Το 2019 είχα βρεθεί στα παρασκήνια των Mad Video Music Awards στο κλειστό του Tae Kwon Do στο Φάληρο και εκεί, στα σωθικά ενός κτιρίου που έμοιαζε με σιδερένιο κήτος, καταλάβαινα απόλυτα γιατί μια άνευρη καλλιτεχνικά διοργάνωση, κομμένη και ραμμένη για τις ανάγκες του τηλεοπτικού prime time, είχε βρει στο συγκεκριμένο ακίνητο την ιδανική της τοποθεσία· βαριά, σκουριασμένη, με μια θαμπή αλλοτινή λάμψη. Τα σταματημένα ρολόγια σε κάθε διάδρομο λειτουργούσαν ως μια ειρωνική υπενθύμιση ότι, με όρους μουσικών αναφορών, ο χρόνος στο κλειστό στάδιο είχε σταματήσει κάπου 10 με 15 χρόνια. Μέχρι που κατέλαβαν τη σκηνή οι τράπερς και προκάλεσαν έναν παροξυσμό από νεανικές τσιρίδες, τραγουδώντας για όπλα, ναρκωτικά, ακριβά αυτοκίνητα και γυναίκες που πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμες.
Αν και το 2019 η ραπ, και ειδικότερα η τραπ, ήταν ήδη κυρίαρχα μουσικά είδη στην Ελλάδα ανάμεσα στους εφήβους και τους νέους, δύο εκκωφαντικές επιτυχίες εκείνης της χρονιάς έφεραν τη συγκεκριμένη μουσική στα αυτιά όλων, ακόμα και αν δεν το καταλάβαιναν. Ήταν το Mama και το Caliente, το οποίο μάλιστα έχει ξεπεράσει τον θηριώδη αριθμό των 10 εκατ. ελληνικών streams (διαμαντένιο single). Έκτοτε, με μεγαλύτερη ένταση από ποτέ, ένα τραπ κομμάτι φτάνει καθημερινά μέσα από μια οθόνη κινητού ή ενός λάπτοπ σχεδόν παντού: στο σαλόνι ενός σπιτιού, στις σχολικές αίθουσες, στις πλατείες, σε γυμναστήρια, εμπορικά κέντρα, στα ενισχυμένα ηχοσυστήματα αυτοκινήτων και στα κλαμπ.
ΠΡΟΒΛΗΜΑ Ή ΗΘΙΚΟΣ ΠΑΝΙΚΟΣ;
Η δημοφιλία της τραπ σε συνάρτηση με το πώς κατασκευάζεται σε αρκετά τραγούδια η γυναικεία ταυτότητα αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο θέμα συζήτησης. Άλλοτε αναδεικνύεται ως πρόταγμα των ολοένα και πιο ορατών φεμινισμών και άλλοτε προσεγγίζεται μυωπικά με τη μορφή ενός ηθικού πανικού, ανάλογου με εκείνου για την πανκ και τη μέταλ στα ’80s και για τη ρέιβ στα ’90s. «Θα έκανε ποτέ κανείς μια αντίστοιχη ερώτηση σε έναν σκηνοθέτη που έχει σε μια ταινία του σκηνή ή σκηνές κακοποίησης;» αναρωτιέται ο τράπερ Dj Stephan, δημιουργός πολλών μεγάλων επιτυχιών. «Εξαιτίας της ανόδου του χιπ χοπ, μας παρουσιάζουν σαν τα “κακά παιδιά” της μουσικής βιομηχανίας λόγω κάποιων στίχων». Το συνηθέστερο ωστόσο σενάριο είναι ότι αυτό το θέμα συζήτησης σπάνια προκύπτει ως σχολιασμός αφ’ υψηλού. Θα είναι απλώς ένα βράδυ Τρίτης, τη στιγμή που θα διασταυρωθούν τα βλέμματα γονιού και παιδιού, όταν θα ακουστεί από μια οθόνη ο στίχος «Πήρα στην π…να μου Τσιντσίλα».
Σε αυτή την αμήχανη σιωπή, η οποία θρέφει τις ζόρικες δυναμικές των οικογενειακών σχέσεων σχετικά με πεποιθήσεις, προτιμήσεις και προσλαμβάνουσες, επανέρχεται με όλο και μεγαλύτερη ένταση και σοβαρότητα το ερώτημα: πόσο συναφές με την Ελλάδα του 2022 μπορεί να είναι ένα μουσικό ρεύμα που πολλά και εξαιρετικά δημοφιλή κομμάτια του εδραιώνουν μια πατριαρχική αισθητική με κακοποιητικό/σεξιστικό στίχο και συστηματική υποτίμηση της γυναικείας υπόστασης; «Σίγουρα στην εποχή μας είναι λιγότερο αποδεκτό αυτό (για την ακρίβεια, λιγότερο politically correct, όχι ουσιαστικά λιγότερο αποδεκτό), ωστόσο η νεολαία, μέχρι τα 18 το πολύ 20, “ψαρώνει” με αυτό το περιεχόμενο, γιατί έχει καθιερωθεί σαν μέτρο ανδρισμού σε μια κοινωνία που υποθάλπει αυτή την πεποίθηση. Όσο μεγαλώνουν, οι περισσότεροι, ελπίζω, ψάχνουν για κάτι πιο ανθρώπινο και ουσιώδες», σημειώνει ο Σπάρτακος Τσακοπιάκος, ιδιοκτήτης της Stay Independent, της εταιρείας που υπήρξε πρωτοπόρος στην εδραίωση των ραπ καλλιτεχνών στο Spotify, εκεί δηλαδή όπου ακούγεται και γίνεται γνωστή η μουσική τους, προκειμένου να έχουν αυξημένα έσοδα από τις ψηφιακές πωλήσεις.
Η Ghetto Queen είναι η πρώτη Ελληνίδα τράπερ και κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες το πρώτο της album. Εκτιμά ότι ένα μεγάλο μέρος του κοινού συνεχίζει να γοητεύεται από αυτό το lifestyle. «Κάποιοι ίσως και να το δοκιμάζουν. Βέβαια, καθώς μεγαλώνουν και ενηλικιώνονται, αρκετοί αντιλαμβάνονται ότι αυτό δεν είναι μια ρεαλιστική διέξοδος». Αν μάλιστα διευρύνουμε τον ορίζοντα του βλέμματός μας προς το εξωτερικό, τότε τα μηνύματα που θα λάβουμε είναι διαφορετικά, από το «φαινόμενο WAP» (Wet Ass Pussy) των Cardi B και Nicki Minaj, έναν ύμνο του sex positivity, μέχρι τη Lizzo που αποδομεί τα πρότυπα ομορφιάς και τη Little Simz που κυκλοφόρησε τον δίσκο της χρονιάς για το 2021.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΕΧΝΗ;
Παρακλάδι της ραπ, η τραπ γεννήθηκε στα τέλη του 1990 στα γκέτο της Ατλάντα και πήρε το όνομά της από τα trap houses, δηλαδή τα σημεία παρασκευής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών. «Οι ασφυκτικές κοινωνικές συνθήκες δημιούργησαν το έδαφος για να γραφτούν παραβατικοί ύμνοι», σημειώνει ο Saske, ένας από τους πιο δημοφιλείς χιπ χοπ καλλιτέχνες στη χώρα μας. Αν και αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο μισογυνισμός είναι κομμάτι της ραπ μουσικής, ο προβληματισμός για την αναπαραγωγή του σε αντίστοιχα ελληνικά κομμάτια κρύβει μερικές παρανοήσεις τόσο παλιές όσο και η ιστορία της συγκεκριμένης μουσικής.
Αφενός αυτό οφείλεται στη δεδομένα ελλιπή εξοικείωση με τη ραπ κουλτούρα, αφετέρου στην άποψη ότι η τέχνη είναι η ρηχή και μονοδιάστατη αντανάκλαση της κοινωνίας και οφείλει να έχει ένα μήνυμα, να διδάσκει κάτι. «Υπάρχει η αντίληψη ότι ο δημιουργός κατασκευάζει με πρόθεση ένα συγκεκριμένο μήνυμα για τον αποδέκτη – όχι», λέει ο Saske. «Δημιουργός και ακροατής είναι συμπτώματα των ιστορικών συνθηκών, όχι οι αιτίες». Από τη μεριά της, η EXPE, μία από τις πιο γρήγορα ανερχόμενες γυναίκες ράπερ (το επερχόμενο πρώτο της άλμπουμ συνοδεύεται από υψηλές προσδοκίες), διαφωνεί με το περιεχόμενο των τραπ στίχων, αλλά διευρύνει τον παραπάνω συλλογισμό τονίζοντας ότι «η τέχνη δεν μπορεί να οριστεί από την ηθική μιας κοινωνίας σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή».
Περιγράφοντας το ευρύτερο πλαίσιο παραγωγής και πρόσληψης μέρους της ελληνικής τραπ, ο κ. Τσακοπιάκος παρατηρεί ότι «αυτό το περιεχόμενο δεν είναι νέο. Νέος είναι ο ωμός τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται, ειδικά στη μουσική.
Ο πυρήνας του προβλήματος είναι ο ίδιος διαχρονικά και ευθύνη γι’ αυτό έχουν οι κοινωνικές ανισότητες, η συντήρηση προτύπων που υποβαθμίζουν τις γυναίκες και η εκπαίδευση». Και προσθέτει: «Χωρίς να θέλω να προστατεύσω κανέναν, αν το πρόβλημα δεν ήταν τόσο βαθύ, αυτοί οι καλλιτέχνες δεν θα έβρισκαν ανταπόκριση και κοινό, αλλά θα περιθωριοποιούνταν».
Πράγματι, ο κυνισμός και η επιδίωξη του εύκολου πλουτισμού δεν ήρθαν στο τραπέζι αποκλειστικά μέσω της τραπ. Εκτός από τη μουσική, και άλλες βιομηχανίες με επιρροή στη νεολαία, από το gaming μέχρι την οικονομία των ινφλουένσερ, «έχουν καθιερώσει το vice ως τάση σε όλο τον πλανήτη. Τι είναι το vice; Λεφτά, ναρκωτικά, γυναίκες», εξηγεί ο Μάικ Σταθάκης, ο Ελληνοαμερικανός CEO της Mad House Records, τα τραγούδια της οποίας έχουν πάνω από 138 εκατ. προβολές στο YouTube. Στην παραπάνω διαλεκτική, η τεχνολογική εξέλιξη ήρθε για να μεταβάλει το κυρίαρχο παράδειγμα κατανάλωσης της μουσικής.
Η τραπ γιγαντώθηκε στα κοινωνικά δίκτυα και στις streaming υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, αναίρεσε την προϋπόθεση του φυσικού προϊόντος (βινύλιο, CD) ως αναγκαίας προϋπόθεσης για τη διάδοση της μουσικής και απέρριψε το καλλιτεχνικό όραμα στο όνομα αποσπασματικών αφηγήσεων ταιριαστών στον πολτό του newsfeed. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι μεγάλο μέρος της ελληνικής σκηνής κινείται στη λογική της μαζικής παραγωγής σουξέ των 15 ημέρων, ενώ σχετικά πρόσφατα οι καλλιτέχνες ξεκίνησαν να επενδύουν πάνω στη δημιουργία ολοκληρωμένων άλμπουμ. Η τραπ ως ένα πεδίο επιχειρηματικό δραστηριότητας συντονίστηκε απόλυτα με τον τρόπο που βρίσκουμε και καταναλώνουμε προϊόντα και υπηρεσίες. Όταν αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα συνάντησε το ταλέντο παραγωγών και μουσικών, τότε το είδος κυριάρχησε πρώτα στις ΗΠΑ και έπειτα σε όλο τον πλανήτη.
ΚΛΙΣΕ ΜΕ ΛΙΓΗ ΣΑΛΤΣΑ
Κανένα από τα μέλη της κοινότητας με τα οποία επικοινωνήσαμε δεν αρνείται την ύπαρξη σεξιστικών στίχων. Πολλές φορές μπορεί να νιώσουν άβολα με ένα κομμάτι, αλλά υπογραμμίζουν ότι αυτό δεν μπορεί να χαρακτηρίσει ολόκληρο το είδος. «Η Stay Independent μάλιστα έχει απορρίψει συνεργασίες εξαιτίας αυτού του περιεχομένου», επισημαίνει ο κ. Τσακοπιάκος. Για όσους παρακολουθούν συστηματικά τη σκηνή, η καταφυγή στην ευκολία και στην ασφάλεια τέτοιων θεματικών που εγγυώνται views δεν είναι παρά σημάδι έλλειψης δημιουργικότητας και αδυναμίας πρόσληψης των πιο σύγχρονων επιρροών που έρχονται από το εξωτερικό. Πλάι στην προβληματική επιλογή ενός καλλιτέχνη να επιτελέσει την αρρενωπότητα με όρους που αισθητικοποιούν την κακοποίηση, έρχεται και το στοιχείο της υπερβολής για να φωτίσει μια άλλη σταθερά της σύγχρονης κοινωνίας του θεάματος: την εύκολη διολίσθηση σε όλο πιο ωμό και βίαιο περιεχόμενο ως ικανοποίηση των προσδοκιών του κοινού. Κάθε καλλιτέχνης χτίζει μια ταυτότητα και ορισμένοι γίνονται προκλητικοί με τρόπο εντελώς γκροτέσκο, μιμούμενοι σχήματα που δεν έχουν αφομοιώσει, εγκλωβισμένοι σε κακοφορμισμένα κλισέ τα οποία δεν μπορούν ούτε καν να προσποιηθούν ότι υποστηρίζουν. Είναι κοινό μυστικό ότι, παρά την επιτυχία, «οι τράπερς αφηγούνται ιστορίες με λίγη σάλτσα», λέει με γλαφυρότητα ο Μάικ. «Πολύς κόσμος νομίζει ότι, επειδή η εταιρεία μου κυκλοφορεί τραπ μουσική, κάνω κι εγώ την αντίστοιχη ζωή. Καμία σχέση. Είμαι 40 ετών, παντρεμένος, με τρία παιδιά».
ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΤΡΑΠ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ;
Μπορεί στο πρώτο άκουσμα να ακούγεται παράδοξο, αλλά η συζήτηση για τον σεξισμό στην τραπ μάλλον βρίσκεται στα τελευταία της στάδια. «Υπάρχει ήδη κορεσμός γι’ αυτά τα κομμάτια», σημειώνει η EXPE. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα, αν ακούσει κάτι προσβλητικό για το γυναικείο φύλο, θα ενοχληθεί, αλλά δεν θα οργιστεί, όπως διευκρινίζει. Από την πλευρά της, η Ghetto Queen σπάνια νιώθει άβολα με ένα κομμάτι. «Δεν το παίρνω στα σοβαρά», λέει. Αυτή τη στάση φαίνεται ότι ακολουθούν γενικά οι γυναίκες ακροάτριες: είτε θα αδιαφορήσουν για τους στίχους είτε θα απορρίψουν συνολικά το είδος και θα επιλέξουν άλλες εκδοχές της ραπ και καλλιτέχνες που μπορούν να ταυτιστούν. «Ο κόσμος προχωράει και, όπως όλα, έτσι και τα μουσικά είδη εμπλουτίζονται και αλλάζουν, οπότε ο πειραματισμός στη θεματολογία δεν είναι άβατο», σημειώνει ο Saske, ο οποίος πάντα είναι ανοιχτός σε δοκιμές. Μόλις πρόσφατα έπαιξε live από τις φυλακές Νιγρίτας στο πλαίσιο του Stages A/Live της Στέγης.
Το τέλος αυτής της συζήτησης δεν έρχεται επειδή έπαυσαν να υπάρχουν οι συνθήκες που τη γεννούν, αλλά για λόγους καλλιτεχνικούς και εμπορικούς, καθώς η τραπ σχεδόν σε όλο τον πλανήτη έχει πραγματοποιήσει το αμετάκλητο πέρασμά της στην επικράτεια του mainstream. Στην Αμερική, πέρα από την άνοδο του γυναικείου ραπ, κυριαρχούν πλέον και κουίρ καλλιτέχνες, όπως ο Bad Bunny και ο Lil Nas X. Για την Ελλάδα δεν γνωρίζουμε πόσο ανεκτικό θα είναι το κοινό σε μια συμπεριληπτική στροφή που αργά ή γρήγορα θα έρθει, αλλά και πόσο εύκολα γυναίκες και κουίρ καλλιτέχνες θα βρουν καλές παραγωγές και θα μπορέσουν να αναπτύξουν έναν αυτόφωτο τρόπο έκφρασης που δεν θα θυμίζει το ανδρικό performance. Αυτό όμως που γνωρίζουμε είναι ότι η τραπ ήδη αποκτά χώρο και χρόνο στις μεγάλες πίστες. Οι δισκογραφικές, σε μια προσπάθεια να σώσουν τη «βαριά βιομηχανία» του λαϊκού, προωθούν συστηματικά τις συνεργασίες ανάμεσα σε καλλιτέχνες των δύο ειδών. «Το άνοιγμα στον “μέσο ακροατή” θα φέρει έναν πιο μαζεμένο στίχο και ήχο και καλύτερες αμοιβές για τους καλλιτέχνες», δηλώνει ο Dj Stephan. Τράπερς που τους πετάνε γαρίφαλα. Πέντε λέξεις που σηματοδοτούν όχι μόνο μια διαδικασία καλλιτεχνικής απονεύρωσης, αλλά φωτίζουν και μια οδό διαφυγής προς τον φυσικοποιημένο σεξισμό – δεν τον βλέπουμε, άρα δεν υπάρχει.
Γιώργος Πολυμενέας, https://www.kathimerini.gr