Το 1823 η επανάσταση στην Πελοπόννησο, στη Ρούμελη και στις Κυκλάδες έτεινε προς θρίαμβο, αλλά οι Έλληνες ξεκίνησαν να ερίζουν για την ηγεσία (της), την αξιοποίηση των δανείων από το εξωτερικό και τα μεταπολεμικά προνόμια και αξιώματα, ξεχνώντας το πιο βασικό: τη χαριστική βολή στον εχθρό, που θα απελευθέρωνε οριστικά την επαναστατημένη επικράτεια.
Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος (1823-1825) αποδυναμώνει την επανάσταση και δίνει την ευκαιρία τους Τούρκους για ανασύνταξη. Κατόπιν συμφωνίας του Σουλτάνου με τον Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου, ο γιος του τελευταίου, Ιμπραήμ, αποβιβάζεται το Φεβρουάριο του 1825 στη Πελοπόννησο με μεγάλη δύναμη εκστρατευτικού σώματος, προκειμένου να πνίξει στο αίμα την επανάσταση.
Ο πολυάριθμος, τακτικός και καλά εξοπλισμένος στρατός του Ιμπραήμ προκαλεί τρόμο στους επαναστατημένους, που λόγω του αδελφοκτόνου σπαραγμού έχουν χάσει οργάνωση, συνοχή, ομοψυχία και φυσικά πάμπολλους έμπειρους μαχητές, από τις εμφύλιες συγκρούσεις.
Δεν προκαλεί βέβαια σε όλους τρόμο… Ο Παπαφλέσσας θυσιάζεται στο Μανιάκι για να υπενθυμίσει ποιος είναι ο εχθρός, ενώ ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίζεται εσπευσμένα για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ, που τους πρώτους μήνες από την έναρξη της εκστρατείας του προελαύνει σχεδόν ανενόχλητος στο Μοριά, επιδιδομένος σε μαζικές σφαγές των «μη προσκυνημένων».
Η αντίσταση του Δημήτριου Υψηλάντη στους Μύλους και η ταπείνωση του Ιμπραήμ από τους Μανιάτες στη Βέργα και στο Δυρό, σώζουν αντίστοιχα το Ναύπλιο και τη Μάνη και διατηρούν «ζωντανή» την επανάσταση, έως ότου αναλάβει την αρχιστρατηγία ο Κολοκοτρώνης. Ο Γέρος συσπειρώνει ξανά τους επαναστάτες και θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο του, αναθέτοντας στον γιο του Γενναίο, τον Νικηταρά, τον Πλαπούτα και άλλους οπλαρχηγούς να το εκτελέσουν. Ξεκινάει ένας ανηλεής κλεφτοπόλεμος σε βάρος του αιγυπτιακού στρατού, με στόχο τη φθορά και την κάμψη του ηθικού των ανδρών του, ει δυνατόν και της αποκοπής του ανεφοδιασμού του.
Εκτός από τη στρατηγική ιδιοφυία του Κολοκοτρώνη (το αντάρτικο απέφερε σημαντικές απώλειες στον εχθρό, με τις λιγότερες δυνατές για τους Έλληνες) κομβικής σημασίας για την αποτυχία του αντικειμενικού στόχου του Ιμπραήμ και την καταστολή της ελληνικής αντίστασης ήταν το εξαιρετικά βίαιο, αλλά σωτήριο «φιρμάνι» που εξέδωσε. Το θρυλικό «Φωτιά και Τσεκούρι στους προσκυνημένους».
Ο αρχιστράτηγος των Αιγυπτίων είχε επινοήσει την επιχείρηση «προσκύνημα», στοχεύοντας, πέραν της στρατιωτικής ισχύος, να επαναφέρει την Πελοπόννησο στην οθωμανική κυριαρχία με την μέθοδο των ατομικών δηλώσεων υποταγής των Ελλήνων. Οι Τούρκοι έδιναν στους προσκυνημένους ειδικό πιστοποιητικό, γνωστό ως «ράι μπουγιουρντί» ή «προσκυνοχάρτι». Με αυτόν τον τρόπο οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην κατάσταση του υπάκουου υπηκόου και έσωζαν τη ζωή τους και το βιός τους. Από την άφιξη κιόλας του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, πολλοί υπέκυψαν στις απειλές του κι άφησαν τα όπλα. Έντρομοι, από το μέγεθος του ασκεριού του, την ανεξέλεγκτη βία και εκδικητικότητα, γύρισαν στα χωράφια και τα σπίτια τους, δηλώνοντας υποταγή.
Άλλοι – πιο ισχυροί και με επιρροή στους συμπατριώτες τους – το έκαναν με αντάλλαγμα χρήματα και αξιώματα. Ένας από τους πιο σημαντικούς οπλαρχηγούς που άλλαξε στρατόπεδο ήταν ο Δημήτριος Νενέκος από το χωριό Ζουμπάτα της Αχαΐας. Ήταν αρβανίτικης καταγωγής, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού του και των γύρω χωριών.
Τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, ο Νενέκος διακρίθηκε στα πεδία των μαχών πολεμώντας κατά των Τούρκων. Απέκτησε φήμη και σεβασμό μεταξύ των επαναστατημένων και εξαιτίας του κύρους του τέθηκε στο στόχαστρο του εχθρού, στην προσπάθεια του να εφαρμόσει το δόγμα «διαίρει και βασίλευε». Ο Ιμπραήμ δελέασε το Νενέκο με χρήματα, άλογα και υποσχέσεις για γη και άλλα προνόμια, στον ίδιο και την ευρύτερη οικογένειά του, αποδίδοντάς του επίσης με σουλτανικό φιρμάνι τον τίτλο του Μπέη. Ήταν το σημείο καμπής για τη δράση του Νενέκου, που τελικά εξελίχθηκε σε επικεφαλής των «τουρκοπροσκυνημένων».
Εκμεταλλευόμενος την τεράστια επιρροή του στους χωρικούς της περιοχής, ο αρβανίτης καπετάνιος συνέβαλε στη μαζική προσχώρηση ολόκληρων περιοχών στο προσκύνημα. Παρά τις αποσκιρτήσεις οπλαρχηγών που αρχικά συμμετείχαν στην προδοσία στο πλευρό του Νενέκου και τις προσπάθειες άλλων υπό την επιρροή του Κολοκοτρώνη να μεταπείσουν τους κατοίκους, το προσκύνημα έλαβε μεγάλες διαστάσεις σε Ηλεία και Πάτρα.
Ενώπιον του κινδύνου να τιναχθούν όλα στον αέρα, ο Γέρος κατέφυγε στην ίδια τακτική, καταφέρνοντας κυριολεκτικά να αναβιώσει την «ετοιμοθάνατη» επανάσταση. Με το σύνθημα «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» απάντησε με μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ. Έπρεπε να φοβούνται περισσότερο αυτόν απ’ ότι τον Αιγύπτιο πολέμαρχο. Όσα χωριά αρνούντο να επανέλθουν στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν αιφνιδιαστικές επιθέσεις από τους άνδρες του Κολοκοτρώνη. Σε όλον τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούντο. Στις πλατείες των χωριών, οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Έλληνα στρατηγού.
Ταυτόχρονα βέβαια, προσπαθούσε με νουθεσίες να επαναφέρει τους προσκυνημένους στο πατριωτικό τους χρέος. Πολλοί μικροκαπεταναίοι που είχαν γίνει σύντροφοι του Νενέκου επέστρεψαν στα ελληνικά στρατόπεδα και ολόκληρα χωριά έπαυσαν πλέον να έχουν επαφές με τον εχθρό.
Μεταξύ αυτών που «συμμορφώθηκαν» δεν ήταν και ο Νενέκος, με αποτέλεσμα να το πληρώσει με τη ζωή του. Ο Κολοκοτρώνης ήξερε ότι η δολοφονία του πιο ξακουστού προδότη θα είχε ακραίο συμβολισμό και θα έστελνε ένα ξεκάθαρο μήνυμα σε κάθε επίδοξο μιμητή του. Έτσι διέταξε την εκτέλεση του, η οποία ανατέθηκε σε ένα πρόσωπο οικείο στον Νενέκο, ονόματι Θανάση Σαγιά και οργανώθηκε κατόπιν ενέδρας.
Η εξουδετέρωση του Νενέκου ήταν η τελευταία πράξη της παύσης του μαζικού προσκυνήματος. Υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, ο Κολοκοτρώνης είχε για ακόμα μία φορά θριαμβεύσει, αναδεικνυόμενος στο απόλυτο αντίπαλο δέος του Ιμπραήμ και κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο, έως τη σωτήρια επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων.