Το όνομα Αρμάνδος Δελαπατρίδης ήταν γνωστό σε όλους τους κατοίκους της Αθήνας στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο Τηλέμαχος Νατάλακας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1895 στη Μυτιλήνη.
Ιδρυτής και αρχηγός του Κόμματος των Κυανολεύκων εκφωνούσε πολιτικούς λόγους ηλεκτρίζοντας τους θαμώνες των καφενείων. Κέντρο της πολιτικής του δράσης έγινε το Σύνταγμα και πολιτικό του κέντρο το καφενείο του Ζαχαράτου.
Τον προσφωνούσαν «κύριε αρχηγέ» και «κύριε πρόεδρε» και σύμφωνα με το sansimea.gr στον δρόμο τον χαιρετούσαν βγάζοντας το καπέλο. Όπου έκανε την εμφάνισή του τον υποδέχονταν με ενθουσιασμό και χειροκροτήματα και του ζητούσαν να βγάλει λόγο. Οι λόγοι του διασκέδαζαν πολύ τους Αθηναίους και συγκέντρωναν μεγάλο ακροατήριο. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της Αθήνας.
Στις προγραμματικές δηλώσεις του Κόμματος των Κυανολεύκων περιλαμβανόταν η σύσταση υπουργείου έρωτος και η ίδρυση πολλών ψυχιατρείων. Ή ακόμα καλύτερα ενός μεγάλου φρενοκομείου.
Ο εθνάρχης ήρθε δεύτερος όταν το 1989 είπε ότι η Ελλάδα είναι ένα απέραντο φρενοκομείο. Πρώτος είχε κάνει λόγο ο Δελαπατρίδης.
Μάλιστα σε συνέντευξή του στον Δημήτρη Λυμπερόπουλο είχε προβλέψει ότι ο αείμνηστος θα μας κυβερνούσε για πολλά χρόνια γιατί «αυτός ο ερασιτέχνης πολιτικός δεν ξεύρει να εκφωνεί λόγους, αλλά γνωρίζει να πολιτεύεται».
Μεγαλοπρέπεια αλλά και άφθονο γέλιο
Μοίραζε χαρτοφυλάκια παίρνοντας συνδρομή από κάθε υπουργό ένα δίφραγκο για την ορκωμοσία του. Καθημερινά σχημάτιζε κι άλλη κυβέρνηση με νέο υπουργικό συμβούλιο.
Στην περίοδο της ακμής του ο Δελαπατρίδης ζούσε άνετα από τους έξυπνους τρόπους που επινοούσε και από την οικονομική υποστήριξη φίλων.
Δεν άφηνε ευκαιρία που να μη δώσει το παρών έστω και απρόσκλητος. Όταν είδε κόσμο συγκεντρωμένο έξω από τα γραφεία της εφημερίδας Ακρόπολις και πληροφορήθηκε την επίσκεψη του ηθοποιού Βίλλυ Φριτς, μπήκε ορμητικός για να καλωσορίσει μεγαλόπρεπα τον «ένδοξο φίλο» στην «τρισένδοξον χώρα μας».
Οι πολιτικοί λόγοι του χάριζαν άφθονο γέλιο, αλλά είχαν και αλήθειες που δημιουργούσαν προβληματισμούς. Δεν ήταν γραφικός τύπος, κωμική φιγούρα και τα παρόμοια. Βέβαια δεν έλειψαν η «μαρίδα», η κοροϊδία, τα ζαρζαβατικά.
Ο Δελαπατρίδης περισσότερο και από τα νούμερα των επιθεωρήσεων και τις γελοιογραφίες των εφημερίδων ήταν μια πνευματώδης, ζωντανή και διαρκής σάτιρα των εθνοσωτήρων της εποχής και των λαοσωτήριων πολιτικών τους.
Ενοχλημένοι εκείνοι πήγαν στο αστυνομικό διευθυντή και ζήτησαν να του βάλει φρένο. Τότε του απαγορεύτηκε να εκφωνεί λόγους στην πλατεία Συντάγματος.
Ο εγκλεισμός στο ψυχιατρείο δεν έβαλε τέλος στη δημοτικότητά του. Εξάλλου μπορούσε να μπαινοβγαίνει γιατί ήταν ακίνδυνος.
«Περισσότερο με αγαπάει ο λαός σαν αποτυχημένο»
Ο Δελαπατρίδης επέζησε από τη δικτατορία του Μεταξά, τον πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο –μαύρες εποχές και τραγικά γεγονότα που άλλαξαν δραματικά τη ζωή και το πνεύμα των ανθρώπων.
«Είμαι μία σκιά του παρελθόντος, ένα σύμβολο των παλαιών καλών ημερών, της εποχής του σφαιριδίου, της μαγκούρας, του Κωνσταντίνου και του Λευτέρη», είπε σε συνέντευξη που του πήρε ο Δημήτρης Λυμπερόπουλος στις αρχές του 1959 στο Δημόσιο Ψυχιατρείο.
«Εις τα 1929 εξέθεσα υποψηφιότητα Προέδρου της Δημοκρατίας. Απέτυχα. Και όμως είμαι βέβαιος πως περισσότερο με αγαπάει ο λαός σαν αποτυχημένο, παρά θα με αγαπούσε αν είχα εκλεγεί. Είμαι άρρωστος, το νιώθω. Αλλά έχω και στιγμές εξάρσεως και διαυγείας που αυτοελέγχομαι. Τότε κάθομαι και γράφω».
Ο Δελαπατρίδης είχε γράψει δύο βιβλία. «Η κοινωνία γελά», μια σάτιρα για την κοινωνία και τον εαυτό του, που το κουβαλούσε πάντα μαζί του σε ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα. Το δεύτερο είναι στοχασμοί με τίτλο «Η ζωή εν τη φύσει».
— Μήπως θέλετε να απευθύνετε κανένα μήνυμα επ’ ευκαιρία του νέου έτους; τον ρώτησε ο δημοσιογράφος.
— Ναι. Εγώ, ο νέος που ξεκίνησα κάποτε από το νησί μου δια να κατακτήσω τα σκήπτρα εις την πολιτικήν και είμαι σήμερα εις ηλικίαν 63 ετών, δεξιός ιεροψάλτης αυτής εδώ της εκκλησούλας, απευθύνω εις τον άνθρωπον το πλέον περιεκτικόν μήνυμα που ειπώθη ποτέ: το «Αγαπάτε αλληλους» του Κυρίου.
Πέθανε στο Δημοτικό Νοσοκομείο την πρώτη Ιουνίου του 1960. Κι όπως είχε απομείνει μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους, τον κήδεψε ο δήμος Αθηναίων δημοσία δαπάνη.