Γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος
«Της έδειξα το ταγάρι και συγκινήθηκε». Σημείωση συντάκτη: Η συγκεκινημένη δεν είναι μέλος της οργάνωσης Ρήγας Φεραίος, που θυμήθηκε τα νιάτα της. Πρόκειται για τη γιαγιά της αφηγήτριας στο διήγημα του Θανάση Βαλτινού «Οικογενειακή ιστορία». Υποσημείωση εξεταστή: «Ταγάρι» είδος τσάντας. Παραλείπεται η μεταφορική χρήση της λέξης «ταγάρι», που στην εποχή της νεότητός μου ήταν κάτι αντίστοιχο με τον χαρακτηρισμό κάποιου ή κάποιας ως «πατσαβούρας» – στο πιο ελαφρύ, παρακαλώ. Ερώτηση κρίσεως προς τους εξεταζομένους: «Eσείς αν ήσασταν στη θέση της αφηγήτριας, θα κρατούσατε το ταγάρι ή όχι και γιατί;». Απορία εξεταζομένου: «Ανεξαρτήτως φύλου;». Σχόλιο εξεταστή: «Oχι σεξιστικά σχόλια, παρακαλώ». Δεν είναι τίποτε φοβερό. Είναι το ένα από τα τρία θέματα που δόθηκαν στους υποψηφίους για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις στο μάθημα «Νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία». Το δεύτερο φέρει τον βαρύγδουπο τίτλο «Γιατί να μαθαίνουμε Ιστορία;» απόσπασμα από βιβλίο του Ραϋμόνδου Αλβανού, που προσφέρεται για άσκηση κοινότοπων ιδεών, και το τρίτο από την πρωθιέρεια της ποίησης Κική Δημουλά, με τίτλο «Θυμάμαι, άρα ζω;», στο οποίο η ποιήτρια μάς δείχνει πώς ένα λογοπαίγνιο αρκεί όχι μόνο για να θεωρηθείς μεγάλη ποιήτρια αλλά και για να υπερβείς τα όρια της καρτεσιανής φιλοσοφίας. «Σκέφτομαι άρα υπάρχω», ο Καρτέσιος. «Θυμάμαι, άρα ζω» η Δημουλά.
Σήμερα θα ασχοληθώ με το ταγάρι. Ζητώ την κατανόησή σας. Στα νιάτα μου φλέρταρα, και ερωτεύθηκα πλειστάκις, με κοπέλες που το κρεμούσαν στον ώμο τους. Oταν αντίκρισα για πρώτη φορά τσάντα Louis Vuitton, αισθάνθηκα το ίδιο πολιτισμικό σοκ που αισθάνθηκα όταν σε παιδικό πάρτι της κόρης μου άκουσα συμπαθή μαμά να μου λέει: «Ο γιος μου πάει στο Αρσάκειο». Παρ’ όλ’ αυτά, τη συνήθισα. Oλα τα συνηθίζεις.
Την εκτίμησή μου για τη λογοτεχνία του Θανάση Βαλτινού την έχω ήδη επιδείξει. Δεν χρειάζεται ως εκ τούτου να την επαναλάβω εδώ για να εξηγήσω ότι όσα ακολουθούν δεν αφορούν το έργο του, αλλά τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζει η εκπαίδευση τη λογοτεχνική δημιουργία και τον τρόπο προσέγγισής της. Δεν πονάει, κυρίες και κύριοι. Κι αν εσείς, ως εξεταστές, βαριέστε να διαβάσετε και να κρίνετε ένα λογοτεχνικό κείμενο, υπακούοντας στους όρους που το ίδιο θέτει, δεν σας φταίνε τίποτε οι έφηβοι από τους οποίους στερείτε, με δική σας ευθύνη, μία από τις πιο γενναιόδωρες εκδοχές της σκέψης, την ανάγνωση της λογοτεχνίας. Η ανάγνωσή της προϋποθέτει την απόλαυση. Κι αν τη στερήσεις αυτή, δεν μένει παρά το ταγάρι και μερικές οδηγίες συναρμολόγησης.