Μετά ένα χρόνο περίπου στις 16 Οκτωβρίου 1915 η Μεγάλη Βρετανία προσφέρει την Κύπρο στην Ελλάδα με αντάλλαγμα την συμμετοχή της Ελλάδας στον Α! Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον των Γερμανών, των Τούρκων και των Βουλγάρων. Τότε η Ελλάδα βρισκόταν στην καρδιά του εθνικού διχασμού και η κυβέρνηση Ζαῒμη απέρριψε την προσφορά στις 17 Οκτωβρίου 1915.
Αξίζει όμως να δούμε τι διαδραματιζόταν τότε στην Ελλάδα. Οι φιλοβασιλικοί, που εκπρόσωπος της πολιτικής τους παράταξης ήταν ο Ίωνας Δραγούμης αλλά και το στρατιωτικό επιτελείο του Ιωάννη Μεταξά υποστηρίζουν τον γερμανο-αυστριακό άξονα, το ίδιο υποστηρίζει και ο φιλογερμανός βασιλιάς Κωνσταντίνος και έτσι εξαναγκάζουν τον Βενιζέλο που στήριζε τον Αγγλογαλλικό άξονα σε παραίτηση, την θέση του παίρνει ο Ζαίμης και απορρίπτουν τη προσφορά της Κύπρου από την Αγγλία και έτσι η Ελλάδα αποφεύγει τον πόλεμο προσωρινά βέβαια. Βέβαια η διαμάχη Βενιζέλου και παλατιού δεν ξεκίνησε το 1915 αλλά πολύ νωρίτερα από την εποχή της Επανάστασης των Κρητικών ενάντια στους Τούρκους και των διπλωματικών αγώνων για ένωση της Κρήτης στον ελληνικό εθνικό κορμό, κάτι βέβαια που έγινε επίσημα με την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου τον Οκτώβρη του 1912.
Αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πλέον είναι ότι εάν η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο στο πλευρό των Άγγλων, των Γάλλων και των Ρώσων γινόταν έγκαιρα και όταν της ζητήθηκε, θα είχε ως αποτέλεσμα την προσάρτηση και της Κύπρου. Δυστυχώς για τον ελληνισμό, δυστυχώς για το αιματοβαμμένο νησί μας που η προσφορά του ήταν τεράστια σε όλους τους αγώνες του έθνους, οι γερμανοκινούμενες δυνάμεις προτίμησαν τα εξυπηρετήσουν για άλλη μια φορά τη Γερμανία αλλά και την Τουρκία και έτσι χάθηκε η μεγάλη αυτή ευκαιρία για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Βέβαια το ηθικό των Κυπρίων και οι ελπίδες τους αναπτερώθηκαν όταν η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο, και ιδιαίτερα όταν ανέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ιδιαίτερα όταν στις 9 Ιανουαρίου 1918, ο Βενιζέλος δηλώνει στον Άγγλο πρεσβευτή στην Αθήνα λόρδο Γκράνβιλ πως είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι, σαν τελειώσει ο πόλεμος, η κυβέρνηση της Βρετανίας δεν μπορεί παρά να παραχωρήσει τη Μεγαλόνησο στην Ελλάδα, ύστερα από τόσες διακηρύξεις που έχει κάνει η Βρετανία υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών, υπέρ της διακυβέρνησης σύμφωνα με την αρχή των εθνοτήτων και με τη συναίνεση των διοικουμένων.
Όπως ήταν φυσικό επόμενο οι Έλληνες της Κύπρου συνεχώς με τηλεγραφήματα και υπομνήματα μετέφεραν το αίτημα τους στον Έλληνα Πρωθυπουργό όπως μεριμνήσει και για την δική τους εθνική αποκατάσταση. Μάλιστα αμέσως μετά τον πόλεμο αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ! και όλους τους Έλληνες Κύπριους βουλευτές του νησιού, μετέβησαν στο Λονδίνο, το ταξίδι αυτό έμεινε γνωστό ως «το ταξίδι της πρεσβείας». Περιελάμβανε ακόμη αυτό το ταξίδι και την μετάβαση τους και στο Παρίσι όπου γινόταν η Διάσκεψη Ειρήνης, στο περιθώριο της οποίας συναντήθηκαν και με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος τους ανακοίνωσε τον Αύγουστο του 1920, την οριστική απόφαση του Λονδίνου για μη παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, το οποίο ανακοινώθηκε και από το σχετικό Αγγλικό Υπουργείο των Αποικιών στις 26 Οκτωβρίου 1920.
Κάπου οι Άγγλοι έπαιζαν ένα περίεργο παιχνίδι με τις ελπίδες του κυπριακού λαού, δίνοντας ελπίδες και διαψεύσεις ταυτόχρονα. Στις 13 Μαίου 1919 , στο Συνέδριο της Ειρήνης, ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Λόυντ Τζωρτζ δήλωσε ότι: «Επιθυμία μου είναι να δώσω το νησί της Κύπρου στην Ελλάδα». Όπως ήταν φυσικό επόμενο ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος έσπευσε να αποδεχτεί την προσφορά, εκφράζοντας μάλιστα και την ευγνωμοσύνη της χώρας του, αλλά και διαβεβαιώνοντας τον Άγγλο πρωθυπουργό ότι η αποδοχή αυτή ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που οι Βρετανοί θα ήθελαν να διατηρήσουν την επικυριαρχία τους σε κάποιο από τα λιμάνια του νησιού και σε έκταση ανάλογη για ένα ή δύο αεροδρόμια, έπειτα από δική τους επιλογή. Κι ακόμη, δηλώνει ότι σε περίπτωση πολέμου, η Βρετανία θα είχε την εξουσιοδότηση να χρησιμοποιήσει «ολόκληρο το νησί σαν βάση για τις στρατιωτικές, ναυτικές και αεροπορικές επιχειρήσεις της».
Βέβαια αυτό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί η Κύπρος για την Αγγλία ήταν ένα καθαρά στρατηγικό σημείο που εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί ακόμη μέσω των βάσεων τα συμφέροντα της στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι παρ’ όλες τις προσπάθειες του Βενιζέλου με τον τότε πρωθυπουργό της Αγγλίας που ήταν φιλικά προσκείμενος του και στήριζε το να δοθεί η Κύπρος στην Ελλάδα, δεν είχαν αποτέλεσμα γιατί τόσο το Φόρειν Όφις όσο και το Γενικό Επιτελείο, δεν έπαυαν να υπογραμμίζουν την σκληρή πραγματικότητα: η Κύπρος ήταν απαραίτητη για τις βρετανικές επικοινωνίες στον δρόμο προς τη Μέση Ανατολή και τα πετρέλαιά της. Είναι χαρακτηριστική και η επιβεβαίωση της μη παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα, που εδόθη από τον Άγγλο Υπουργό Εξωτερικών Κέρζον στο Βενιζέλο όταν επισκέφθηκε το Λονδίνο τον Αύγουστο του 1920, «η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος δεν έχει την πρόθεση να παραδώσει το νησί σε κανέναν».
Βέβαια οι Βρετανοί εύρισκαν και μια άλλη δικαιολογία ότι η Κύπρος δεν τους ανήκε τυπικά ακόμη. Όμως κι αυτό το τυπικό μέρος το τακτοποίησαν, όσο και φαίνεται περίεργο, στην Συνθήκη της Λοζάνης το 1923 όπου γίνεται αναφορά στην Κύπρο, μάλιστα η Τουρκία παραιτήθηκε, από όλα τα δικαιώματα της πάνω στο νησί. Έτσι δύο χρόνια αργότερα την 1η Μαίου 1925 η Αγγλία ανακηρύσσει την Κύπρο ως αποικία του στέμματος.
Περί προσφοράς Κύπρου το 1915
Επειδή κατά καιρούς προβάλλονται αντίθετοι ισχυρισμοί, αναφορικά με προσφορά της Κύπρου από την Αγγλία στην Ελλάδα το 1915 και συζητείται η άρνηση αποδοχής από την Αθήνα, κρίνεται χρήσιμο να διευκρινιστούν επαναλαμβανόμενα ιστορικά γεγονότα και να τονισθεί η αλήθεια. Υπάρχουν δε δύο εκδοχές επί των πραγμάτων:
Πρώτη εκδοχή: Ο πρέσβης της Αγγλίας στην Αθήνα, σερ Φράνσις Έλλιοτ, ανακοίνωσε στον Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη, διορισμένο από τον βασιλιά Κωνσταντίνο (Γλύξμπουργκ), ότι η Μεγάλη Βρετανία υπόσχεται παραχώρηση της νήσου Κύπρου στην Ελλάδα, εάν η Ελλάδα σπεύσει σε βοήθεια της Σερβίας, που υπέστη βουλγαρική επίθεση. Στην ουσία, δηλαδή, εάν η Ελλάδα έμπαινε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την ΑΝΤΑΝΤ και εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων Γερμανίας – Αυστροουγγαρίας κ.ά. Η πρόταση έγινε στις 3/16 Οκτωβρίου 1915. Ο Ζαΐμης, προφανώς με εντολή του βασιλιά, Γερμανού, γερμανότροφου και γαμβρού του, Γουλιέλμου Κάιζερ, απάντησε αρνητικά, με τηλεγράφημα της 8/21 Οκτωβρίου 1915, που απέστειλε στο πρεσβευτή Ι. Γεννάδιο στο Λονδίνο.
Δεύτερη εκδοχή: Η προσφορά έγινε από τον Άγγλο Υπουργό Εξωτερικών Ed. Grey, χωρίς προηγουμένη έγκριση του βρετανικού Υπουργικού Συμβουλίου. Την επομένη της αρνητικής απάντησης Ζαΐμη, δηλαδή στις 9 Οκτωβρίου 1915, η Αγγλία διεμήνυσε διά του ΥΦΕΞ Eyre Crow ότι η προσφορά είναι άκυρη και τη θεωρεί ως ουδέποτε γενομένη. Επί του θέματος είναι οι έγκυρες αναφορές Σπύρου Μαρκεζίνη στον Δ΄ τόμο της τετράτομης «Πολιτικής Ιστορίας της Ελλάδος», σελ. 16, 140, 183, 247. Αναφορές και στον Γ΄ τόμο, σελ. 70 κ. εξ. Όπως ήταν επόμενο, η απάντηση του βασιλικού Πρωθυπουργού της περιόδου του διχασμού, προκάλεσε διάφορες αντιδράσεις. Ο Κ. Ζαβιτσιάνος είναι μαστιγωτικός με την κριτική του: «Η λέξις παραφροσύνη είναι η μόνη αρμόζουσα εξήγησις της απορρίψεως της προσφοράς της Κύπρου», έγραψε και πρόσθεσε : «Δεν υπήρξε μωρία που να μην υπεστηρίχθη ως δικαιολογία της απορρίψεως ταύτης».
Αυτά, για να μην κατηγορείται συλλήβδην η Ελλάδα για την επί του προκειμένου αρνητική πολιτική θέση. Ασχέτως προς την τελική έκβαση που προσέδωσε το Λονδίνο, την απάντηση των Αθηνών έδωσε η τότε κυβέρνηση του γερμανικής καταγωγής και εκπαίδευσης βασιλιά Κωνσταντίνου. Δεν ήταν η Ελλάδα που αρνήθηκε την Κύπρο, αλλά ο βασιλιάς διά του Ζαΐμη. Παρέλκει να επισημάνουμε ότι ο τότε Κωνσταντίνος ήταν υποστηρικτής της εισόδου της Ελλάδας στο γερμανικό στρατόπεδο ή έστω της ελληνικής ουδετερότητας στην παγκόσμια εκείνη σύρραξη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αντέδρασε. Η διαφωνία πυροδότησε τον διχασμό. Ο Βενιζέλος δυο φορές κέρδισε τις εκλογές και τις δυο φορές εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω της διαφωνίας του με τον Κωνσταντίνο.
Σχημάτισε κυβέρνηση Θεσσαλονίκης, ο Κωνσταντίνος υποχρεώθηκε σε εκθρόνιση αλλά ήταν πια αργά. Ο Βενιζέλος ενέταξε έστω και αργά την Ελλάδα στους συμμάχους το 1917 και στις διασυμμαχικές διασκέψεις των Παρισίων για την ειρήνη κατόρθωσε με τη διπλωματική του δεινότητα την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, διά της Συνθήκης των Σεβρών του Ιουλίου-( Αυγούστου) του 1920… Και επειδή άμοιροι ιστορικής παιδείας διατείνονται ότι ο Βενιζέλος δεν ενδιαφερόταν για την Κύπρο, τονίζω ότι ο τότε Πρωθυπουργός συμπεριέλαβε την Κύπρο στα υπό ελληνική διεκδίκηση εδάφη στο Υπόμνημα Παρισίων που επέδωσε στον Βρετανό Πρωθυπουργό Λόιδ Τζορτζ για τις διασυμμαχικές διασκέψεις. Επαναλαμβάνω δε ότι η οργή του Ελευθερίου Βενιζέλου για την εξέγερση των Οκτωβριανών του 1931, διαδηλώθηκε προς την επιτροπή Κυπρίων που τον επισκέφθηκε, όχι γιατί έγινε η εξέγερση αλλά γιατί ήταν απροετοίμαστη ( Αποκάλυψη Ιωάννη Ιωαννίδη – Χατζηπαύλου προς τον γράφοντα, 1963;): «Δεν το ξέρετε, βρε Κύπριοι, ότι η Αγγλία είναι οχιά; Αν θα την χτυπήσεις, χτύπησέ την στο κεφάλι, διαφορετικά θα σε φάει».
Από την εξέγερση του Οκτώβρη
Δεν είναι άσκοπο να τονισθεί ότι η συνέχεια ήταν απογοητευτική, με αποτέλεσμα τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Οι Έλληνες υποδέχτηκαν τον Βενιζέλο «μετά βαΐων και κλάδων» τον Αύγουστο του 1920. Άπλωναν τα ρούχα τους να πατήσει ο Πρωθυπουργός, «ο αρχιτέκτων της Μεγάλης Ελλάδος των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», «ο οφθαλμός του έθνους», αλλά στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 ούτε βουλευτή τον έβγαλαν. Η προπαγάνδα των οπαδών του βασιλιά ανέτρεψε και τη μνήμη και την ευγνωμοσύνη. Ήταν μάλιστα τέτοιο το εναντίον του πάθος, που κατά μαρτυρία (Ζαχαρία Ζαχαριάδη στον γράφοντα), τη νύχτα της εκλογικής ήττας «βασιλικοί» μαζεύτηκαν έξω από το σπίτι του κι εκτόξευαν βρισιές. Ο Βενιζέλος βγήκε κι είπε τη μαντινάδα: «Ήμουνα κράχτης κόκορας κι εδά στα γηρατειά μου/ να με τσιμπούν οι όρνιθες δεν το βαστά η καρδιά μου» (λ.π.). (Απογοητευμένος αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι και ερήμην τον καταδίκασαν για προδοσία! Κι ακόμα τον αναθεμάτισαν στο Πεδίο του Άρεως, με πρωταγωνιστή τον τότε αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο και τη Σύνοδο! « Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την βασιλείαν και την πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι αρχιερείς ανάθεμα έστω»!..
Όσο για τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ο καθηγητής Κ. Μπέης, στο βιβλίο του Αριστείδη Πανώτη «Το Συνοδικόν της εν Ελλάδι Εκκλησίας» τ. Β΄1850-1923, σελ. 631, εκδ. «Φανάριον» 2009, γράφει ότι ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας Λόιδ Τζορτζ είπε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο παρουσία άλλων τριών αξιόπιστων προσώπων, την 18 Ιαν. 1922: «Είναι αδύνατον να μείνετε εις την Μικράν Ασίαν εάν δεν παραιτηθή ο Κωνσταντίνος, η δε επικειμένη συμφορά θα είναι ίση προς την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως». Ο Μελέτιος προσπάθησε να μεταδώσει το μήνυμα προς τον ευρισκόμενο στο Λονδίνο βασιλικό Πρωθυπουργό Δ. Γούναρη, ο οποίος απέφυγε κάθε συνάντηση με τον Πατριάρχη. (Ο Μελέτιος Μεταξάκης διετέλεσε Μητροπολίτης Κιτίου και χαρακτηριζόταν Βενιζελικός. Ο Γούναρης εκτελέστηκε στο Γουδί με τους έξι.)