Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε την 1η Ιουνίου του 1940. Εάν ζούσε τώρα, θα ήταν 82 ετών. Δεν ζει. Πέθανε μέσα σε ένα ασθενοφόρο τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου του 1993, στα 53 της χρόνια.
Το ασθενοφόρο την μετέφερε στο Ιπποκράτειο από το παλιό διαμέρισμα της μητέρας της όπου την βρήκαν σε κωματώδη κατάσταση, εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ενώ αντιμετώπιζε πρόβλημα και με τα ναρκωτικά. Το πτώμα της έμεινε στα αζήτητα στα παγωμένα υπόγεια του νοσοκομείου για δυο ημέρες. Κανείς δεν την είχε ψάξει. Την αναγνώρισε ένας φίλος της.
Η «τσαχπίνα» της Finos Film
Την γνωρίσαμε μέσα από τις ελληνικές ταινίες όπου συνήθως έπαιζε το ρόλο της τσαχπίνας αδερφής, της συμμαθήτριας που ήταν πειραχτήρι, ή της υπηρέτριας που δεν κρατούσε το στόμα της κλειστό.
Ξεκίνησε σε ηλικία μόλις 5 ετών να παίζει σε διάφορες παιδικές παραστάσεις, όπου την χαρακτήριζαν παιδί-θαύμα. Παρόλα αυτά, δεν πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια, ελέω Κατοχής και Εμφυλίου Πολέμου.
Στην εφηβεία της, η Κατερίνα έμενε με τον πατέρα της, ο οποίος ήταν πολύ αυστηρός απέναντι της, κατόπιν έμεινε με τη μητέρα της. Ο πατέρας της, πάντως, αν και αυστηρός, την υποστήριξε πραγματικά, στην επιθυμία της να ακολουθήσει την υποκριτική.
Στην ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» είναι η Λαζάρου, η συμμαθήτρια της Αλίκης Βουγιουκλάκη που απαντάει στον αυστηρό καθηγητή Δημήτρη Παπαμιχαήλ: «Δεν είδα γιατί πρόσεχα την Πολυχρονοπούλου που πρόσεχε την Ξανθοπούλου που μίλαγε με τη Γιαδικιάρογλου»
Στην ταινία «Μια τρελή τρελή οικογένεια» είναι η μικρή αδερφή της Τζένης Καρέζη που χόρευε ασταμάτητα μέσα στο σπίτι μαζί με τον Τζανετάκο, ενώ στην ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» είναι η υπηρέτρια της Μάρως κοντού που δεν κρατάει το στόμα της κλειστό.
Πολιτικοποιημένη
Όσο αλαφρόμυαλη έδειχνε στους ρόλους της, τόσο σοβαρή και μετρημένη ήταν στη ζωή της. Βαθιά πολιτικοποιημένο άτομο, πάλευε καθημερινά με τους δαίμονες τους. Ήταν μια αντισυμβατική προσωπικότητα με συνεχείς αναζητήσεις, με συνεχή σύγκρουση με το κατεστημένο και με ένα μυαλό που δεν την άφηνε να ηρεμήσει και όλο σκεφτόταν.
Μετά τη μεταπολίτευση παράτησε την ηθοποιία και άρχισε να γράφει στίχους. Κατακεραύνωνε την κοινωνική ανισότητα, είχε μιλήσει ανοιχτά για την αστυνομική βία, για τους πολιτικούς κρατούμενους, για τις φυλακές, για τη θέση της γυναίκας.
Με τα ποιήματα της καταδίκαζε τον πόνο, την αδικία και την κοινωνική αθλιότητα. «Γράφω για ν’ απαλλαγώ απ’ αυτή την κοτρόνα που με πλακώνει. Αν δεν έγραφα, θα βούιζαν τα αυτιά μου», είχε πει το 1987 σε συνέντευξη της στο περιοδικό «Ταχυδρόμος»
Δεν την ενδιέφερε να είναι αρεστή στους άλλους. Ήταν ευαίσθητη αλλά δεν έκανε πίσω όταν χρειαζόταν. Σωστό «μαγκάκι». Ήταν ένας άνθρωπος που έκλαιγε βουβά από μέσα της με τα όσα συμβαίνουν.
«Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω «ποιητής» Μην κλειστώ στο δωμάτιο ν’ αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω. Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε για να με χρησιμοποιήσει. Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα για να κοιμίζω τους δικούς μου. Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν» έγραφε και πνιγόταν μέσα της.
Ο Νικόλας Άσιμος
Η Γώγου ήταν μια από τους 3 «αγίους» όπως λένε, των Εξαρχείων. Εκείνη ο Άσιμος και ο Σιδηρόπουλος. Με τον Άσιμο έκαναν και παρέα και όταν στο σπίτι η Κατερίνα έγραφε τα ποιήματα της ασταμάτητα στη γραφομηχανή, εκείνος την πείραζε: «Ντουκου ντούκου η γραφομηχανή, φαίνεται εμπνέει το ντούκου ντούκου».
Η ίδια είχε πιάσει το νόημα. Προειδοποιούσε: «Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος, το νου σου, ε;». Και συνέχιζε:«Μιλάω για την ηρωίνη γιατί αποδεκάτισε τα παιδιά».
Σύχναζαν στα Εξάρχεια μαζί με τον Άσιμο. Στο βιβλίο «Κατερίνα Γώγου: Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του», περιγράφει τον Άσιμο.
«Νομάδας ήταν και νομάδας έμεινε στη μεγαλούπολη που τόσο την σχολίασε και τόσο την έγραψε και την «έγραψε», με την κυριολεκτική και τη μεταφορική έννοια, ο Άσιμος. Τελικά, κι αυτός υπέκυψε στην ιδέα του μεγάλου χωρίς γυρισμό ταξιδιού στην άβυσσο της απεραντοσύνης που τόσο τον φόβιζε και τόσο τον προκαλούσε.»
Η ίδια τάχτηκε υπέρ του αντιεξουσιαστικού χώρου. Έμπρακτα. Την είχαν συλλάβει, την είχαν ανακρίνει. Εκείνη συνέχιζε να διαμαρτύρεται. Ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ Τηλέμαχος Χυτήρης την είχε αποκαλέσει «Μαγιακόφσκι της πλατείας Εξαρχείων». Σε μια διαδήλωση το 1986 την χτύπησαν οι αστυνομικοί. Η ίδια κατέθεσε μήνυση κατά του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης.
Η Παραγγελία
Το 1977 τιμήθηκε με βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στο «Βαρύ Πεπόνι» ενώ επτά χρόνια μετά, το 1984 έλαβε το βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Όστρια ή το τέλος του παιγνιδιού», όπου είχε συνυπογράψει το σενάριο.
Το 1980 ο τότε σύζυγος της Παύλος Τάσιος γυρίζει την ταινία «η Παραγγελιά» Η Κατερίνα Γώγου κάνει μια ανατριχιαστική και σπαρακτική εμφάνιση ως αφηγήτρια στο έργο, το οποίο απαγγέλλει ποιήματα από τις συλλογές της «Ιδιώνυμο» και «Τρια κλικ αριστερά».
«Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας. Οι φίλοι μου…»