Τον Σεπτέμβριο του 1799 απέπλευσε από το Πόρτσμουθ ένα αγγλικό πλοίο, το «Φαέθων». Ο προορισμός του: η Κωνσταντινούπολη. Ο αρχηγός της ομάδας των επιβατών του: ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν και ενδέκατος του Κίνκαρντιν, ο νέος έκτακτος πρέσβυς της Αγγλίας στην Υψηλή Πύλη του Σελίμ III, Σουλτάνου της Τουρκίας. Ο άνθρωπος αυτός έμελλε να κάνη στην Ελλάδα μια φοβερή και ανεπανόρθωτη καταστροφή: συστηματικά και εν ψυχρώ να λεηλατήσει τον Παρθενώνα.
Το ξεκίνημα
Ο λόρδος Έλγιν ξεκίνησε από την Αγγλία μαζί με τη λαίδη Μαίρη, την όμορφη, νέα και πλούσια γυναίκα του, γεμάτος ενθουσιασμό και ιδέες. Ο διορισμός του στην Κωνσταντινούπολη –ένας διορισμός που είχε επιδιώξει ο ίδιος με κάθε μέσο– θα του έδινε την ευκαιρία της ζωής του να αναδειχθεί. Θα έφερνε πίσω μαζί του σχέδια και γύψινα εκμαγεία από τους αρχαίους ελληνικούς ναούς. Τα δείγματα αυτά της αρχαίας τέχνης θα βοηθούσαν στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής, της ζωγραφικής στην Αγγλία, «θα βοηθούσαν», όπως μεγαλόστομα έγραψε ο ίδιος σ’ έναν φίλο του, «στην πρόοδο των Καλών Τεχνών της Μεγάλης Βρετανίας, θα προωθούσαν τη λογοτεχνία και τις τέχνες». Μαζί του είχε πάρει από την Αγγλία μερικούς ανθρώπους που θα τον βοηθούσαν να επιτελέσει το έργο του: τον είκοσι δύο ετών εφημέριο Φίλιπ Χαντ –έναν από τους κύριους υπεύθυνους της λεηλασίας– και έναν καθηγητή του Καίμπριτζ, τον Ζόζεφ Κάρλαϊλ, ο οποίος είχε αναλάβει να ψάξει στα μοναστήρια για χαμένα χειρόγραφα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Στο Παλέρμο, όπου το «Φαέθων» κάνει έναν σταθμό, ο λόρδος Έλγιν συναντά άλλον έναν ένθερμον θαυμαστή της αρχαίας Ελλάδας και συλλέκτη αγγείων και νομισμάτων, τον λόρδο Χάμιλτον, σύζυγο μιας από τις ωραιότερες γυναίκες της εποχής, η οποία υπήρξε ο μεγάλος έρωτας του Νέλσωνος. Κι’ ενώ η λαίδη Μαίρη διασκέδαζε με χορούς και κοσμικότητες, ο λόρδος Έλγιν με τη βοήθεια του Χάμιλτον συμπλήρωνε το συνεργείο του: προσέλαβε έναν γνωστό Ιταλό ζωγράφο της εποχής, τον Τζιοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι, έναν σχεδιαστή και έναν αρχιτέκτονα. Όλοι μαζί λαμβάνουν την εντολή να ξεκινήσουν αμέσως για την Αθήνα. Ο Έλγιν με το «Φαέθων» συνέχισε το ταξίδι προς την Κωνσταντινούπολη.
[…]
Στην Αθήνα του 1800
Τον Αύγουστο του 1800 το συνεργείο που είχε προσλάβει ο Έλγιν στην Ιταλία έφθασε στην Αθήνα και τέθηκε κάτω από την προστασία του πρόξενου της Αγγλίας Λογοθέτη. Η Αθήνα ήταν τότε μια μικρή, φτωχή πόλη, κατοικημένη από έναν ετερογενή πληθυσμό από όλες τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος ζούσε στη βόρεια και ανατολική πλαγιά του λόφου της Ακρόπολης. Οι μισοί ήταν Έλληνες, το ένα τέταρτο Τούρκοι και το υπόλοιπο τέταρτο Εβραίοι, νέγροι, Αλβανοί. Καθώς τα αρχαία κτίρια ήσαν τα μόνα στέρεα οικοδομήματα σ’ όλη την Αθήνα, όλα όσα είχαν ακόμα οροφή εχρησιμοποιούντο. Το Ερέχθειο ήταν πυριτιδαποθήκη, το Θησείο εκκλησία, το μνημείο του Λυσικράτους αποθήκη για ένα μοναστήρι Γάλλων καπουτσίνων, οι Αέρηδες το στέκι των δερβίσηδων. Οι Τούρκοι ζούσαν πάνω στην Ακρόπολη, έκτιζαν τα σπίτια τους και φύτευαν τους μπαξέδες τους γύρω από τα ερείπια.
[…]
Στην Αθήνα, το συνεργείο του Έλγιν γνώρισε και τον άνθρωπο που έως την άφιξή τους είχε σχεδόν μονοπωλήσει τις ελληνικές αρχαιότητες: τον Γάλλο Λουί Φρανσουά Σεμπαστιάν Φωβέλ, τον οποίο είχε εγκαταστήσει στην Αθήνα ένας άλλος λάτρης της αρχαίας Ελλάδας, ο κόμης ντε Σουαζέλ Γκουφιέ. Οι εντολές του Γάλλου αρχαιολάτρη προς τον Φωβέλ ήταν κατηγορηματικές: «Μην αφήσετε καμιά ευκαιρία», έγραφε σ’ ένα του γράμμα, «για να λεηλατήσετε την Αθήνα και τα περίχωρά της. Μη λυπηθείτε ούτε τους νεκρούς ούτε τους ζωντανούς». Με βάση τις οδηγίες αυτές, ο Φωβέλ έκανε ό,τι μπορούσε και η μελλοντική αντιζηλία ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Λουζιέρι είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την Αθήνα.
Το πολυπόθητο φιρμάνι
Η κατάσταση για την ομάδα του Έλγιν δεν ήταν εύκολη. Οι αρχές δεν τους έδιναν άδεια για να ανέβουν στην Ακρόπολη, με την πρόφαση ότι από κει μπορούσαν να δουν τα σπίτια των Τούρκων και να κοιτάξουν τις γυναίκες τους. Μπροστά στις δυσχέρειες αυτές, ο Χαντ, που βρισκόταν με τους υπόλοιπους στην Αθήνα, πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, για να προσπαθήσει μαζί με τον Έλγιν να αποσπάσει από την Υψηλή Πύλη το φιρμάνι που θα τους επέτρεπε να δουλέψουν όπως ήθελαν. Στις 6 Ιουλίου 1801 η Υψηλή Πύλη, ευχαριστημένη με τις στρατιωτικές επιτυχίες των Άγγλων συμμάχων της εναντίον των Γάλλων στην Αίγυπτο, προσφέρει στον Έλγιν το πολυπόθητο φιρμάνι. […] Το φιρμάνι, που έγινε με βάση ένα σχέδιο του Χαντ, έδινε την άδεια στο συνεργείο να σχεδιάζει πάνω στην Ακρόπολη και να διενεργεί ανασκαφές. Το τελευταίο όμως σημείο του παρέμεινε σκοτεινό, και δεν ήταν ευκρινές ούτε στο ίδιο το κείμενο. Οι Τούρκοι τούς έδιναν άδεια να πάρουν τις αρχαιότητες που έφερναν στο φως οι ανασκαφές τους ή να αφαιρέσουν γλυπτά και από τα ίδια τα μνημεία; Τη δεύτερη βέβαια ερμηνεία έδωσε ο Έλγιν και μέσα σε λίγες μέρες δεκάδες εργατών κάτω από την καθοδήγηση του Χαντ αρχίζουν να κατεβάζουν τις ωραιότερες μετόπες του Παρθενώνα. Μόνον ο Λογοθέτης δεν φαίνεται να ενέκρινε τις εργασίες και, σύμφωνα με μια αναφορά του Χαντ, «δεν είδε με ενθουσιασμό την ιδέα να πάρουμε τα αγάλματα από τον Παρθενώνα».
Η λεηλασία του Παρθενώνα
Οι πρώτες αυτές εργασίες ανοίγουν την όρεξη τόσο του Χαντ όσο και του Έλγιν και αρχίζουν να καταρτίζουν μεγαλεπήβολα σχέδια. Ο Χαντ προτείνει να μεταφέρουν όλο το Ερέχθειο και να το ξανακτίσουν στην Αγγλία. Ευτυχώς, το σχέδιο αποτυγχάνει, γιατί δεν βρέθηκε κανένα πλοίο να το μεταφέρει. Ο Χαντ, ταξιδεύοντας στην Ελλάδα, ανακαλύπτει τις Μυκήνες, την Ολυμπία, την Ελευσίνα, και υποδεικνύει στον Έλγιν ότι πρέπει να διενεργήσει ανασκαφές σ’ όλες αυτές τις περιοχές. Στο μεταξύ, στην Ακρόπολη η δουλειά συνέχιζε εντατικά, και όπως ήταν φυσικό με κάθε κομμάτι που οι εργάτες απέσπαζαν από τον Παρθενώνα προξενούσαν ένα πλήθος από καταστροφές.
[…]
Ένας ξένος ταξιδιώτης, ο Κλαρκ, έγραψε: «Ταράχθηκα ιδιαίτερα όταν είδα τι καταστροφή γινόταν για να κατεβάσουν τη ζωοφόρο. Οι άνδρες εργάζονταν αρκετή ώρα χωρίς αποτέλεσμα με σιδερένιους λοστούς για να μετακινήσουν τις πέτρες από τους καλά κτισμένους τοίχους. Κάθε πέτρα, καθώς έπεφτε, τράνταζε το έδαφος με το μεγάλο της βάρος αφήνοντας έναν βαθύ κούφιο ήχο, που μου φαινόταν ότι ήταν ο σπαρακτικός αναστεναγμός του πληγωμένου πνεύματος του ναού». Μέσα σε δέκα μήνες από την άφιξη του Χαντ στην Αθήνα με το φιρμάνι, είχε συγκεντρωθεί η μισή από την τελική συλλογή του Έλγιν. Τα μάρμαρα τοποθετήθηκαν σε κιβώτια και με πολλές δυσκολίες άρχισαν να μεταφέρονται με πλοία προς την Αγγλία.
Το 1803 ο Έλγιν φεύγει από την Κωνσταντινούπολη. Η υγεία του ήταν σε κακή κατάσταση, η γυναίκα περίμενε και τρίτο παιδί, και επί πλέον ήθελε πια να γυρίσει στην Αγγλία, να τακτοποιήσει τη συλλογή του και να δρέψει τους καρπούς του μεγάλου του επιτεύγματος. Στην Αθήνα αφήνει για αντιπρόσωπό του τον Λουζιέρι και τον παροτρύνει να συνεχίσει τη δουλειά που άρχισαν: «Εάν είχα ακόμα μπροστά μου τρία χρόνια, θα τα περνούσα όλα στην Αθήνα. Το μικρότερο αντικείμενο από την Ακρόπολη είναι ένα κόσμημα».
Ζωή γεμάτη κακοτυχίες
Από την ημέρα που ο Έλγιν έφυγε από την Κωνσταντινούπολη, άρχισαν οι κακοτυχίες του. Συλλαμβάνεται από τους Γάλλους και μένει φυλακισμένος για τρία χρόνια στη Γαλλία. Όταν γυρίζει στο Λονδίνο έχει να αντιμετωπίσει την διάλυση του γάμου του. Στα τρία χρόνια της απουσίας του η λαίδη Έλγιν τον απατούσε και τώρα του ζητά διαζύγιο. Οι τεράστιες εργασίες που είχε χρηματοδοτήσει στην Αθήνα τον είχαν εξαντλήσει οικονομικά, και τώρα χωρίς την βοήθεια της συζυγικής περιουσίας βρίσκεται πνιγμένος στα χρέη. Σιγά-σιγά αρχίζουν να διαλύονται όλες του οι ελπίδες για το μέλλον και κυρίως για την πολιτική σταδιοδρομία που πάντα ονειρευόταν.
Η μόνη του προσδοκία είναι τώρα να του αναγνωρισθεί η μεγάλη του προσφορά στην Αγγλία: η συλλογή των γλυπτών του Παρθενώνα. Νοικιάζει ένα σπίτι στο Πικαντίλυ και την τοποθετεί σ’ ένα μικρό σπιτάκι στον κήπο. Τα μάρμαρα του Παρθενώνα τότε διέτρεξαν έναν άλλον τεράστιο κίνδυνο: την συμπλήρωση. Εκείνη την εποχή ήταν αδιανόητο να μη συμπληρώνονται τα χαμένα μέλη ή η σπασμένη μύτη των αρχαίων αγαλμάτων, και τα συμπληρωμένα αγάλματα ήσαν πολύ ακριβότερα. Ο Έλγιν προτείνει στον διασημότερο γλύπτη της εποχής και τον απόστολο του νεοκλασικισμού, Αντόνιο Κανόβα, να κάνη την συμπλήρωση. Είναι ευτύχημα ότι ο Κανόβα, μόλις είδε τα ανάγλυφα του Παρθενώνα, αναγνώρισε τους περιορισμούς του και φαίνεται ότι είπε: «Θα ήταν ιεροσυλία εάν εγώ ή και οποιοσδήποτε άλλος άγγιζε τα αγάλματα αυτά με τη σμίλη».
[…]
Νέες απογοητεύσεις
Στην Αγγλία [ο Έλγιν] έχει να αντιμετωπίσει νέες απογοητεύσεις. Αν και ο ενθουσιασμός των καλλιτεχνών της εποχής μπροστά στα αριστουργήματα του Φειδία δεν έχει όρια και το σπιτάκι όπου έχουν εκτεθεί είναι συνεχώς γεμάτο από ζωγράφους και γλύπτες που τα μελετούν και τα αντιγράφουν, μια ισχυρή ομάδα ανθρώπων έρχεται τώρα να τον κτυπήσει. Είναι οι προστάτες των καλλιτεχνών, οι πλούσιοι ευγενείς που ενδιαφέρονται για την τέχνη, χρηματοδοτούν τους καλλιτέχνες και συλλέγουν αντικείμενα τέχνης. Ο αντιπρόσωπός τους είναι ο Ρίτσαρντ Παίην Νάιτ, ένας άνθρωπος με τεράστια επιρροή πάνω στη γενιά του για θέματα τέχνης. Ένα βράδυ σ’ ένα γεύμα πλησίασε τον Έλγιν και του είπε: «Κάνατε περιττό κόπο, λόρδε Έλγιν. Τα μάρμαρά σας έχουν υπερεκτιμηθεί: δεν είναι ελληνικά, είναι ρωμαϊκά, της εποχής του Αδριανού». Την άλλη μέρα όλο το Λονδίνο επανελάμβανε την κουβέντα του Παίην Νάιτ! Ως και ο νεαρός τότε λόρδος Μπάιρον είχε πεισθεί ότι τα γλυπτά δεν μπορούσαν να προέρχονται από την σμίλη του Φειδία.
Το τελειωτικό χτύπημα και ο θάνατος
Ο λόρδος Μπάιρον υπήρξε, εξ άλλου, εκείνος που έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στον Έλγιν. Μετά από το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, ο νέος ποιητής δημοσίευσε τον Μάρτιο του 1812 τις δύο πρώτες ωδές του «Τσάιλδ Χάρολδ». Στην αρχή της δεύτερης ωδής σχηματίζει την αποτρόπαιη εικόνα του Έλγιν: του λεηλάτη που δεν σεβάστηκε όσα σεβάστηκαν οι Γότθοι, οι Τούρκοι και ο χρόνος. Η κοινωνία του Λονδίνου έπαψε πια να συζητά αν τα μάρμαρα ήταν ψεύτικα ή αληθινά, και άρχισε να κατηγορεί τον Έλγιν για τις πράξεις του. Τα Ελγίνεια μάρμαρα έγιναν ξαφνικά το σύμβολο της φοβερής σκλαβιάς των Ελλήνων, της αδυναμίας της Ευρώπης να τους βοηθήσει, της αλαζονικής υπερηφάνειας της Βρετανίας. Ο Ελγίνος ήταν πια ένας σπασμένος άνθρωπος. Χρεωμένος και απελπισμένος προσπάθησε να πουλήσει την συλλογή – το δεύτερο μέρος της έφθασε στην Αγγλία λίγους μήνες μετά την έκδοση του «Τσάιλδ Χάρολδ». Στο μεταξύ, τα μάρμαρα ήταν αποθηκευμένα στο σπίτι που του είχε παραχωρήσει ένας φίλος του, μέσα στη σκόνη και την υγρασία. Μετά από επανειλημμένες κρούσεις και αρνήσεις, το 1816 η Βρετανική Κυβέρνηση αποφάσισε να αγοράσει την συλλογή στη μισή τιμή απ’ όσο κόστισε στον Έλγιν να την καταρτίσει. Τα χρήματα που πήρε τα ξόδεψε αμέσως πληρώνοντας τους δανειστές του και «ήταν πια ελεύθερος από αυτά τα καταραμένα μάρμαρα, που του έγιναν τέτοιο βάρος και υπήρξαν η καταστροφή της ζωής του». Ποτέ όμως πια δεν μπόρεσε να ξαναρχίσει την πολιτική του σταδιοδρομία και, παρ’ όλο που είχε μια θέση στη Βουλή των Λόρδων ως αντιπρόσωπος των ευγενών της Σκωτίας, ποτέ δεν του δόθηκε ο αγγλικός τίτλος ευγενείας, που τόσο επιθυμούσε. Ο λόρδος Έλγιν πέθανε το 1841 στην Γαλλία, όπου είχε καταφύγει για να γλυτώσει από τους δανειστές του. Πέθανε χωρίς ποτέ να μπορέσει να καταλάβει γιατί όσα είχε κάνει με τόσες καλές προθέσεις έφεραν τέτοια αντίδραση στην ίδια του την πατρίδα και κατέστρεψαν την οικογενειακή του ζωή, την πολιτική του σταδιοδρομία, την περιουσία του και την υγεία του. Μία από τις πράξεις του πριν φύγει από την Αγγλία ήταν να συνεισφέρει χρήματα στην Επιτροπή Φιλελλήνων για την βοήθεια των επαναστατικών δυνάμεων στην Ελλάδα.
*Τα ανωτέρω είναι αποσπάσματα από εκτενέστατο άρθρο που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 16 Ιουλίου 1967. Συντάκτρια του εν λόγω κειμένου ήταν η αείμνηστη Ελένη Καραπαναγιώτη, δημοσιογράφος και εκδότρια του τουριστικού οδηγού «Διακοπές» του ΔΟΛ, με την οποία είχα τη χαρά και την τιμή να συνεργαστώ από το 1998 έως το 2011.
Βαγγέλης Στεργιόπουλος, https://www.in.gr