Να ξεκινήσουμε με τα αυτονόητα για να μην υπάρξουν παρερμηνείες. Βρυκόλακες, λυκάνθρωποι και άλλα πλάσματα της νύχτας, δεν υπάρχουν. Είναι απλά δημιουργήματα της φαντασίας του ανθρώπου και έρχονται από εποχές που κάποια πράγματα δεν μπορούσαν να εξηγηθούν λογικά. Για παράδειγμα οι περιπτώσεις νεκροφάνειας ή οι επιληψίες.
Οι κάτοικοι της χώρας που ζούμε, από την αρχαιότητα πάντα μαγνητίζονταν από το μεταφυσικό. Ειδικά δε από τον μεσαίωνα και μετά το μυαλό τους έπλαθε διάφορους θρύλους και δοξασίες.
Οι βρυκόλακες
Ένα από τα «αγαπημένα» αφηγήματα των Ελλήνων ήταν οι Νεράιδες και οι βρυκόλακες. Κυρίως εκείνων που ζούσαν στα νησιά, ήταν οι βρυκόλακες. Οι απέθαντοι. Οι νεκροί που επιστρέφουν τα βράδια από τους τάφους τους και ταλαιπωρούν τον κόσμο.
Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες που στους θρύλους της, συμπεριλαμβάνει τους απέθαντους. Άλλες χώρες είναι η Ρουμανία, η Γερμανία, η Ρωσία και η Σερβία. Οι βρυκόλακες σύμφωνα με τους μύθους και τα όσα πιστεύανε, ήταν νεκροί με αποκρουστική εμφάνιση.
Ήταν παραμορφωμένοι, μισολιωμένοι, με σκισμένα και βρώμικα ρούχα. Ήταν αναλλοίωτοι νεκροί. Εκείνα τα χρόνια δεν μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί κάποιο πτώμα δεν έλιωνε καλά (κάτι στο οποίο παίζει ρόλο η σύσταση του εδάφους). Και όταν μετά από καιρό άνοιγαν τα φέρετρα για να πάρουν τα κόκαλα να τα τοποθετήσουν σε οστεοφυλάκια, εάν ένα πτώμα δεν είχε λιώσει καλά, έλεγαν ότι αυτός είχε βρυκολακιάσει.
Και ποιοι γίνονταν βρυκόλακες; Οι παραδόσεις λένε ότι γινόντουσαν οι κακοί άνθρωποι, οι αμαρτωλοί, όποιοι μαγεύτηκαν από μάγισσες, εκείνοι που αυτοκτόνησαν, τα βρέφη που πέθαιναν και ήταν αβάπτιστα, και όσοι έφαγαν αρνί που το είχε σκοτώσει λύκος.
Βασικές πηγές για τους βρυκόλακες στη χώρα μας είναι οι τοπικοί θρύλοι που επιβιώνουν στο πέρασμα των αιώνων, και περνούν από στόμα σε στόμα, αλλά και τα «itineraria» τα οδοιπορικά δηλαδή που έκαναν διάσημοι περιηγητές στη χώρα μας τους περασμένους αιώνες και οι οποίοι κατέγραφαν τις εμπειρίες τους.
Η Σαντορίνη και η Αμοργός
Ο Francois Richard ήταν ένας Γάλλος ιερωμένος ο οποίος ταξίδεψε στη Σαντορίνη το 1650. κατέγραψε τη ζωή των κατοίκων και στο χρονικό του που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1657 μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για τις δεισιδαιμονίες των νησιών.
Η Σαντορίνη εκείνη την εποχή είχε 7.000 κατοίκους και 300 εκκλησιές. Ο Richard στο χρονικό του αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στις δοξασίες για τους απέθαντους. Ξεχωρίζει μάλιστα την ιστορία ενός παπουτσή από τον Πύργο της Σαντορίνης που βρικολάκιασε, και γράφει:
«Έμαθα από ένα αξιόπιστο πρόσωπο πως στην Αμοργό αυτοί οι βρυκόλακες έχουν τόσο αποχαλινωθεί, που δεν τρέχουν μονάχα εδώ κι εκεί τις νύχτες, αλλά παρουσιάζονται και μέρα μεσημέρι πολλές φορές πέντε μαζί στα χωράφια και μαζεύουν φάβα. Ήθελα να έλθουν εδώ μερικοί από τους δικούς μας τους άθεους της Γαλλίας, όχι για ν’ ακούσουν, αλλά για να δουν με τα μάτια τους στο φως της ημέρας και να βεβαιωθούν πόσο άδικο έχουν που πιστεύουν ότι σαν πεθαίνει ο άνθρωπος όλα πεθαίνουν μαζί του».
Το 1699 κυκλοφόρησε πάλι στο Παρίσι, ένα άλλο χρονικό αυτή την φορά από τον περιηγητή Sauger, ο οποίος αναφέρει: «Το λιμάνι της Σαντορίνης είναι άπατο, ακόμα κι ένα βήμα από την ακτή. Άβυσσος που είναι αδύνατο να τη βυθομετρήσει κανείς. Σ’ αυτό το νησί συμβαίνει κάτι ασύλληπτο για μένα. Μερικοί από τους πεθαμένους ξαναγυρίζουν στα σπίτια τους λίγες μέρες ύστερα από την ταφή τους. Και κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό που τους ξαναζωντανεύει. Οι Σαντορινιοί τους λένε βουκόλακες»
Η Χίος
Ο Thefenot ήταν ένας άλλος περιηγητής που ταξίδεψε στα νησιά του Αγαίου και κάποια στιγμή βρέθηκε στη Χίο. Στο βιβλίο του που εκδόθηκε το 1655 αναφέρει τις δεισιδαιμονίες των κατοίκων: «Στην περιοχή του Κάστρου της Αγίας Ελένης, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι εάν ένα πτώμα δεν λιώσει μετά από 40 μέρες, τότε γίνεται βρυκόλακας.»
Μύκονος
Τον χειμώνα του 1700 ολόκληρη η Μύκονος έπαθε ομαδική παράκρουση όταν ένας δύστροπος χωρικός του νησιού βρέθηκε νεκρός. Σαν φωτιά εξαπλώθηκε σε όλο το νησί ότι τα βράδια σηκωνόταν από τον τάφο του και πείραζε, έκανε ζημιά ή ακόμη και σκότωνε τους κατοίκους μέσα στα σπίτια τους.
Οι Μυκονιάτες όταν έπεφτε το σκοτάδι θρηνούσαν μέχρι να βγει ο ήλιος ενώ είχαν δημιουργήσει και ομάδες οπλισμένες με όπλα, σπαθιά, τσουγκράνες, που με πυρσούς περιπολούσαν στα σοκάκια της χώρας για να εντοπίσουν τον βρυκόλακα. Τελικά η παράκρουση πέρασε όταν άνοιξαν τον τάφο του χωρικού, έκοψαν το κεφάλι του, έκαψαν το σώμα του και σκόρπισαν τις στάχτες στη θάλασσα.
Τήνος
Στο χωριό Βώλαξ του νησιού (που στην αρχαία Ελληνική σημαίνει «βώλος») με το σεληνιακό τοπίο και τους γρανιτένιους βράχους, στις λαϊκές αφηγήσεις γίνεται λόγος για τους «νεκροζώντανους του χωριού».
Οι βρυκόλακες της Τήνου έχουν τη μορφή του νεκρού, με σχετικά υπόλευκο δέρμα, με μακριά γένια, μακριά μαλλιά και μακριά γαμψά νύχια , ενώ, δεν εμφανίζονται ποτέ την Παρασκευή.
Στον Βώλακα λοιπόν εμφανίζονται σαν κανονικοί άνθρωποι οι οποίοι έχουν απλά παραμελήσει τον εαυτό τους, δεν κάνουν κακό στους πραγματικούς ζωντανούς, αλλά πρέπει να σκοτωθούν με φωτιά γιατί παραβαίνουν τον φυσικό νόμο του Θεού.
Μάλιστα το παράδοξο και τρομακτικό του συγκεκριμένου χωριού εντάθηκε περισσότερο όταν στην απογραφή του 1861, φαίνεται ότι εκεί ζούσαν 134 άνθρωποι, και στην αμέσως επόμενη απογραφή, μετά από 15 χρόνια, μόλις 83. Δηλαδή ένας στους τρεις είχε χαθεί. Έλεγαν όσοι πιστεύουν σε αυτά και διέσπειραν τον τρόμο.
Άλλα νησιά
Ο Νικόλαος Πολίτης, θεωρείται ο πατέρας της Ελληνική λαογραφίας. Στο δίτομο έργο που εξέδωσε το 1899 (με τίτλο «Μελέται περί του βίου του Ελληνικού λαού») αποτυπώνει την πηγαία φαντασία της ελληνικής ψυχής. Πρόκειται για την εποχή που οι άνθρωποι ερμηνεύουν τον κόσμο μέσα από δεισιδαιμονικές αντιλήψεις, στοιχειά και νεράιδες, για την εποχή που τον πρώτο λόγο έχει η λαϊκή φιλοσοφία και το υπερφυσικό, ή ακόμη και το παράδοξο.
Ο Πολίτης αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο του για τους βρυκόλακες. Το κεφάλαιο περιγράφει 45 παραδόσεις για τους απέθαντους από Μύκονο, Αμοργό, Χανιά, Ζάκυνθο, Αιτωλία, Σάμο, Μαντούδι, Σοποτό Καλαβρύτων, Ανώπολη Σφακίων, Θήρα, Γραλίστα Καρδίτσας, Μήλο, Αράχοβα, Μάνη, Λίμπερδο Γυθείου, Πλατανιστός Κορινθίας, Θεσπρωτία, Γιαννίτσα Καλαμάτας και Σύμη.
Σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι πίστευαν πως πρέπει να θάψουν κάποιον που έγινε βρυκόλακας σε χώρο μακρινό από εκεί που μένουν. Έτσι οι κάτοικοι πολλών νησιών όταν είχαν υπόνοιες ότι ένας νεκρός θα γίνει βρυκόλακας τον ξέθαβαν και τον μετέφεραν για να τον θάψουν στο πλησιέστερο ακατοίκητο μέρος εκτός του νησιού τους που ήταν συνήθως κάποια βραχονησίδα. Αυτό τους ανακούφιζε γιατί πίστευαν ότι ο βρυκόλακας δεν μπορεί να διασχίσει τη θάλασσα και να πάει να τους κάνει κακό.
Έτσι στις δοξασίες συναντάμε νησιά όπου ήταν γεμάτα βρυκόλακες. Κάποια από αυτά είναι:
-Το νησάκι Μπάου, απέναντι από το λιμάνι της Μυκόνου
-Η νησίδα Εκάτη στη Δήλο
-Η νησίδα Θεανώ βόρεια της Εύβοιας
-Η νήσος Καμένη στη Σαντορίνη. Μάλιστα εκεί πίστευαν ότι ήταν ο ισχυρότερος τόπος εξορίας βρικολάκων, λόγω του ηφαιστείου και του θειαφιού που εκεί ο απέθαντος έμενε για πάντα εξορισμένος. Φοβόντουσαν δε να πλησιάσουν το νησάκι, γιατί πίστευαν ότι ήταν τόσοι πολλοί οι βρικόλακες, που είχαν φτιάξει μια μικρή κοινωνία.
-Το νησί Τάφος στην Κεφαλονιά
-Η νησίδα Νεκροθήκες στην Ψέριμο
-Τα Βρυκολακονήσια στη Βόρεια Σκύρο (όνομα και πράγμα)
-Η νησίδα Καλαθάς στα Χανιά
-Η νησίδα Βενετικό στη Χίο
-Η νησίδα Γόνι στις Οινούσες
-Τα Δαιμονονήσια στις βόρειες Σποράδες
Ο Βρυκόλακας που παντρεύτηκε
Ο George Horton (μετέπειτα πρόξενος στη Σμύρνη κατά την περίοδο της σφαγής) ήταν ο πρόξενος των ΗΠΑ στην Ελλάδα το 1893 και του άρεσε να ταξιδεύει και να γνωρίζει τον τόπο.
Ασχολήθηκε πολύ με τα ήθη και τα έθιμα μας αλλά εκείνο που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν οι μεταφυσικές απόκρυφες ιστορίες των Ελλήνων. Στο βιβλίο του «Νησιά της Ελλάδας – Σπίτι των Νυμφών και των Βρυκολάκων» γράφει λοιπόν την ιστορία ενός βρυκόλακα που… παντρεύτηκε.
Ήταν ένας άνδρας που πέθανε από γεράματα. Μετά – όπως γράφει ο Horton από τις δεισιδαιμονίες που άκουσε – ο άνδρας αυτός βγήκε από τον τάφο του, και αφού περιπλανήθηκε για 14 ημέρες έφυγε από το νησί που τον είχαν θάψει.
Στο νέο του τόπο γνώρισε μια κοπέλα την παντρεύτηκε και έκαναν και παιδιά. Όμως κάθε εβδομάδα από το βράδυ της Παρασκευής μέχρι την Κυριακή, επέστρεφε στο νησί όπου έζησε.
Αυτές οι απουσίες κίνησαν την περιέργεια της νεαρής γυναίκας του. Η ίδια μάλιστα διαπίστωσε πως όσο περνούσε ο καιρός στον άνδρα της δεν άρεσαν τα μαγειρευτά φαγητά που έφτιαχνε, αλλά προτιμούσε να τρώει ωμά κρέατα ζώων.
Όλα αποκαλύφθηκαν όταν ο αδερφός του, έφυγε από το νησί τους και επισκέφτηκε για κάτι δουλειές που είχε τον τόπο όπου είχε πάει ο βρυκόλακας και είχε κάνει οικογένεια.
Τότε τον είδε εντελώς τυχαία, τον αναγνώρισε και σοκαρίστηκε αφού γνώριζε ότι είχε πεθάνει προ πολλού. Ο ζωντανός αδερφός επέστρεψε στο νησί του ενημέρωσε τους κατοίκους οι οποίοι πήγαν και έκαψαν τον βρυκόλακα.