Παρά τη μεγάλη ιστορία και την ισχυρή θέση που κατείχε το νησί κατά το παρελθόν, στις μέρες μας το νησί είναι άγονο, ακατοίκητο και διαθέτει ελάχιστες πηγές νερού.
Βρίσκεται ανάμεσα στην Ύδρα και την Ερμιόνη στον Αργολικό κόλπο και πολλοί είναι αυτοί που αγνοούν την ύπαρξή αλλά και τη σπουδαιότητά του ανά τους αιώνες. Κατά το παρελθόν ονομαζόταν Απεροπία, λόγω της άπειρης θέας που προσέφερε η στρατηγική του θέση, ενώ μετονομάζεται σε Δοκός κατά τη βυζαντινή περίοδο λόγω της γεωγραφικής του θέσης, ονομασία που διατηρεί ακόμα και στις μέρες μας.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα πρώτα σημάδια κατοίκησής του αναφέρονται σύμφωνα πάντα με αρχαιολογικές έρευνες στην εποχή του χαλκού, δηλαδή πριν από 6000 χρόνια.
Κατά την Πρωτοελλαδική II περίοδο, στη βόρεια ακτή της νήσου, ιδρύονται δύο μόνιμες εγκαταστάσεις, στο Ακρωτήριο Μύτη Κομμένη και στη θέση Λέδεζα, με μεγάλη ακμή του θαλάσσιου εμπορίου τόσο στα νερά του Αργοσαρωνικού όσο και στο Μυρτώο πέλαγος.
Όμως παρά τη μεγάλη ιστορία και την ισχυρή θέση που κατείχε ο Δοκός κατά το παρελθόν, στις μέρες μας το νησί είναι άγονο, ακατοίκητο και διαθέτει ελάχιστες πηγές νερού. Πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, το χρησιμοποίησαν ως ένα ασφαλές αγκυροβόλιο, κάτι που συνέβη και κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821.
Τον Αύγουστο του 1975 ο Peter Throckmorton, πρωτοπόρος ερευνητής των βυθών, εντόπισε μια μεγάλη συγκέντρωση σπασμένης κεραμικής μάζας στο βυθό της νήσου Δοκού, σε βάθος 15-30 μέτρων. Λίγο αργότερα επέστρεψε στο σημείο μαζί με τον αρχαιολόγο Γιώργο Παπαθανασόπουλο και μαζί προσπάθησαν να χρονολόγησαν τα ευρήματα που είχε ανακαλύψει.
Τα αποτελέσματα ήταν πραγματικά απίστευτα. Τα κεραμικά ανήκαν στην περίοδο της πρωτοελλαδικής εποχής, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για το αρχαιότερο ναυάγιο του κόσμου, χρονολογημένο στα 2200 π.Χ. Η υποβρύχια ανασκαφική έρευνα, η οποία κράτησε 4 ολόκληρα χρόνια λόγω της σπανιότητας αλλά και της σημασίας των ευρημάτων, έφερε στην επιφάνεια δύο λίθινες άγκυρες, μεγάλες ποσότητες κεραμικής όπως λυχνάρια, μαγειρικά σκεύη καθώς και πλήθος λίθινων εργαλείων, όπως μυλόπετρες, τριπτήρες από τον Σαρωνικό και λεπίδες οψιανού από τη Μήλο.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως το πρωτοελλαδικό πλοίο ναυάγησε στον Όρμο Σκίντου, διότι ο καπετάνιος γνώριζε ότι εκεί υπήρχε οικισμός και ότι ο όρμος θα του προσέφερε καταφύγιο. Η εκτίμηση λοιπόν είναι ότι το ναυάγιο προκλήθηκε όταν το σκάφος κινδύνευσε λόγω της τρικυμίας και πάνω στην προσπάθεια να στρίψει μέσα στον όρμο έχασε την ευστάθεια και βούλιαξε σε μικρή απόσταση από τη νότια βραχώδη ακτή του Ακρωτηρίου Κομμένη.
Στον Δοκό του σήμερα, στον ίδιο όρμο, αρκετά ιστιοπλοϊκά αλλά και τουριστικά βρίσκουν προσωρινό αγκυροβόλιο κατά το πέρασμά τους από τον Σαρωνικό στο Μυρτώο και αντίστροφα, αγνοώντας όμως τη σημασία του ανά τους αιώνες. Τα διαυγή πεντακάθαρα νερά του, η ηρεμία του τόπου αλλά και η ασφάλεια που συναντούν είναι ο μόνος λόγος διαμονής άλλωστε, τη στιγμή που τα μόνα σημάδια ζωής που βλέπει ο επισκέπτης αναφέρονται στα τρία γαϊδουράκια, στις ελεύθερες γαλοπούλες, και στα κατσίκια που βελάζουν βόσκοντας ελεύθερα στον κατά δικό τους τόπο που το υπουργείο πολιτισμού έχει κηρύξει πλέον αρχαιολογικό χώρο.