Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ένας ποδοσφαιρικός αγώνας ανάμεσα σε club που παραδοσιακά μισιούνται, μπορεί και να είναι βίαιος. Το ίδιο ανάμεσα και σε εθνικές που έχουν κάτι να χωρίσουν ή βρίσκονται σε αναταραχή.
Όμως ποδοσφαιρικός αγώνας ανάμεσα σε εθνικές ομάδες που απέχουν μεταξύ τους χιλιάδες χιλιόμετρα, είναι σε άλλη ήπειρο και τις χωρίζει ένας ωκεανός είναι κάτι πρωτάκουστο.
Και όμως ο πιο βίαιος και σκληρός ποδοσφαιρικός αγώνας που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία του ποδοσφαίρου, έγινε στο Μουντιάλ του 1962, στις 2 Ιουνίου – σαν σήμερα- μεταξύ της Χιλής και της Ιταλίας.
Ήταν ένας ποδοσφαιρικός αγώνας που πάνω στο χορτάρι «έπεφταν κορμια», στην κυριολεξία. Νεύρα, κλωτσιές, καλαμιές, τζαρτζαρίσματα που ξεπερνούν την έννοια του «σκληρού», μπουνιές, βρισιές, φτυσίματα, ύπουλα χτυπήματα. Ο αγώνας εκείνος τα είχε όλα. Έχει δε ονομαστεί «Η μάχη του Σαντιάγκο» (Battaglia di Santiago)
Μύριζε μπαρούτι
Το 1962 το Μουντιάλ θα το διοργάνωνε η Χιλή. Η χώρα της λατινικής Αμερικής με τα 20 εκατομμύρια κατοίκους. Δυο χρόνια πριν, ένας καταστροφικός σεισμός, 9,5 Ρίχτερ είχε χτυπήσει τη χώρα έξω από την πρωτεύουσα Σαντιάγκο, και την είχε ισοπεδώσει.
Η Ιταλική ομοσπονδία ποδοσφαίρου είχε τότε κάνει αίτημα στην FIFA, να μην διοργανωθεί η διοργάνωση εκεί. Όμως το ποδόσφαιρο και κυρίως το Μουντιάλ είναι για τους λατινοαμερικάνους όνειρο ζωής. Η Χιλή είπε ότι μπορεί να φέρει σε πέρας τη διοργάνωση και έτσι παρέμεινε εκεί.
Λίγες ημέρες πριν την έναρξη της διοργάνωσης άρχισαν να καταφτάνουν στη χώρα οι πρώτοι δημοσιογράφοι που θα κάλυπταν τους αγώνες. Ανάμεσα τους και δυο Ιταλοί, ο Αντόνιο Τσιρέλι της Corriere dela Sera και ο Κοράντο Πιτσινέλι της La Nazione.
Οι δυο δημοσιογράφοι αυτοί αφού δεν είχε ξεκινήσει ακόμη η διοργάνωση άρχισαν να στέλνουν μια σειρά από ρεπορτάζ για τη ζωή στη Χιλή. Περιέγραφαν τη χώρα σαν πρωτόγονη, σαν μια χώρα υπό διάλυση.
«Τα ταξί είναι τόσο σπάνια όσο και οι πιστές γυναίκες»
Παρουσίαζαν την πρωτεύουσα Σαντιάγκο σαν μια μεγάλη χωματερή, όπου δεν υπήρχαν τηλέφωνα και όσα υπήρχαν δεν λειτουργούσαν, ενώ τα ταξί είναι τόσο σπάνια όσο και οι πιστές γυναίκες. Συγκεκριμένα για την πρωτεύουσα έγραφαν ότι είναι μια πόλη γεμάτη πόρνες στην οποία φοβάσαι να κυκλοφορήσεις το βράδυ από την εγκληματικότητα. Έγραφαν επίσης ότι οι Χιλιανοί είναι ένας ημιάγριος λαός που δεν έχει να φάει και που κυριαρχεί ο αναλφαβητισμός.
Οι ανταποκρίσεις τους όπως είναι φυσικό έγιναν αντιληπτές από τους Χιλιανούς και σιγά σιγά οι ντόπιοι δημοσιογράφοι των μεγάλων εφημερίδων άρχισαν να απαντάνε στους Ιταλούς, χαρακτηρίζοντας τους φασίστες, απόγονους του Μουσολίνι, μαφιόζους και εμπόρους ναρκωτικών.
Το κλίμα είχε ηλεκτριστεί επικίνδυνα. Ένα βράδυ σε κάποιο μπαρ στο Σαντιάγκο, ένας δημοσιογράφος από την Αργεντινή, έπινε το ποτό του και επειδή νόμιζαν πως ήταν Ιταλός, τον έστειλαν στο νοσοκομείο από το ξύλο.
Στο μεταξύ ο Τσιρέλι και ο Πιτσινέλι ειδοποιήθηκαν από την πρεσβεία τους ότι η αστυνομία του Σαντιάγκο δεν μπορεί να εγγυηθεί για τη ζωή τους, και έτσι μάζεψαν βαλίτσες και επέστρεψαν πίσω στην Ιταλία πριν ξεκινήσει το Μουντιάλ.
Ο αγώνας
Τελικά το Μουντιάλ άρχισε και όλες οι εθνικές ξεκίνησαν τους αγώνες. Η Χιλή έκανε στον πρώτο της αγώνα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962 μια εντυπωσιακή νίκη με 3-1 επί της Ελβετίας, ενώ η Ιταλία είχε έρθει ισοπαλία 0-0 με τη Δυτική Γερμανία.
Ο δεύτερος αγώνας του ομίλου ήταν ανάμεσα στη Χιλή και την Ιταλία. Οι Ιταλοί ήθελαν τουλάχιστον έναν βαθμό. Το στάδιο «Νασιονάλ» του Σαντιάγκο ήταν κατάμεστο από Χιλιανούς τουλάχιστον 5 ώρες πριν τις τρεις το μεσημέρι που θα ξεκινούσε η αναμέτρηση.
Εβδομήντα χιλιάδες Χιλιανοί κρεμόντουσαν σαν τσαμπιά από σταφύλι από τις εξέδρες, ανέμιζαν σημαίες και φώναζαν συνθήματα υπέρ της ομάδας τους και κατά των Ιταλών. Διαιτητής ήταν ένας Βρετανός καθηγητής ο Κεν Άστον.
Οι ομάδες μπήκαν σε ένα γήπεδο που κόχλαζε και έτρεμαν τα τσιμέντα και παρατάχτηκαν για τους εθνικούς ύμνους. Κατά την ανάκρουση του Ιταλικού, οι παίκτες της Χιλής έφτυναν επιδεικτικά στο χορτάρι ενώ δεν έδωσαν το χέρι τους σε κανέναν αντίπαλο.
Οι Ιταλοί και μετά τα όσα είχαν προηγηθεί είχαν σκεφτεί να κρατάνε λουλούδια τα οποία θα προσέφεραν σε ένδειξη καλής θέλησης σε γυναίκες που παρακολουθούσαν τον αγώνα.
Οι θεατές θεώρησαν προσβολή την κίνηση των Ιταλών να πετάξουν λουλούδια σε δικές τους γυναίκες. Κέρματα, μπουκάλια, πέτρες και ότι αντικείμενο μπορεί κάποιος να φανταστεί έπεσε από τις εξέδρες στη μεριά των Ιταλών ποδοσφαιριστών που έτρεξαν στη σέντρα για να προφυλαχτούν.
Η σέντρα
Ο Κεν Άστον σφύριξε το «εναρκτήριο λάκτισμα» και δεν πέρασαν παρά 12 δευτερόλεπτα για να γίνει το πρώτο σκληρό φάουλ. Στο 4ο λεπτό ο Αργεντίνος πολιτογραφημένος Ιταλος παίκτης της Ιταλίας Ουμπέρτο Μόκιο, χτυπάει άγρια στο πρόσωπο τον εξτρέμ της Χιλής Λιονέλ Σάντσες. Ο παίκτης καταρρέει και πάνω του σχηματίζεται ένας μεγάλος κύκλος από Ιταλούς και Χιλιανούς παίκτες που βρίζονταν και σπρώχνονταν.
Ο διαιτητής αν και απείχε λίγα μέτρα από τη φάση έδειξε «συνεχίζεται» γιατί δεν είδε τίποτε. Στο 8ο λεπτό ο ιταλός Τζόρτζιο Φερίνι κάνει από πίσω ένα σκληρό φάουλ και ξαπλώνει στο χορτάρι τον Χιλιανό Χονορίνο Λάντα. Ο παίκτης σφάδαζε και ο διαιτητής είπε στον Φερίνι να βγει έξω από το γήπεδο.
Ο Ιταλός όμως δεν έβγαινε και όποιος παίκτης τον πλησίαζε τον έσπρωχνε. Μετά από 10 λεπτά μπήκε μέσα η αστυνομία και τον έβγαλε έξω σηκωτό. Λίγη ώρα αργότερα ο εξτρέμ της Χιλής Λιονέλ Σάντσες που νωρίτερα είχε δεχτεί το σκληρό φάουλ, σε μια στιγμή που ο διαιτητής κοίταζε αλλού, δίνει μια γροθιά με το αριστερό του χέρι στο δεξί μπακ των Ιταλών Μάριο Νταβίντ και τον ξαπλώνει στο χορτάρι.
Ο διαιτητής δεν έδωσε τίποτε. Ο αγωνιστικός χώρος πήρε φωτιά, αλλά ο αγώνας συνεχίστηκε. Κάποια στιγμή, ένας άλλος Σάντσες ο Ραούλ διεκδικεί την μπάλα με τον Ουμπέρτο Μόκιο.
Άλλη μια αριστερή γροθιά του και το κόκαλο της μύτης του Μόκιο έγινε θρύψαλα. Το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από την μύτη του. Ξανά ξύλο μέσα στο γήπεδο. Ιταλοί και Χιλιανοί είχαν γίνει ένα κουβάρι που αντάλλασσε κλωτσιές, γροθιές και φτυσίματα. Η αστυνομία χρειάστηκε να μπει 3 φορές μέσα για να τους χωρίσει.
Όσο για το εάν παιζόταν ποδόσφαιρο; Όποιος παίκτης έπαιρνε την μπάλα και προσπαθούσε να τρέξει ήταν σίγουρο πως κάποιος αντίπαλος θα τον «κλάδευε» και εάν δεν τα κατάφερνε θα τον χτύπαγε στο πρόσωπο στην κοιλιά στα πλευρά.
Οι παίκτες είχαν σημάδια από τάπες των παπουτσιών (τις «σχαριές» που έλεγαν τότε) σε όλο τους το κορμί. Κάποιοι είχαν «σχαριές» ακόμη και στα μάγουλα και στο λαιμό τους.
Στο 73ο λεπτό η Χιλή βάζει το πρώτο γκολ με τον Χάιμε Ραμίρες και το γήπεδο παίρνει φωτιά. Πανζουρλισμός. Στο 87ο ο Χόρχε Τόρο βάζει και το δεύτερο γκολ. Ο Μόκιο πλησιάζει τον διαιτητή και του ζητάει να λήξει εκείνη τη στιγμή τον αγώνα γιατί δεν θα έφευγαν ζωντανοί από εκεί μέσα.
Πράγματι ο Άγγλος διαιτητής σφυρίζει τρεις φορές και σημαίνει τη λήξη. Ο Χιλιανός παίκτης Χονορίνο Λάντα σπεύδει να δώσει το χέρι του στον Μόκιο. Εκείνος του γυρίζει μια μεγαλοπρεπέστατη γροθιά στο πρόσωπο και τον ξαπλώνει πάλι κάτω. Νέα αίματα, νέες συμπλοκές.
Οι κάρτες
Ο Βρετανός διαιτητής Κεν Άστον μετά από τον αγώνα αυτόν δεν ξανασφύριξε ποτέ. Η Παγκόσμια Ομοσπονδία τον έχρισε ανώτατο μέλος των επιτροπών διαιτησίας και τον αποστράτευσε. Ο Ίδιος λίγους μήνες αργότερα θα εμπνευστεί από τα χρώματα των φαναριών και θα προτείνει τη χρήση της κόκκινης και της κίτρινης κάρτας. Η πρόταση του θα γίνει αμέσως αποδεκτή και έτσι πλέον οι διαιτητές θα έχουν τις κάρτες επάνω τους.
Όση ώρα γινόταν ο αγώνας στο Σαντιάγκο και μεταδιδόταν από το ραδιόφωνο στην Ιταλία, εξαγριωμένοι Ιταλοί περικύκλωσαν της πρεσβεία της Χιλής στη Ρώμη και άρχισαν να την πολιορκούν και να πετάνε αντικείμενα. Χρειάστηκε να παρέμβει η αστυνομία και να σχηματίσει κλοιό γύρω από το κτίριο για τις επόμενες ημέρες.
Τα κυριότερα στιγμιότυπα του αγώνα προβλήθηκαν λίγες ημέρες αργότερα από το BBC. Ο σχολιασμός του Ντέιβιντ Κόλεμαν, του εκφωνητή του αγώνα έμεινε στην ιστορία: «Καλησπέρα σας. Θα παρακολουθήσετε το πιο ηλίθιο, απαίσιο, αποκρουστικό και επαίσχυντο ποδοσφαιρικό θέαμα πιθανότατα σε όλη την ιστορία του ποδοσφαίρου».