεγόμενο Πασχάλιο κύκλο), το οποίο έκτοτε ακολουθεί. Συγκεκριμένα ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Δ΄ (συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη Πανορθόδοξο Συνέδριο τον Μάιο του 1923, στο οποίο έλαβαν μέρος το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Ρωσίας, το Πατριαρχείο Σερβίας, το Πατριαρχείο Ρουμανίας και οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες της Ελλάδος και της Κύπρου). Το Πανορθόδοξο Συνέδριο αποφάσισε ότι η αλλαγή του ημερολογίου ήταν αποδεκτή καθώς δεν προσέκρουε σε κανένα κανονικό ή δογματικό κώλυμα. Επιπλέον καθόρισε ως ημέρα της αλλαγής του ημερολογίου την 1η Οκτωβρίου του 1923, η οποία θα ονομαζόταν 14η Οκτωβρίου του 1923.
Το Συνέδριο αποφάνθηκε ότι δεν θα υιοθετείτο το Γρηγοριανό ημερολόγιο και υπεδείχθη νέος ημερολογιακός κύκλος 900 ετών, ακριβέστερος του γρηγοριανού κύκλου των 400 ετών. Η νέα ημερολογιακή πρόταση που υιοθετήθηκε έγινε από τον Σέρβο αστρονόμο Μιλούτιν Μιλάνκοβιτς. Το νέο Ιουλιανό ημερολόγιο έχει ένα σφάλμα 2,03 δευτερόλεπτων ετησίως, που σημαίνει ότι αστρονομικά είναι το ακριβέστερο από όλα τα ημερολογιακά συστήματα.
Όσον αφορά τον εορτασμό του Πάσχα έπειτα από συμβιβαστική πρόταση της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφασίστηκε αφενός μεν να προστεθούν οι 13 ημέρες στο Ιουλιανό ημερολόγιο δημιουργώντας το Νέο Διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο, αφετέρου δε να μην γίνει καμία παρέμβαση στον Πασχάλιο κύκλο. Επίσης όρισε η κάθε Εκκλησία να αποφασίσει ελεύθερα εάν προτιμά να ακολουθήσει το Ιουλιανό ημερολόγιο ή το Νέο Διορθωμένο Ιουλιανό.
Τελικά το Νέο Διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο υιοθετήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος τη 10η Μαρτίου του 1924, που θεωρήθηκε 23η Μαρτίου του 1924. Το Ρωσικό αποφάσισε να μην προχωρήσει σε καμία αλλαγή. Το Πατριαρχείο της Σερβίας αρχικά απεδέχθη το Νέο Ιουλιανό ημερολόγιο, αλλά στη συνέχεια υπαναχώρησε.
Τα χρόνια μετά την αλλαγή του ημερολογίου στη χώρα μας σημειώθηκαν επεισόδια σε διάφορες περιπτώσεις. Χαρακτηριστικότερα είναι τα περιστατικά του 1927 με επιθέσεις ακόμα και σε ιερείς.
Σήμερα το Νέο Διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο ακολουθούν τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Επίσης οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες Ελλάδος, Κύπρου, Αλβανίας και Πολωνίας, όπως και οι Αυτόνομες Εκκλησίες Τσεχίας και Σλοβακίας. Τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Ρωσίας και Σερβίας δεν έχουν αποδεχθεί την ημερολογιακή μεταρρύθμιση και για λόγους παράδοσης διατηρούν μέχρι σήμερα το Ιουλιανό ημερολόγιο. Ακριβώς και για λόγους παράδοσης στην Ελλάδα τα μοναστήρια στο Άγιον Όρος όπως και τα μετόχια του Αγίου Όρους στην υπόλοιπη Ελλάδα διατηρούν το Ιουλιανό (παλαιό) ημερολόγιο, το οποίο διατηρούν και οι «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί» γνωστοί ως παλαιοημερολογίτες.
Οι παλαιοημερολογίτες
Ακόμα και σήμερα όμως υπάρχει ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού που δεν αποδέχεται το νέο «παπικό» ημερολόγιο και τουλάχιστον θρησκευτικά ακολουθεί το λεγόμενο παλαιό. Το κίνημα των παλαιοημερολογητών ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1935 από τρεις ιεράρχες.
Ο Δημητριάδος Γερμανός, ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος και ο Ζακύνθου Χρυσόστομος αποσχίστηκαν από την κανονική Εκκλησία και ίδρυσαν την εκκλησία των Παλιοημερολογητών. Υποστήριξαν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος και τα Πατριαρχεία Κων/πολεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας παρέβησαν τα δόγματα και τους κανόνες.
Και οι τρεις καθαιρέθηκαν από την Εκκλησία της Ελλάδας με τον Ζακύνθου Χρυσόστομο να δηλώνει τελικά μετάνοια και να επανέρχεται. Αργότερα τόσο ο Γερμανός όσο και ο Χρυσόστομος έκαναν προσπάθειες επιστροφής στην Εκκλησία της Ελλάδας και τελικά αποκατασταθήκαν.
Από το 1937 εμφανίστηκαν τα πρώτα ρήγματα στο κίνημα των παλαιοημερολογιτών και ακολούθησαν πολλές αποσχίσεις. Στις ημέρες μας το κίνημα των παλαιοημερολογιτών είναι κατακερματισμένο. Ιεράρχες έχουν φτιάξει τις δικές τους ομάδες που σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούνται από ένα μικρό ποίμνιο εκατοντάδων ατόμων. Οι Ματθαιικοί και οι Φλωριναίοι είναι οι πιο γνωστές από αυτές. Το κίνημα των Γ.Ο.Χ. (Γνήσιοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι), όπως αυτοαποκαλούνται, απειλείται με εξαφάνιση λόγω έλλειψης ιεραρχών και χειροτόνησης νέων.
Το πρόβλημα της χρονολόγησης
Η σταδιακή αλλαγή του ημερολογίου έχει δημιουργήσει μεγάλο θέμα με τη χρονολόγηση. Η πάγια τακτική είναι οι ημερομηνίες γεγονότων πριν τις 15 Οκτωβρίου του 1582 να δίνονται σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο και να μην μετατρέπονται στο Γρηγοριανό. Οι δυσκολίες εμφανίζονται για γεγονότα που συνέβησαν σε χώρες που υιοθέτησαν το νέο ημερολόγιο μετά το 1582. Το πιο σωστό θα είναι να αναφέρουμε την ημερομηνία και το ημερολόγιο που χρησιμοποιούταν. Σε αντίθετη περίπτωση προκύπτουν παράλογα αποτελέσματα.
Το 1988 εκδόθηκε για πρώτη φορά το πρόγραμμα ISO 8601 το οποίο χρονολογεί όλα τα καταγεγραμμένα ιστορικά γεγονότα. Σε αντίθεση όμως με το Γρηγοριανό που μετά το 1π.Χ ακολουθεί το 1μ.Χ. το ΙSO8601 υπολογίζει και έτος μηδέν.