Όταν οι Καυκάσιοι Έλληνες εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, για να αποφύγουν «το λεπίδι» του Κεμάλ και του Κόκκινου Στρατού, κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη. Το «Λοιμοκαθαρτήριο της Καλαμαριάς» ήταν ο πρώτος χώρος υποδοχής, καθώς η έξαρση του τύφου επέβαλλε τον «καθαρισμό» και μια σύντομη καραντίνα.
Όταν μεταφέρθηκαν στην πόλη, ολόκληρες οικογένειες αναγκάστηκαν να ζήσουν απομονωμένοι σε πρόχειρα παραπήγματα και σκηνές ενώ ανήλικα ορφανά περιπλανιόντουσαν στους δρόμους γυμνά και έρμαια της πείνας. Ουσιαστική κρατική μέριμνα δεν υπήρξε.
Το κενό αυτό προσπάθησε να καλύψει η φιλανθρωπική δράση κατοίκων της περιοχής, κυρίως εύπορων, που θεώρησαν υποχρέωσή τους να μην μείνουν αδρανείς στο δράμα των παιδιών.
Ανάμεσά τους και οι γυναίκες που αργότερα ίδρυσαν τη «Μέλισσα», το ορφανοτροφείο θηλέων στη Θεσσαλονίκη που το 2021 έκλεισε εκατό χρόνια λειτουργίας. Στη «Μέλισσα» βρήκαν καταφύγιο ανήλικα προσφυγόπουλα από τον Καύκασο και παιδιά που εγκαταλείφθηκαν από τους γονείς τους λόγω της φτώχειας. Σήμερα φιλοξενούνται κορίτσια που είτε εγκαταλείφθηκαν από τους γονείς τους για βιοποριστικούς λόγους είτε γλίτωσαν από κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον.
Η διευθύντρια του ιδρύματος κ. Μαύρου Βασιλεία μίλησε στη Μηχανή του Χρόνου.
Προσφυγόπουλα απ’ τον Καύκασο και τη Μικρά Ασία
«Η ιστορία της Μέλισσας ξεκινά, όταν η Αικατερίνη Νεγρεπόντη, μαζί με άλλες εύπορες κυρίες της Θεσσαλονίκης, ξεκίνησαν να προσφέρουν ρούχα, κουβέρτες και τρόφιμα σε ανήλικους πρόσφυγες που είχαν έρθει στην περιοχή από τον Καύκασο».
Οι ανάγκες, όμως, ολοένα και αυξάνονταν και η προσφορά τους έμοιαζε λίγη. Μόνο στη Θεσσαλονίκη, οι επίσημες αναφορές κάνουν λόγο για τουλάχιστον 500 ανήλικα προσφυγόπουλα ενώ ο συνολικός αριθμός των προσφύγων από το 1919 μέχρι το 1921 άγγιξε τις 50.000.
Η προσπάθεια των εύπορων κυριών αν και φιλότιμη δεν ήταν αρκετή. Έτσι, το 1921, αποφάσισαν τη δημιουργία ενός επίσημου ιδρύματος, της «Μέλισσας».
Ένα χρόνο αργότερα, η ήδη επιβαρυμένη κατάσταση επιδεινώθηκε με την έλευση προσφύγων από τη Μικρά Ασία.
«Το 1922 οι κυρίες της Μέλισσας πληροφορήθηκαν ότι έχει έρθει στη Θεσσαλονίκη το Ορφανοτροφείο της Σμύρνης. Η διευθύντρια του εκεί ιδρύματος, με κίνδυνο της ζωής της, πήρε όσα παιδιά διέμεναν στη Σμύρνη, περιπλανήθηκαν αρχικά στους δρόμους της πόλης και με τη βοήθεια του Αμερικάνικου Στόλου κατάφεραν και πέρασαν στην Ελλάδα».
Αρχικά βρήκανε καταφύγιο στην Καλαμαριά και έπειτα στις εγκαταστάσεις του Θεαγένειου νοσοκομείου. Για αρκετό καιρό δεν είχαν εξασφαλίσει μια σταθερή στέγη και έμεναν σε πρόχειρες σκηνές, όπως και οι πρόσφυγες της Καυκάσου.
«Μέχρι που συναντήθηκαν με τις γυναίκες της «Μέλισσας», οι οποίες, χωρίς δεύτερη σκέψη, άνοιξαν την αγκαλιά τους και συστεγάστηκαν στο ίδρυμα. Σύντομα, τη διεύθυνση της στέγης ανέλαβε η άγνωστη ηρωίδα της Σμύρνης».
Πολλοί γονείς άφηναν τα παιδιά τους λόγω φτώχειας
Ήταν η περίοδος που η Ελλάδα είχε βυθιστεί στη φτώχεια. Δεδομένων των συνθηκών, η κρατική χρηματοδότηση ενός τέτοιου εγχειρήματος φάνταζε πολυτέλεια, με αποτέλεσμα η ανατροφή και η ένδυση των ανήλικων «να πέσει αποκλειστικά στις πλάτες των ακούραστων αυτών κυριών».
Όπως εξηγεί η κ. Μαύρου, τα οικονομικά προβλήματα δεν έπαψαν ποτέ να κυνηγούν τη «Μέλισσα».
«Έχω βρει στο αρχείο επιστολές, με τις οποίες οι κυρίες της Μέλισσας ζητούσαν να αυξηθούν τα δράμια για το ψωμί και η απάντηση ήταν συνεχώς αρνητική. “Είναι τόσο πολλές οι ανάγκες που δεν μπορούμε να αυξήσουμε τα δράμια”, μας έλεγαν.
«Η αλήθεια είναι πως και μετά τον πόλεμο, υπήρχε πολύ μεγάλη ένδεια», συνεχίζει. «Άλλωστε, μην ξεχνάμε, ότι η Μέλισσα δεν φιλοξενούσε μόνο προσφυγόπουλα ή ορφανά, αλλά και παιδιά που τα έφερναν οι γονείς τους, επειδή επικρατούσε η απόλυτη ανέχεια».
«Πολλοί ήταν οι γονείς που αξιολογούσαν πως στη Μέλισσα τα παιδιά τους θα σωθούν. Θα βγουν τεχνίτες και θα μπορούν να επιβιώσουν στη ενήλικη ζωή τους».
Άλλωστε η «Μέλισσα» εκτός από την ανατροφή των παιδιών αναλάμβανε και την εκπαίδευσή τους. Λειτουργούσε σχολείο, δημοτικό και γυμνάσιο και παράλληλα, πολλά παιδιά εκπαιδεύονταν στην υποδηματοποιεία, στην καλαθοποιεία, στο κέντημα και σε διάφορες άλλες τέχνες.
Το «Ορφανοτροφείο Θηλέων» σήμερα
Από το 1940, μετά από εντολή της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας τα αγόρια μεταφέρθηκαν σε άλλα ιδρύματα και η «Μέλισσα» έγινε αποκλειστικά «Ορφανοτροφείο Θηλέων».
Σύμφωνα με την κ. Μαύρου «ο όρος ορφανοτροφείο είναι ατυχής», καθώς σήμερα, «το ίδρυμα λειτουργεί ως στέγη φιλοξενίας ανηλίκων κοριτσιών, που είτε εγκαταλείφθηκαν από τους γονείς τους για βιοποριστικούς λόγους είτε απομακρύνθηκαν από το οικογενειακό περιβάλλον κατόπιν εισαγγελικής απόφασης. Οι γονείς τους, σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν«.
«Η «Μέλισσα» είναι μια μεγάλη καρδιά και μια ζεστή αγκαλιά. Μια αγκαλιά που κλείνει μέσα της τα παιδιά εκείνα που ξέχασαν να χαμογελούν, τα παιδιά που είναι τρομαγμένα, τα παιδιά που είναι μόνα. Είναι το σπιτικό που προσφέρει φροντίδα και προστασία σε παιδιά που από πολύ τρυφερή ηλικία τα στερήθηκαν».
Τα παιδιά που έρχονται στο ίδρυμα θηλέων πηγαίνουν σχολείο, συμμετέχουν σε εξωσχολικές δραστηριότητες και μπορούν να μείνουν εκεί μέχρι και την ενηλικίωσή τους. Ακολουθεί η επανένταξή τους στην κοινωνία, όπου αποτελεί και το «δυσκολότερο έργο«.
Οι γυναίκες της «Μέλισσας» έχουν προβλέψει τις ενδεχόμενες δυσκολίες που πιθανώς να προκύψουν και έτσι αποφάσισαν να λειτουργήσουν «διαμερίσματα ημιαυτόνομης διαβίωσης», όπως τα ονομάζουν, όπου έχουν τη δυνατότητα μέχρι τρία κορίτσια να διαμείνουν για τρία χρόνια ή λιγότερο, αν το επιθυμούν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας επανένταξης υπάρχει επόπτρια ψυχολόγος που ακολουθεί και βοηθά τα κορίτσια στο νέο τους βήμα.
Η συμβολή των εθελοντών
Τη «Μέλισσα» στελεχώνουν ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, εκπαιδευτικοί και ένα ευρύ δίκτυο εθελοντών.
Το δίκτυο εθελοντών της «Μέλισσας» ακολουθεί το ίδρυμα σχεδόν από τη «γέννησή» του και έρχεται να καλύψει το κενό που δημιουργείται από τη διαρκή συρρίκνωση της κρατικής πρόνοιας.
Άλλωστε και η κα Μαύρου έτσι γνώρισε για πρώτη φορά τη «Μέλισσα»:
«Είναι από τις στιγμές που έχουν χαραχτεί βαθιά στο μυαλό και την καρδιά μου. Γνώρισα τη Μέλισσα μέσω ενός συγγενικού μου προσώπου που ήταν στο Διοικητικό Συμβούλιο του ιδρύματος. Πρώτη φορά πέρασα το κατώφλι της στέγης, όταν προσφέρθηκα να συνοδέψω ένα παιδί στον οδοντίατρο. Έκτοτε βοηθούσα και στα μπαζάρ που γίνονταν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, και απέκτησα μια μόνιμη σχέση και με τα παιδιά και με το ίδρυμα».
Οι εθελοντές παρέχουν ψυχολογική υποστήριξη, συνοδεύουν τα παιδιά στις δραστηριότητές τους ή ακόμα και στα ιατρικά ραντεβού ενώ βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία με τη «Μέλισσα» για οτιδήποτε χρειαστεί. Η βασική προτεραιότητα, άλλωστε, όπως μας εξηγεί η κ. Μαύρου, είναι να νιώσουν τα παιδιά ασφάλεια και εμπιστοσύνη.
Στην αρχή είναι δύσκολο, ξέρετε. Μην φαντάζεστε ότι τα παιδιά έρχονται εδώ και χαίρονται. Μέχρι να εγκλιματιστεί ένα παιδί είναι πολύ δύσκολο, γιατί ήρθε εδώ χωρίς να το επιλέξει, χωρίς να το θέλει».