Η Ηλέκτρα Αποστόλου, έκανε δυο «εγκλήματα» στα 32 χρόνια της ζωής της. Το πρώτο ήταν πως η Ηλέκτρα ήταν αντιστασιακή. Δεν ανεχόταν δηλαδή τους ναζί κατακτητές στη χώρα και με κάθε τρόπο επιχειρούσε να τους διώξει. Αυτό ήταν ασυγχώρητο από τους Γερμανούς.
Το δεύτερο και πιο σημαντικό «έγκλημα» της, ήταν πως η Ηλέκτρα ήταν κομμουνίστρια. Ήταν αριστερή. Αυτό το «έγκλημα» ήταν ασυγχώρητο από τους Έλληνες συνεργάτες των κατακτητών οι οποίοι τρομοκρατούσαν τους πάντες.
Ηλέκτρα Αποστόλου
Η δράση της Ηλέκτρας γεννήθηκε το 1912 στην Αθήνα, από ευκατάστατη οικογένεια. Ο αδελφός της Λευτέρης ήταν στέλεχος του ΚΚΕ και η ίδια από μικρή ηλικία οργανώθηκε.
Μάλιστα το 1934 στο Παρίσι ήταν επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπίας, στο Παγκόσμιο Αντιφασιστικό και Αντιπολεμικό Συνέδριο Γυναικών που έγινε εκεί. Το 1936, η δικτατορία του Μεταξά τη συλλαμβάνει. Η Ηλέκτρα κλείνεται στις φυλακές Αβέρωφ όπου και βασανίζεται απάνθρωπα.
Αποφυλακίζεται και περνάει στην παρανομία. Το 1939 οι άνδρες της Ασφάλειας την συλλαμβάνουν εκ νέου. Με συνοπτικές διαδικασίες αν και ούσα έγκυος στον 9ο μήνα, στέλνεται εξορία στην Ανάφη μαζί με άλλους κομμουνιστές.
Κατά τη διάρκεια της μεταγωγής της και κάτω από σκληρές επικίνδυνες και ανθυγιεινές συνθήκες γεννάει την κόρη της την Αγνή. Το μικρό παιδί πριν καν πάρει την πρώτη του ανάσα θα γευτεί την εξορία και εκείνο.
Εκεί εξόριστη μαζί με την κόρη της στην Ανάφη τη βρήκε η εισβολή των Γερμανών. Νέες συλλήψεις, νέο κυνηγητό. Τον Σεπτέμβριο του 1942, άρρωστη μεταφέρεται στο νοσοκομείο.
Δίπλα πάντα της η 3χρονη -πλέον- Αγνή. Κατά την επιστροφή της στις φυλακές και ενώ βρισκόταν στο «Μεταγωγών» φρουρούμενη, η Ηλέκτρα δραπετεύει και πάλι. Τρέχει σαν τρελή στους δρόμους της Αθήνας για να κρυφτεί και να χάσουν τα ίχνη της οι διώκτες της. Στην αγκαλιά της σφίγγει την κόρη της. Και όλο τρέχει.
Όταν πλέον είναι ασφαλής, και αφού πέρασε λίγος καιρός, οργανώνεται και πάλι. Αυτή τη φορά στην ΕΠΟΝ. Κάθε βράδυ, όταν το σκοτάδι σκέπαζε την Αθήνα. Η Ηλέκτρα και άλλες θαρραλέες γυναίκες, γλιστρούσαν σαν τα φαντάσματα στους δρόμους και γέμισαν τους τοίχους συνθήματα. Είχε αναλάβει επίσης, την πολύ σημαντική θέση της παραγωγής και διανομής του παράνομου ΕΑΜικού τύπου στην Αθήνα.
Η σύλληψη
Η Ειδική Ασφάλεια όμως δεν είχε ξεχάσει το χουνέρι που τους είχε κάνει. Ήταν ποτέ δυνατόν να ξεγλιστρήσει μια γυναίκα μαζί με το παιδί της, μέσα από τα χέρια τους; Στις 7.30 το πρωί της 25ης Ιουλίου του 1944, η Ηλέκτρα περπατάει στο κέντρο της Αθήνας για να πάει να συναντήσει κάτι συντρόφους της.
Είχε μηνύματα να τους μεταφέρει. Από μακριά κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι αυτή η γυναίκα με το ανέμελο κοριτσίστικο περπάτημα είναι μια από τις πλέον καταζητούμενες γυναίκες της αντίστασης στην Αθήνα.
Στη συμβολή 3ης Σεπτεμβρίου και Ιθάκης, διασταυρώθηκε καθώς περπατούσε, με έναν χωροφύλακα. Εκείνος την κοίταξε διερευνητικά. Κάτι του θύμιζε. Εκείνη τον κατάλαβε αμέσως. Τόσα χρόνια στην παρανομία, τόσες «επισκέψεις» στα γραφεία της Ασφάλειας, τόσο ξύλο, τόσα βασανιστήρια. Τον θυμήθηκε. Συνέχιζε να προχωράει δήθεν αδιάφορη.
Όταν την κατάλαβε ο χωροφύλακας άρχισε να την κυνηγάει. Στο πιο πάνω στενό είχαν στήσει μπλόκο τυχαία οι άνδρες της ομάδας «κρούσης» του Ευσέβιου Παρθενίου της Ειδικής Ασφάλειας, της Ελληνικής Γκεστάπο.
Έπειτα από σύντομη καταδίωξη η Ηλέκτρα έπεσε στα χέρια τους. Μέχρι να την πάνε στα κρατητήρια στην πλατεία Βικτωρίας που τότε ονομαζόταν πλατεία Κυριακού, στο επιταγμένο ξενοδοχείο «Κρυστάλ» (βρισκόταν στην οδό Ελπίδος) που είχε μεταβληθεί σε κολαστήριο από τους συνεργάτες των κατακτητών, η Ηλέκτρα ήταν σχεδόν λιπόθυμη από το ξύλο.
Σε αυτή την μικρή διαδρομή, μπροστά στα έντρομα μάτια των περαστικών, την χτυπούσαν την έβριζαν την κλωτσούσαν, την έφτυναν, την πετούσαν κάτω στο πεζοδρόμιο και όλοι μαζί την ξαναχτυπούσαν.
Η Ηλέκτρα ήταν «λαβράκι» στα χέρια της Ειδικής Ασφάλειας. Θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να της αποσπάσουν σημαντικές πληροφορίες για την αντίσταση, για τις οργανώσεις για τη δράση της.
Όμως δεν ήταν αυτός ο σκοπός τους. Ήθελαν να τη βασανίσουν σε ένα σαδιστικό τελετουργικό θανάτωσης. Να μην βγει ζωντανή από εκεί μέσα και ας μην μιλούσε ποτέ.
Στην αρχή την έβαλαν σε ένα γραφείο του πρώτου ορόφου. Εκεί άρχισε η πρώτη ανάκριση. Οι διάλογοι έχουν καταγραφεί και δεν είναι εξιδανικευμένη αφήγηση. Τους μετέφερε αυτούσιους άνθρωπος που είχε βάλει ο ΕΛΑΣ μέσα στην Ασφάλεια και υποτίθεται ήταν συνεργάτης:
-Από πού είσαι;
– Από την Ελλάδα!
– Πού κατοικείς;
– Στην Ελλάδα!
– Πώς σε λένε;
– Είμαι Ελληνίδα!
– Ποιοι είναι οι συνεργάτες σου;
– Όλοι οι Έλληνες!
– Τι δουλειά κάνεις;
– Υπηρετώ τον Ελληνικό Λαό!
– Από ποιόν παίρνεις εντολές;
– Μόνο από την Πατρίδα μου.
Όταν είδαν ότι εκείνη είναι δυνατότερη από όλους τους, την ανέβασαν στους επάνω ορόφους για «ειδική μεταχείριση». Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, της 26ης Ιουλίου, η πόρτα του ξενοδοχείου «Κρυστάλ» άνοιξε και πέταξαν το ματωμένο πτώμα της στο δρόμο.
Λίγη ώρα αργότερα το πτώμα μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο στην οδό Μασσαλίας. Η έκθεση του ιατροδικαστή Πέτρου Τζαφέρη που διενήργησε τη νεκροψία νεκροτομή είναι ανατριχιαστική για το τι βασανιστήρια υπέστη από τους συνεργάτες των ναζί.
Η ιατροδικαστική έκθεση
Σας παραθέτουμε αυτούσια τα όσα έγραψε ο ιατροδικαστής στην έκθεση του. Είναι ένα δείγμα της θηριωδίας, του μίσους και του σαδισμού των συνεργατών των κατακτητών απέναντι σε μια γυναίκα.
Την κούρεψαν με μαχαίρι, της ξερίζωσαν τα μαλλιά, της έσπασαν τη μύτη και τα δόντια, την έδεσαν με σχοινί και την κρέμασαν από τις μασχάλες, τη χτύπησαν άγρια με γροθιές στα μάτια, τη μαστίγωσαν σε όλο το κορμί με πλεχτό συρμάτινο όργανο, τις ξερίζωσαν τρίχες από τα γεννητικά όργανα, έσβησαν τσιγάρα σε κάθε σημείο του σώματος της, της άνοιξαν το κεφάλι από τα χτυπήματα.
Ακόμη και η ψυχρή, τυπική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ιατροδικαστής Πέτρος Τζαφέρης, σοκάρει. Γράφει λοιπόν:
«Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ιατροδικαστής Πέτρος Τζαφέρης, μεταβάς σήμερον την 26ην Ιουλίου 1944 εις το ενταύθα νεκροτομείον, ενήργησα λεπτομερή αυτοψίαν και νεκροψίαν επί του πτώματος αγνώστου γυναικός ετών 39 περίπου.
Πληροφορίαι: Μετεφέρθη διά του υπ’ αριθμ. 375 εγγράφου του Σταθμού Α` Βοηθειών, παραληφθείσα εκ του ξενοδοχείου “Κρυστάλ”.
Νεκροψία: Το τριχωτόν της κεφαλής έχει αποκοπή ατέχνως και ανωμάλως διά μαχαιριδίου. Κατά το πρόσθιον τμήμα της κόμης παρατηρείται φρύξις των τριχών. Από της ρινός και του στόματος φαίνεται έρευσεν αίμα. Από της μιας μασχάλης προς την ετέραν διά του στήθους και συνεχιζόμενα όπισθεν του κορμού υπάρχουσι δύο παράλληλα αποτυπώματα, δίδοντα την εντύπωσιν ότι παρήχθησαν εκ της πιέσεως χοντρού σχοινίου. Φαίνεται ότι το σώμα της θανούσης απαιωρήθη εν ζωή διά των μασχαλών. Κατά τους καρπούς των χειρών παρατηρούνται εντυπώματα εκ σχοινίου. Κατά τη ράχιν της ρινός και αμφοτέρας τας παρειάς και τα βλέφαρα παρατηρούνται εκχυμώσεις κυανώδεις ως και εξοίδησις. Οι χαρακτήρες δεικνύουσι ότι εγένετο συνεπεία γρονθοκοπημάτων. Κατά τας οπισθίας επιφανείας αμφοτέρων των βραχιόνων παρατηρούνται εκχυμώσεις. Κατά τους γλουτούς, μηρούς, κνήμας και άκρους πόδας, υπάρχουσι εκχυμώσεις συρρέουσαι ταινιοειδείς, χρώματος κυανώδους, λίαν πυκναί και έντονοι. Κατά τα κατώτερα των κνημών και άκρους πόδας, παρατηρείται εξοίδωσις κυανού βαθμού. Αι εκχυμώσεις αύται ως και οι των βραχιόνων, παρήχθησαν κατόπιν δράσεων σκληρών και αμβλέων οργάνων (μαστιγίων, βουνεύρων, πλεκτού σύρματος, σχοινίου, αλύσεως κλπ.), βιαιότατα κατενεχθέντων.
Το τριχωτόν του εφηβαίου παρουσιάζει φρύξιν των τριχών. Κατά τη ραχιαίαν επιφάνειαν του αριστερού άκρου του ποδός παρατηρείται έγκαυμα δευτέρου βαθμού εκτάσεως ταλλήρου. Κατά τη μετατάρσιον χώραν του αυτού ποδός έτερον έγκαυμα δίδον όμως τους χαρακτήρας του μετά θάνατον γενομένου. Αι τρίχες των μηρών και κνημών παρουσιάζουν φρύξιν. Φαίνεται ότι εγκαύματα και φρύξις οφείλονται εις επίθεσιν κατ’ αυτά ανημμένων σιγαρέτων.
Η διάνοιξις των μαλακών μορίων της κεφαλής έδειξεν εκχυμώσεις κατ’ αυτά. Η διάνοιξις της κρανιακής κάμψης έδειξεν οίδημα της λεπτής μήνιγγος και διεύρυνσιν των αγγείων αυτής. Ο στόμαχος περιείχε τροφάς εξ άρτου και ντομάτας.
Συμπέρασμα: Επί του πτώματος βεβαιούνται κακώσεις προκληθείσαι εκ μαστιγώσεως ήτις εγένετο διά διαφόρων οργάνων (μαστιγίου, βουνεύρου, αλύσεως, πλεκτού σύρματος), άτινα έδρασαν αλλεπαλλήλως και βιαιότατα, ως και κακώσεις εξ απαιωρήσεως από των μασχαλών, επίσης εγκαύματα εν ζωή και μετά θάνατον γενόμενα. Ο θάνατος οφείλεται κυρίως εις τας κακώσεις καθ’ όσον τα εγκαύματα είναι μικράς εκτάσεως.
Σημείωσις: Η ταυτότης της θανούσης εξηκριβώθη υπό της Σημάνσεως, ένθα ήτο σεσημασμένη ως κομμουνίστρια υπ’ αριθ. 59953. Το πτώμα ανήκε εις την Αποστόλου Ηλέκτραν του Νικολάου».
Το έγκλημα
Την επόμενη μέρα άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας πήγαν στο νεκροτομείο και με ασέβεια προς την νεκρή, πέταξαν πάλι το πτώμα της στο δρόμο. Είχαν σκυλιάσει. Από το στόμα της δεν πήραν λέξη.
Μετά την απελευθέρωση αποκαλύφθηκε ποιοι ήταν οι τρεις βασανιστές και δολοφόνοι της Ηλέκτρας Αποστόλου. Είχαν σκυλιάσει. Από το στόμα της δεν πήραν λέξη.
Ήταν ο διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας, υποστράτηγος Αλέξανδρος Λάμπου, ο ανθυπασπιστής Ευσέβιος Παρθενίου και ο Μηνάς Καθρέπτης. Όταν μετά από μέρες εντοπίστηκε η σορός της αγωνίστριας, ανέλαβε δράση η ΟΠΛΑ.
Τα επόμενα 24ωρα σε διάφορους δρόμους της Αθήνας, πρώην συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων εντοπίζονταν νεκροί. Όλοι τους είχαν μια τρύπα στο μέτωπο και ένα σημείωμα επάνω στα ρούχα που έγραφε, «Ηλέκτρα 1», «Ηλέκτρα 2», «Ηλέκτρα 3». Κάθε δωσίλογος που εκτελέστηκε εκείνες τις ημέρες είχε και ένα νούμερο. Όλα για την Ηλέκτρα.
Η Ειδική Ασφάλεια
Η Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους, γνωστή και ως Ειδική Ασφάλεια ή απλά «Η Ειδική», ήταν τμήμα της Ελληνικής Χωροφυλακής. Δημιουργήθηκε το 1929 για τη δίωξη των κομμουνιστικών οργανώσεων και τη σύλληψη των κομμουνιστών σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Στη διάρκεια της κατοχής οι άνδρες της «Ειδικής» δεν προσέφεραν καμία υπηρεσία στον Ελληνικό λαό. Συνεργάστηκαν άμεσα με τις κατοχικές δυνάμεις και συμμετείχαν σε μπλόκα που έγιναν σε διάφορες περιοχές της Αθήνας με εκατοντάδες θύματα. Συνελάμβαναν, βασάνιζαν και δολοφονούσαν μέλη αντιστασιακών οργανώσεων.
Στα μέσα του 1943 έφεδροι αξιωματικοί της Χωροφυλακής ανακλήθηκαν στην ενεργό δράση από τον κατοχικό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη προκειμένου να «δώσουν εις την Ασφάλειαν νέον ρυθμόν συνεργασίας με τον κατακτητήν».
Διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας ορίστηκε ο απότακτος συνταγματάρχης Αλέξανδρος Λάμπου στον οποίο απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου. Υποδιοικητής και άμεσος βοηθός του Λάμπου ορίστηκε ο συνταγματάρχης της Χωροφυλακής Αναστάσιος Πάτερης.
Η Ειδική Ασφάλεια χαρακτηριζόταν από λειτουργική αυτοτέλεια. Δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν και όλοι την έτρεμαν. Όσοι υπηρετούσαν σε αυτήν είχαν δημιουργήσει μικρές ομάδες στις οποίες επικεφαλής ήταν κυρίως ανθυπομοίραρχοι, ανθυπασπιστές, ενωμοτάρχες και υπενωματάρχες.
- Διαβάστε επίσης: Άρης Βελουχιώτης: Σαν σήμερα ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ αυτοκτονεί κυνηγημένος στη Μεσούντα
Οι ομάδες αυτές είχαν συχνά το όνομα των επικεφαλής τους. Έτσι υπήρχε η «Ομάδα Καίσαρη» με επικεφαλής τον μοίραρχο Νικόλαο Καίσαρη, η «Ομάδα Παρθενίου» με επικεφαλής τον ανθυπασπιστή Ευσέβιο Παρθενίου, η «Ομάδα Παναγιωτόπουλου» με επικεφαλής τον ανθυπασπιστή και στη συνέχεια ανθυπομοίραρχο Αντώνιο Παναγιωτόπουλο κ.α. Όλοι τους δωσίλογοι, κατακάθια, κοινοί εγκληματίες, άνθρωποι του υποκόσμου που μόλις έφυγαν από τη χώρα οι προστάτες τους εκλιπαρούσαν για τη ζωή τους.
Η Ειδική Ασφάλεια συνεργαζόταν άμεσα με τα SS, την Μυστική Αστυνομία -Sicherheitspolizei την τρομακτική SiPo- και την Υπηρεσία Ασφαλείας Sicherheitsdienst, την SD. Στα μπλόκα οι βιαιότητες που διέπραξαν έκαναν πολλές φορές ακόμη και τους Γερμανούς να κοκκινίσουν.
Στο μπλόκο της Καλογρέζας εμφανίστηκε κάποια στιγμή ο διοικητής της «Ειδικής» Αλέξανδρος Λάμπου, βαστώντας μια εικόνα της Παναγίας. Περπατούσε αργά ανάμεσα στους συλληφθέντες αγωνιστές που θα τους εκτελούσαν εν ψυχρώ και φώναζε: «Με την διαταγήν αυτής, θα πιω αίμα».
Αν και ο κύριος σκοπός της Διεύθυνσης Ειδικής Ασφαλείας ήταν οι διώξεις και οι συλλήψεις κομμουνιστών, η Ειδική Ασφάλεια στράφηκε και εναντίον οργανώσεων μη κομμουνιστικών, όπως η οργάνωση της Λέλας Καραγιάννη.
Ο τρόμος τους όμως ήταν ο ΕΛΑΣ. Όλες τις φορές που ήρθαν αντιμέτωποι με άνδρες του ΕΛΑΣ, οι νταήδες της «Ειδικής» το έβαλαν στα πόδια παρατώντας οπλισμό και οχήματα.
Μετά την κατοχή
Και ενώ θα περίμενε κάποιος, μετά την κατοχή να γίνει ότι συνέβη σε όλη την Ευρώπη, όπου οι συνεργάτες των Ναζί, πέρασαν από δίκες και τιμωρήθηκαν παραδειγματικά, στην Ελλάδα, οι συνεργάτες των κατακτητών συνέχισαν να απολαμβάνουν μια προκλητική ασυλία από το μετα κατοχικό κράτος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη δίκη – παρωδία που έγινε μετά την απελευθέρωση για τους δωσίλογους, πολλοί άνδρες της «Ειδικής» καταδικάστηκαν (με βαριά καρδιά είναι η αλήθεια).
Κάθισαν στη φυλακή από λίγες εβδομάδες μέχρι λίγους μήνες και επέστρεψαν στις προηγούμενες θέσεις τους. Ο Αναστάσιος Παιτέρης για παράδειγμα, νούμερο 2 της «Ειδικής» με βαμμένα κατακόκκινα από το αίμα αθώων τα χέρια του, ως «εθνικόφρων», επέστρεψε. Ανέβηκε στο βαθμό του στρατηγού και έγινε μάλιστα και αρχηγός της χωροφυλακής το 1954, για 3 χρόνια.
Ο αρχιβασανιστής ανθυπασπιστής της Ειδικής Ασφάλειας Ευσέβιος Παρθενίου, καταδικάστηκε σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε ύστερα από λίγο και έγινε μοίραρχος της Χωροφυλακής.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.