Κοίτη < αρχαία ελληνική κοίτη < κοι-, μεταπτωτική βαθμίδα του κεῖμαι (κατά ετεροίωση, δηλαδή με μετατροπή του -ε σε -ο).
Κοίτη σημαίνει το κοίλο τμήμα του εδάφους μέσα στο οποίο κυλάει το ποτάμι, ο χείμαρρος και το αυλάκι. Π.χ. Η κοίτη του Πηνειού.
Η κοιτίδα παράγεται από την κοίτη (κοιτίδα < κοιτίς < κοίτη), αλλά έχει διαφορετική σημασία.
Κοιτίδα σημαίνει το μέρος στο οποίο κάτι αναπτύχθηκε, το μέρος από το οποίο κάτι προέρχεται. Π.χ. Η Ελλάδα είναι η κοιτίδα της Δημοκρατίας.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης, Φιλόλογος - M.Ed Ειδικός Παιδαγωγός, Συγγραφέας.