Σήμερα ένα κουτί δημητριακών Kelloggs, μπαίνει σχεδόν σε κάθε σπίτι και είναι ένα πρωινό που εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο το προτιμούν. Η ιστορία του Kellogs, ξεκινάει στα μέσα του 19ου αιώνα και είναι μια ιστορία μίσους ανάμεσα σε δυο αδέρφια.
Ο John Harvey και ο Will Keith Kellogg, γεννήθηκαν στο Battle Creek του Μίσιγκαν των ΗΠΑ με διαφορά 8 χρόνων μεταξύ τους. Ο John γεννήθηκε το 1852 και ο Will το 1860. Από μικροί τα δυο αγόρια δεν τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους.
Ακόμη και στα παιχνίδια υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ του «μεγάλου» και του «μικρού» και δεν ήταν λίγες οι φορές που πιάνονταν στα χέρια με τη μητέρα τους να παίζει τον πυροσβέστη και να τους χωρίζει.
Η αλήθεια είναι πως οι γονείς των δυο παιδιών πάντα θεωρούσαν ότι ο John είναι ο εξυπνότερος, το «καμάρι» της οικογένειας ενώ για τον Will έλεγαν πως «δεν τον βοηθάει και πολύ το μυαλό του, αλλά με τη βοήθεια του αδερφού του θα βρει τον δρόμο του».
Ο John έφυγε για να σπουδάσει γιατρός και όταν επέστρεψε στην πόλη του, βρήκε αμέσως δουλειά. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα ο John, κατάφερε να ανοίξει δική του κλινική με πολλή πελατεία την «Battle Creek Sanitarium».
Κλινική για πλούσιους
Η κλινική απευθυνόταν αποκλειστικά σε πλούσιους και συνδύαζε τις πτυχές ενός ευρωπαϊκού σπα, ενός νοσοκομείου και ενός ξενοδοχείου υψηλής ποιότητας. Ο John βέβαια μπορεί να περιέθαλπε πλούσιους και διάσημους αλλά αυτό που είχαν όλοι να λένε στην πόλη του, είναι πως ποτέ δεν έκλεινε την πόρτα σε ανθρώπους που δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά το κόστος άλλων νοσοκομείων.
Ο John ήταν μέλος της «εκκλησίας των Αντβεντιστών της έβδομης ημέρας», ενός προτεσταντικού σκέλους χιλιαστών που εκτός όλων των άλλων έδινε τεράστια σημασία στη διατροφή ως μέσον για καλύτερη υγεία και στην υπεράσπιση της χορτοφαγίας.
Από το νοσοκομείο του πέρασαν όχι απαραίτητα για νοσηλεία, μεγάλες προσωπικότητες της εποχής όπως ο Thomas Edison, ο Henry Ford και η Amelia Earhart, που υποβλήθηκαν σε θεραπείες για τη βελτίωση του πεπτικού συστήματος.
Όταν ο John έφτανε στα 30 του χρόνια, προσέλαβε στην κλινική τον 22χρονο αδερφό του Will. Η συμφωνία ήταν ο Will να αναλάβει το marketing και το επιχειρηματικό κομμάτι της εταιρίας.
Στο ναδίρ
Η σχέση τους τότε έφτασε στο ναδίρ. Ο Will δεν είχε κανένα περιθώριο να πραγματοποιήσει τις ιδέες του και ήταν υποχρεωμένος να δέχεται την απαξιωτική συμπεριφορά του αδερφού του.
Δεν είχε δικό του γραφείο, και η δουλειά του ήταν να ακολουθεί παντού τον αδερφό του, ακόμη και μέχρι την τουαλέτα, και να καταγράφει σε ένα μπλοκάκι τις ιδέες που είχε ο John, χωρίς να μιλάει.
Μέσα στους τεράστιους χώρους της κλινικής ο John κυκλοφορούσε από κτίριο σε κτίριο με ποδήλατο. Ο Will, από δίπλα έτρεχε με τα πόδια του να τον προλάβει και να σημειώσει ότι έλεγε. Δεν έπρεπε να του ξεφύγει το παραμικρό.
Και οι μέρες περνούσαν και γίνονταν μήνες και οι μήνες χρόνια. Ο Will δεν έφερνε ποτέ αντίρρηση. Το μίσος όμως που είχε για τον αδερφό του, και το οποίο θέριεψε όσο δούλευαν μαζί, του έκαιγε τα σωθικά.
Σαν μέλη της «εκκλησίας των Αντβεντιστών» τα δυο αδέρφια άρχισαν να πειραματίζονται επάνω σε νέα μοτίβα διατροφής των ασθενών τους, τα οποία έπρεπε να είναι αυστηρά χορτοφαγικά.
Άρχισαν να πειραματίζονται με διάφορους κόκκους δημητριακών, όπως σιτάρι, βρώμη, ρύζι, κριθάρι και καλαμπόκι. Όλες αυτές τις συνταγές ο John τις χρησιμοποιούσε ως μέρος μιας σκληρής δίαιτας των ασθενών του, η οποία περιλάμβανε τελείως ήπιες γεύσεις.
Σαν πιστός χιλιαστής, πίστευε πως οι έντονες γεύσεις όπως οι γλυκές ή οι καυτερές αυξάνουν τη σεξουαλική όρεξη. Κατά συνέπεια πίστευε ότι τα κορν φλέικς θα μείωναν τη σεξουαλική επιθυμία.
Από ένα λάθος
Ένα μεσημέρι όμως συνέβη ένα λάθος, ένα ατύχημα που θα άλλαζε τα πάντα. Ο γιατρός και ο αδερφός του ενώ ήταν στην κουζίνα, άφησαν μαγειρεμένο σιτάρι να καθίσει και έφυγαν για να ασχοληθούν με κάποια θέματα της κλινικής.
Όταν επέστρεψαν διαπίστωσαν ότι το σιτάρι είχε μπαγιατέψει, αλλά καθώς είχαν πολύ αυστηρό προϋπολογισμό αποφάσισαν να πιέσουν το ζυμάρι με πλάστες για να φτιάξουν φύλλα ζύμης. Προς έκπληξή τους διαπίστωσαν ότι αντί για φύλλα δημιουργούνταν νιφάδες τις οποίες έψησαν και σέρβιραν στους ασθενείς.
Οι ασθενείς ενθουσιάστηκαν απίστευτα με το νέο γεύμα που τους σέρβιραν στην κλινική. Σε λίγο καιρό από στόμα σε στόμα, άρχισαν να πηγαίνουν άνθρωποι για να νοσηλευτούν όχι επειδή είχαν κάποιο πρόβλημα υγείας, αλλά για να λάβουν την δίαιτα με τις νιφάδες.
Η μεγάλη κόντρα
Ο Will τότε σκέφτηκε πως το προϊόν αυτό έπρεπε να το κατοχυρώσουν και να το ρίξουν στην αγορά. Πίστευε ότι θα θησαύριζαν. Ο John όμως ήταν κάθετα αντίθετος. Δεν ήθελε να γίνει κάτι τέτοιο.
Με τα πολλά ο μικρός αδερφός κατάφερε να πείσει τον μεγάλο. Όμως έκανε κάτι που έφερε τη σχέση τους στα άκρα. Μια μέρα πριν κυκλοφορήσει το προϊόν, ο Will έδωσε εντολή να προστεθεί στις νιφάδες ζάχαρη.
Ήθελε έτσι να είναι πιο εύγευστο για τον κόσμο κάτι που θα σήμαινε μεγαλύτερες πωλήσεις. Όταν ο καλός χιλιαστής John το έμαθε έγινε έξαλλος. Ο καβγάς των δυο αδελφών μέσα στο γραφείο του ήταν ομηρικός.
Ο Will που τόσα χρόνια ζούσε στη σκιά του, και καταπίεζε τον θυμό και το μίσος του, ξέσπασε άγρια. Η ρήξη ήταν οριστική. Το ημερολόγιο έδειχνε το σωτήριον έτος 1906.
Τα δυο αδέρφια χώρισαν τους δρόμους τους και μάλιστα άσχημα. Ο Will Kellogg ίδρυσε την Battle Creek Toasted Cornflake Company και έριξε εκατομμύρια δολάρια σε διαφημιστικές εκστρατείες.
Μάλιστα το σλόγκαν ήταν «ακόμη και ο μπαμπάς μπορεί τώρα να φτιάξει πρωινό». Έβαλε μάλιστα και το επίθετο του στο κουτί «Kellogg’s». Την ίδια στιγμή ο John μισούσε το γεγονός ότι ο αδερφός του πήγαινε καλά, μα πολύ περισσότερο μισούσε το γεγονός ότι ο «μικρός που δεν του βοηθάει καθόλου» βγάζει εκατομμύρια.
Και τότε έκανε δυο κινήσεις. Πρώτον μήνυσε τον Will επειδή χρησιμοποίησε το επίθετο Kellogg και αμέσως μετά το 1908, ίδρυσε δική του εταιρία με το ίδιο προϊόν, την «The Kellogg Toasted Corn Flake Company».
Μύλος
Τα δυο αδέρφια πέρασαν 9 χρόνια από τη ζωή τους να κυνηγάει δικαστικά ο ένας τον άλλον. Το μίσος ήταν απύθμενο. Μέχρι που το 1917 ένα δικαστήριο δικαίωσε τον Will. Μάλιστα ο δικαστής αποφάσισε ότι έπρεπε να πάρει όλα τα χρήματα που είχε βγάλει ο αδερφός του από τα δημητριακά τα τελευταία 10 χρόνια.
Τελικά ο «μικρός» πήρε την εκδίκηση του αλλά δεν μπορούσε όπως λένε οι γνωστοί του να το απολαύσει. Έπειτα από τόσα χρόνια μίσους και κακοποίησης είχε γίνει παρανοϊκός, πικρόχολος και πολλές φορές εχθρικός απέναντι σε όλους. Έφτασε σε σημείο μάλιστα να μην του μιλάνε τα ίδια του τα παιδιά.
Τα δυο αδέρφια δεν ξαναμίλησαν ποτέ. Λίγο πριν πεθάνει ο John έγραψε ένα γράμμα προς τον αδερφό του. Του ζητούσε να τον συγχωρέσει για όλα και εξέφρασε την μεταμέλεια του. Το έδωσε στη γραμματέα του να το ταχυδρομήσει.
Η γραμματέας όμως δεν το έκανε ποτέ. Θεώρησε πως αυτό το γράμμα θα εκλαμβάνονταν από τον Will ως ένδειξη αδυναμίας του αφεντικού της. Το κράτησε βαθιά στο τελευταίο συρτάρι του γραφείου της.
Ο John πέθανε σε ηλικία 91 ετών, το 1943. Πέντε χρόνια μετά, το 1948, ο Will, έλαβε εκείνο το γράμμα που δεν του στάλθηκε ποτέ. Στο μεταξύ είχε χάσει την όραση του και έβαλε τη γραμματέα του να του το διαβάσει.
Η ίδια είπε μετά από χρόνια πως ήταν η πρώτη φορά που τον είδε να κλαίει. Έκλαψε σιωπηλά με λυγμούς να τον πνίγουν. Ο Will πέθανε το 1951 και αυτός στα 91 του χρόνια.