Η Ελλάδα, από την αρχή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, τήρησε στάση αρχής, με το βλέμμα στραμμένο και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου και πιο συγκεκριμένα στις κοινές σε αρκετά σημεία αντιλήψεις και μεθόδους Ρωσίας και Τουρκίας. Η Αθήνα επέλεξε εκτός της ανθρωπιστικής βοήθειας να στείλει και στρατιωτική στην Ουκρανία, αν και αργότερα αρνήθηκε την προμήθεια αντιπυραυλικών συστημάτων στο Κίεβο. Παρά το γεγονός ότι άλλες χώρες έχουν συνδράμει περισσότερο και ουσιαστικότερα την Ουκρανία, βλέπουμε ότι η Μόσχα και δη το υπουργείο Εξωτερικών της και η εκπρόσωπός του, έχουν βάλει στο στόχαστρο την Ελλάδα.
Είναι λογικό, σε μια στιγμή που η Ρωσία αναζητεί σωσίβια υποστήριξης στη Δύση να απευθύνεται στην ελληνική κοινωνία, επικαλούμενη τους ιστορικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς μας δεσμούς για να προκαλέσει ρήγματα, προσδοκώντας ότι η ελληνική κυβέρνηση θα προσμετρήσει τις αντιδράσεις και θα μετριάσει την ταύτισή της με τις ΗΠΑ. Μάλιστα, το Κρεμλίνο επενδύει στις δυνάμεις που βρίσκουν κοινά με τη Ρωσία και αντιστρατεύονται την υφιστάμενη πολιτική, για να προωθήσει τα προπαγανδιστικά της μηνύματα. Και πράγματι, βάσει των μέχρι τώρα δημοσκοπήσεων, φαίνεται ότι σημαντικό μέρος των Ελλήνων προσεγγίζει διαφορετικά τη θέση μας έναντι της Μόσχας, ποσοστό που πιθανόν να αυξηθεί μετά την προσβλητική αστοχία με την ομιλία του ελληνικής καταγωγής μαχητή του Τάγματος του Αζόφ (πολλά μέλη του οποίου έχουν νεοναζιστικά χαρακτηριστικά).
Ούτως ή άλλως, είναι συνεχείς οι αναφορές της ρωσικής πλευράς στους δεσμούς ανάμεσα στους δυο λαούς, για να ευαισθητοποιήσουν/συγκινήσουν μερίδα της κοινής γνώμης και να δείξουν την απόσταση ανάμεσα σε αυτή και την κυβέρνηση. Αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να αξιοποιηθεί αργότερα, ακόμη και με ενεργότερη εμπλοκή στοιχείων ελεγχόμενων από τη Ρωσία στα εσωτερικά πολιτικά δρώμενα ή και τις επικείμενες κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις. Υπό αυτή την έννοια, η απέλαση των 12 Ρώσων διπλωματών, εκτός από το ότι δείχνει πως η Αθήνα δεν κάμπτεται από τις μετρήσεις και έχει επιλέξει την ευθυγράμμισή της με τον δυτικό κόσμο, αποτελεί και προειδοποιητική βολή για να πάψει η Μόσχα να αναμειγνύεται στα εσωτερικά μας. Είναι εύλογο το ερώτημα, αν από εδώ και πέρα θα δοκιμαστούν τα ερείσματα/πατήματα της τελευταίας στη χώρα μας –που έχουν αναπτυχθεί ειδικότερα στη Βόρεια Ελλάδα μέσω και εκκλησιαστικών κύκλων– και κατά πόσο θα κρίνει ότι ευνοείται περισσότερο από την παρούσα ρήξη για να ενισχύσει τις θέσεις της στο εγχώριο σκηνικό ή σε αναζήτηση φιλικών προς αυτή χωρών επιχειρήσει να «διορθώσει» τα πράγματα με την Αθήνα.
Η στάση της τελευταίας, άλλωστε, εξηγείται από την οπτική του αγώνα της δημοκρατίας απέναντι στον αυταρχισμό, της φιλελεύθερης τάξης απέναντι στους αναθεωρητές και της προστασίας συνόρων, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας απέναντι σε επιθετικές δυνάμεις εισβολής. Είναι επίσης σαφές ότι η Ελλάδα βλέπει αναλογίες στην επίκληση από πλευράς Ρωσίας της προστασίας μειονοτήτων, με την αντίστοιχη ρητορική της Αγκυρας, η οποία επιμένει να βαφτίζει ως τουρκική την ελληνική μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Και μπορεί μεν το περιβάλλον αυτή τη στιγμή να μην επιτρέπει καμιά επιθετική ενέργεια από πλευράς Τουρκίας, ωστόσο, μεσομακροπρόθεσμα πρέπει να εξασφαλίσουμε ή τελοσπάντων να επιδιώξουμε την εξαργύρωση της αλληλεγγύης που απλόχερα προσφέρουμε στην Ουκρανία. Διαπιστώνουμε πάντως, κυρίως με την αναθέρμανση των σχέσεων ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Τουρκία, ότι η συνέπεια και η στάση επί τη βάσει αρχών δεν επιβραβεύεται πάντα, ούτε η ανεύθυνη και αντιπαραγωγική συμπεριφορά τιμωρείται με τον δέοντα τρόπο. Ομως, επειδή ως χώρα έχουμε άλλα χαρακτηριστικά από αυτά της Τουρκίας, είναι κατανοητό γιατί προκρίνουμε μια στάση ευθύνης και αξιοπιστίας, αν όχι προβλεψιμότητας, αλλά επουδενί δεν πρέπει να καταλήξουμε να θεωρούμαστε δεδομένοι από τους εταίρους μας. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση, η αξία που μας αποδίδεται θα είναι συρρικνωμένη, λόγω της εκτίμησης ότι εμείς θα συνταχθούμε μαζί τους σε κάθε περίπτωση.
Και δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με την πρόθεση της ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών να ζητήσει από τη Χάγη τη διερεύνηση εγκλημάτων πολέμου στη μαρτυρική Μαριούπολη, πολύ περισσότερο δεδομένης της ιστορικής ύπαρξης ελληνικού στοιχείου στην περιοχή. Από την άλλη, όμως, ο αριθμός απελάσεων είναι προβληματικός. Και κόβει τις γέφυρες με τη Ρωσία, βάζοντας τις διμερείς σχέσεις σε πορεία χωρίς επιστροφή. Ο δε ψυχισμός των Ρώσων, όπως και το μέγεθός τους, δεν τους επιτρέπει να μην απαντήσουν ανάλογα, αλλά και να μας επιφυλάσσουν αρνητικές εκπλήξεις για το μέλλον. Στο σκέλος των απελάσεων, ένας εκ των γενικών προξένων μας σε Αγία Πετρούπολη και Νοβοροσίσκ ενδέχεται να απελαθεί, με τη δεύτερη περίπτωση να δημιουργεί πρακτικά ζητήματα στους Ελληνες ομογενείς που έχουν καταφύγει στην περιοχή αναζητώντας προστασία.
Μετά το πέρας των πολεμικών επιχειρήσεων της Μόσχας οφείλουμε να επαναφέρουμε σταδιακά τις σχέσεις μας σε ένα λειτουργικό επίπεδο.
Η δε επιλογή του χρόνου, αν και ακολούθησε ενέργειες άλλων ευρωπαϊκών κρατών, είναι πονηρή και επιτρέπει την κριτική ότι υπαγορεύτηκε από την κυρία Νούλαντ, ενδεχομένως γιατί η Ελλάδα δεν συμφώνησε σε άλλες προτάσεις της. Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε, μετά το πέρας των πολεμικών επιχειρήσεων της Μόσχας, να επαναφέρουμε σταδιακά τις σχέσεις μας σε ένα λειτουργικό επίπεδο και να εξαντλήσουμε τα περιθώρια αποτροπής ενεργειών που θα πλήξουν τα συμφέροντά μας σε κρίσιμης σημασίας ζητήματα, όπως το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά. Στον τουρισμό το ρωσικό αποτύπωμα είναι μικρό και η όποια ζημία διαχειρίσιμη. Εν τέλει, τουλάχιστον μετά το 2018, βρισκόμαστε σε αντίθετες κατευθύνσεις με τη Ρωσία, καθώς διαφωνούμε σε περισσότερα ζητήματα απ’ ό,τι συμφωνούμε, εντούτοις μια οριστική ρήξη θα είναι αμοιβαία ζημιογόνος και δεν θα μας φέρει πιο κοντά στις ΗΠΑ.
Κωνσταντίνος Φίλης, https://www.kathimerini.gr