Η γκιλοτίνα ήρθε στην Ελλάδα επί βασιλείας Όθωνα. Πριν το 1833, όσοι καταδικάζονταν σε θάνατο από τα ελληνικά δικαστήρια απαγχονίζονταν ή τουφεκίζονταν.
Η καθιέρωση της λαιμητόμου ως μέσο εκτέλεσης ήταν εισήγηση του Λουδοβίκου Α’, πατέρα του Όθωνα. Σκοπός του ήταν ο βάρβαρος αυτός θάνατος να λειτουργήσει ως φόβητρο όσων σκέφτονταν να εξεγερθούν εναντίον του ανήλικου βασιλιά.
Ο νόμος που θεσμοθετούσε τη χρήση της γκιλοτίνας στην Ελλάδα δημοσιεύτηκε επίσημα στις 18 Δεκεμβρίου του 1833 και ανέφερε τα εξής: «Ο καταδικασθείς εις θάνατον αποκεφαλίζεται δια της λαιμητόμου, εις τόπον δημόσιον, οριζόμενον δια της ποινικής αποφάσεως. Η περιουσία του, άμα κοινοποιηθείσης της τελεσιδίκου αποφάσεως, ανήκει εις τους κληρονόμους του. Ο ίδιος, από της στιγμής ταύτης, καθίσταται ανίκανος να διαθέση και πάσα πράξις αφορώσα συμβόλαιόν τι μεταξύ αυτού και των ζώντων, είναι άκυρος. Το σώμα του ενταφιάζεται ησύχως και άνευ πομπής, ημπόρει δε κατ’ έγκρισιν της ιδίας αρχής και να παραδοθεί ζητηθέν εις χείρας των συγγενών του, δια να ενταφιασθεί εν άκρα σιγή».
Η εισαγόμενη λαιμητόμος ήταν μεταχειρισμένη
Παράλληλα με τη δημοσίευση του νόμου, έγινε η παραγγελία της πρώτης λαιμητόμου από την «γενέτειρά» της, την Γαλλία. Λίγες εβδομάδες αργότερα, το μεγάλο μηχάνημα έφτασε με πλοίο από τη Μασσαλία στο Ναύπλιο. Συνοδευόταν από πολλές ανταλλακτικές λεπίδες, καθώς και ένα ζωντανό «εγχειρίδιο χρήσης».
Ένας έμπειρος Γάλλος δήμιος είχε ταξιδέψει μαζί, προκειμένου να μυήσει τους Έλληνες συναδέλφους του και να τους μάθει όλα τα μυστικά του χειρισμού της. Η λαιμητόμος ήταν μεταχειρισμένη και δεν έκοβε καλά. Μάλιστα την περιέγραφαν ως γερασμένη και ετοιμόρροπη. Υποψήφιοι για τη δοκιμή της υπήρχαν πολλοί.
Την εποχή εκείνη, τα κακουργιοδικεία του Ναυπλίου, του Μεσολογγίου και της Θήβας είχαν εκδώσει αρκετές θανατικές αποφάσεις εις βάρος ληστών και φονιάδων που περίμεναν να εκτελεστούν. Εν τέλει, ο πρώτος που επιλέχθηκε να την εγκαινιάσει άκουγε στο όνομα Γεώργιος Μητρομαργαρίτης και ήταν ένας από τους πιο αιμοβόρους ληστοπειρατές, με πάνω από 50 φόνους στο ενεργητικό του.
Από αυτή την πρώτη εκτέλεση φάνηκαν τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε η μέθοδος στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με πολλές χώρες της δυτικής Ευρώπης, όπου ο λαός είχε αποδεχτεί την λαιμητόμο ως δημόσιο θέαμα, στους Έλληνες πολίτες η πρακτική προκαλούσε αντιδράσεις.
Κατά την προγραμματισμένη εκτέλεση του Μητρομαργαρίτη στο Ναύπλιο, ο Γάλλος δήμιος χρειαζόταν βοηθούς. Όσες εκκλήσεις κι αν απεύθυνε, κανείς δεν έδειχνε πρόθυμος να μετέχει στην μακάβρια διαδικασία. Τελικά, μετά από αρκετή ώρα, δέχθηκαν να τον βοηθήσουν ένας Βούλγαρος και ένας Ιταλός. Το ίδιο πρόβλημα ανέκυψε και στις επόμενες εκτελέσεις.
Παρότι ο δήμιος ήταν τυπικά ένας δημόσιος λειτουργός με κανονική αμοιβή, οι άνθρωποι θεωρούσαν το έργο που καλούταν να εκτελέσει αποτρόπαιο. Ακόμα και ανάμεσα στους ισοβίτες των φυλακών όλης της χώρας, ο μόνος που τελικά δέχθηκε το «πόστο» ήταν ένας Αλβανός ληστής ονόματι Χασάν Αρναούτ. Ο Γάλλος δήμιος τον εκπαίδευσε στον χειρισμό της γκιλοτίνας και σύντομα ο Αρναούτ εγκαταστάθηκε στο νέο τόπο διαμονής του, το Μπούρτζι στο Ναύπλιο.
Οι επεισοδιακοί αποκεφαλισμοί
Επί οκτώ χρόνια, ο δήμιος αποκεφάλισε δεκάδες κατάδικους από πολλά μέρη της Ελλάδας. Η βάση του ήταν το Ναύπλιο, όμως όποτε υπήρχε ανάγκη μετακινούταν. Οι περισσότερες εκτελέσεις στις οποίες μετείχε ήταν επεισοδιακές. Οι μελλοθάνατοι προέβαλαν έντονη αντίσταση, ενώ το κοινό γιούχαρε τον δήμιο. Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονταν τόσο οι συγγενείς των θυμάτων, όσο και απλοί πολίτες που το θέαμα τους προκαλούσε αποστροφή.
Όταν τελικά ο Αρναούτ αποφάσισε να αποσυρθεί, δεν κατάφερε να αποτινάξει το παρελθόν του. Μαζί με έναν πιστό Αλγερινό βοηθό του, έφυγαν βράδυ από το Μπούρτζι, φορτωμένοι με χρυσά φλουριά που είχαν μαζέψει από τις αμοιβές τους όλα αυτά τα χρόνια.
Το επόμενο πρωί, τα πτώματά τους βρέθηκαν μαχαιρωμένα στην παραλία. Δίπλα τους, τα πουγκιά με το χρυσάφι ήταν απείραχτα. Τα κίνητρα του δολοφόνου ήταν ξεκάθαρα εκδικητικά.
Έλληνες δήμιοι
Αυτή τη φορά, βρέθηκαν Έλληνες πρόθυμοι να διαδεχθούν τον Χασάν Αρναούτ. Εκπαιδεύτηκαν, μεταφέρθηκαν στο Μπούρτζι και ανέλαβαν δράση. Ένας από αυτούς, ο πιο διαβόητος, άκουγε στο όνομα Ιωάννης Αμοιραδάκης.
Όπως πολύ εύστοχα τον περιέγραφε δημοσιογράφος της εφημερίδας «Εμπρός» στις αρχές του 20ου αιώνα: «Δεν γνωρίζω όνομα εκφραστικότερο και χαρακτηριστικότερο από εκείνο το πασίγνωστο το οποίο φέρει ο ασκητής του Μπουρτζίου.
Ο Αμοιραδάκης, με όλη του τη φήμη την αιματηρή, είναι άμοιρος και δυστυχής άνθρωπος. Σε κάθε θανατική εκτέλεση, ο κόσμος, ο οποίος συγχωρεί τους κακούργους, λαμβάνει αφορμή να τον καταραστεί και να τον αναθεματίσει. Για κακούργους που έχουν φονεύσει και ληστέψει δέκα και δεκαπέντε ανθρώπους, η ανθρώπινη επιείκεια είναι πρόθυμος, αλλά γι’ αυτόν συγχώρηση δεν υπάρχει».
Η όψη του Αμοιραδάκη επέτεινε κατά κάποιο τρόπο την απέχθεια του κόσμου προς το πρόσωπό του. Κρητικός στην καταγωγή, ήταν μελαχρινός, ψηλός και πολύ αδύνατος, όμως μυώδης. Τα μάτια του ήταν μεγάλα και πολλοί τα περιέγραφαν «γεμάτα θλίψη», ενώ η φωνή του ακουγόταν σπάνια. Ντυνόταν πάντα στα μαύρα, το βήμα του ήταν αργό και σταθερό και το πρόσωπό του ανέκφραστο.
Από την άλλη, πίσω από το προσωπείο του εκτελεστή, ο ίδιος δήλωνε ευσεβής και φιλάνθρωπος. Έβλεπε τα χρέη δημίου ως ένα απλό επάγγελμα που δεν καθόριζε την ηθική και τον χαρακτήρα του. Άλλωστε, θεωρούσε ότι η λαιμητόμος ήταν ένας γρήγορος και ανώδυνος θάνατος. Δεν του άρεσε να βασανίζει τους κατάδικους. Αυτό φαίνεται και από την εξιστόρηση ενός περιστατικού που έχει διασωθεί.
Η αγανάκτηση του δήμιου
ο βράδυ πριν τον αποκεφαλισμό του δολοφόνου του δημάρχου της Κέρκυρας, είχε βρέξει καταρρακτωδώς. Η γκιλοτίνα είχε γεμίσει νερά, το ξύλο είχε φουσκώσει και η λεπίδα δεν γλιστρούσε όπως έπρεπε. Έτσι όταν ο Αμοιραδάκης άφησε το ξύλο να πέσει, η λεπίδα δεν διαπέρασε τον λαιμό του μελλοθάνατου, παρά μόνο τον τραυμάτισε σοβαρά. Τότε εκείνος έβγαλε μία κραυγή απελπισίας: «Γιατί με παιδεύετε έτσι;».
Εμφανώς ταραγμένος, ο Αμοιραδάκης κατάφερε να ολοκληρώσει την διαδικασία με την τρίτη προσπάθεια. Το πλήθος έβριζε και έβγαζε κραυγές αποτροπιασμού. Τότε για πρώτη φορά, ο σκληρός δήμιος λύγισε. «Εγώ δε φταίω! Ας όψονται αυτοί που χαλάσανε το μηχάνημα. Δεν ορκίστηκα για να βασανίζω τους ανθρώπους… Να διορθώσουν το μηχάνημα πρώτα και ύστερα να με φέρουν. Σήμερα άλλους δεν κόβω!».
Και πράγματι ο κρητικός δήμιος φόρεσε το καπέλο του και αποχώρησε. Οι υπόλοιπες εκτελέσεις έγιναν τρεις μέρες αργότερα. Ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που ο Αμοιραδάκης έβγαινε εκτός εαυτού. Σε αντίθεση με τους περισσότερους «συναδέλφους» του, συνήθιζε να είναι υπομονετικός, να μην απαντά στις ύβρεις και, όσο περνούσε από το χέρι του, να συντομεύει τις τελευταίες βασανιστικές στιγμές των εκτελεσθέντων.
Το κελί του στο Μπούρτζι ήταν γεμάτο με εικόνες αγίων. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι έδινε μεγάλο μέρος της αμοιβής του σε φιλανθρωπίες μέσω του ιερέα του φρουραρχείου. Μάλιστα, το έκανε ανώνυμα για να μην υπάρχει κίνδυνος να αρνηθούν οι αποδέκτες.
Κατά την πολυετή θητεία του, εκτέλεσε προσωπικότητες που είχαν απασχολήσει την κοινή γνώμη της εποχής. Μεταξύ των θυμάτων του, φιγουράρουν ονόματα όπως εκείνο του Κωσταγερακάρη, δολοφόνου του Δηλιγιάννη, του ληστή Γιαταγάνα, του Γεωργίου Καρδίτση που είχε αποπειραθεί να σκοτώσει τον βασιλιά Γεώργιο, αλλά και των λήσταρχων Τσεκουραίων.
Εν τέλει, ο Ιωάννης Αμοιραδάκης δεν γλίτωσε την «κατάρα» του επαγγέλματος. Οι περισσότεροι δήμιοι στην Ελλάδα βρήκαν τραγικό θάνατο μετά την απόσυρσή τους. Ο Αμοιραδάκης δεν έφυγε από χέρι οργισμένου συγγενή εκτελεσθέντα. Έχασε τα λογικά του, διαγνώστηκε με μανία καταδίωξης και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του απομονωμένος στις βουνοπλαγιές του τόπου του. Κάποια στιγμή, το σώμα του εντοπίστηκε σε ένα ρέμα, μισοφαγωμένο από τα αγρίμια.
Τέλος εποχής
Η χρήση της λαιμητόμου δεν ευόδωσε τελικά στην Ελλάδα. Όταν κάποια στιγμή έφτασαν στο Ναύπλιο δύο νέες, οι κάτοικοι τις έκαψαν.
Η αυθεντική συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.
Το 1913 σταμάτησαν και επίσημα οι καρατομήσεις και επανήλθε ως τρόπος εκτέλεσης ο τουφεκισμός.
Η ιστορική λαιμητόμος του Όθωνα σήμερα βρίσκεται στο Εγκληματολογικό Μουσείο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου